Σάββατο, Φεβρουαρίου 26

"Xειμώνα ελάχιστε,
H ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς
Kαι στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ' ένα μικρό τριζόνι

κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Aνέλπιστου."


Τρίτη, Φεβρουαρίου 15

Καρδιοπονόθλιβος


"Κι έφτιαξε λέξη όμορφη, και δύσκολη, και πλήρη,


μέσα να κλείσει τον καημό και να τον φυλακίσει,

μέσα κι ο ίδιος να κλειστεί για να ’χει να γκρεμίσει,

για να ξανάβγει όπυο φως, όπου καημός κι αγάπη,

πάλι να λάβει, να δοθεί, να ξοδευτεί, ν’ ανοίξει,

πάλι το φόβο να γευτεί, το σπαραγμό να ζήσει.

πάλι η χαρά να του δοθεί θάλασσα αγριεμένη,

δίχως λιμάνι πουθενά, δίχως σκαριά σωσίβια.

Λέξη σαν λήμμα ουδέτερο στο λεξικό χαμένο,

σάμπως δεν είναι μάχαιρα η κάθε συλλαβή της,

σάμπως δεν είναι πυρκαγιά το κάθε της το γράμμα,

φωτιά που καίει και καταλεί, φωτιά που αποτεφρώνει.

Εφτά καρφιά οι συλλαβές, εφτά γλυκά φαρμάκια.


Καρδιοπονόθλιβος – αυτό. Ποιον τάχα; Ποιον ορίζουν

τα γράμματα κι οι συλλαβές, ηχώντας και σιωπώντας;"

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ, Ρήματα, 2009




Δευτέρα, Φεβρουαρίου 7


Και το πλοίο φεύγει


Θυμάστε εκείνη τη σκηνή από την ταινία «Και το πλοίο φεύγει»; Ένα καράβι ταξιδεύει μέσα στη χρυσωμένη μεγαλοπρέπεια αστών και ευγενών, που με λεπτεπίλεπτη μελαγχολία διασχίζουν την Αδριατική για να σκορπίσουν τελετουργικά τις στάχτες της νεκρής τραγουδίστριας της όπερας στο ορισμένο σημείο. Μέρες και νύχτες, μέρες και νύχτες, μέρες και νύχτες: μονότονη επανάληψη, τίποτα δεν ραγίζει τη γιγάντια σύμβαση ενός από αιώνες καλά εμπεδωμένου κοινωνικού φέρεσθαι: είναι η κορυφή της πυραμίδας. Ξάφνου, σε μια στιγμή, εκεί που η φιλότεχνη αφρόκρεμα της κοινωνίας παίρνει το πρωινό της, εκεί στο βάθος, ο φακός πιάνει κάτι άγνωστες μορφές· έξω, στο κατάστρωμα. Πώς; Ποιοι είναι αυτοί; Κανείς μας δεν το ξέρει: ούτε εμείς ούτε οι πρωταγωνιστές. Όμως γρήγορα μαθαίνουμε ότι τη νύχτα –δίχως να το αντιληφθούμε ούτε εμείς ούτε οι πρωταγωνιστές!– ανέβηκαν στο καράβι ένα τσούρμο διωγμένοι άνθρωποι… Τίνος πολέμου είναι θύματα; Μα είχαν πόλεμο εκείνοι οι φιλότεχνοι φιλάνθρωποι χρυσοκάνθαροι; Μα είχαν πόλεμο; Και με ποιους; Αυτοί οι διωγμένοι ξεβράκωτοι ήταν εχθροί τους; Πώς άραγε, αφού αυτοί αγνοούσαν ακόμα και την ύπαρξή τους; Σε λίγο, ένα τερατώδες κατασκεύασμα, ένα πολεμικό της Αυστροουγγαρίας, απαιτεί να κατέβει το τσούρμο από το καράβι, οι άνθρωποι μπαίνουν στις βάρκες, μία βάρκα πλησιάζει στο τερατώδες πολεμικό, ένας νεαρός πετάει μία χειροβομβίδα που πέφτει στο εσωτερικό του τέρατος, εκρήγνυται ο εφιάλτης: είναι ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος… Ακούστε τη φωνή του αφηγητή-Φελλίνι: «Είναι σχεδόν αδύνατο να αναπαραστήσουμε την ακριβή σειρά των γεγονότων. Φαίνεται ότι όλα ξεκίνησαν από την αστόχαστη κίνηση του σέρβου τρομοκράτη που πέταξε μια χειροβομβίδα στο πολεμικό καράβι. Αλλά είναι δυνατόν μία τόσο απλοϊκή, μία τόσο πρόχειρη χειροβομβίδα να προκαλέσει μία ιστορική καταστροφή; Αλλά είμαστε απολύτως σίγουροι ότι ήτανε ο νεαρός που την έριξε;…».



Εσείς που ρωτάτε ανήσυχα για το τι δημοκρατία «έχουμε», σκεφτείτε καλύτερα: εκείνο που έχουμε δεν είναι ποτέ αυτό που υπάρχει· έτσι λέει ο ανθρώπινος νόμος. Εκείνο που έχουμε είναι πάντα εκείνο που έρχεται, είναι πάντα εκείνο που γεννιέται· εκείνο που έχουμε είναι πάντα εκείνο που φυτρώνει από κείνο που σπέρνουμε. Μια δημοκρατία που σπέρνει τον τρόμο δεν θα αργήσει να καταλάβει ότι απέναντί της έχει ανθρώπους τρομαγμένους και τρομοκρατημένους, δηλαδή ανθρώπους ανεξέλεγκτους. Τρως, τρως Μινώταυρε· είναι σάρκες αυτές, δεν είναι αέρας… Ο τρόμος έχει πολλά παιδιά. Κι αν ένα από αυτά είναι η οργή; Κι αν η οργή αυτή είναι τυφλή;



Του Δημήτρη Αρβανιτάκη