Την Πέμπτη το βράδυ αγαπημένε μας
Βαγγέλη δεν πρόκειται, όπως
συνήθως, να συναντηθούμε.
Το λέω, πίστεψέ με, λιγότερο με λύπη και περισσότερο με αμηχανία.
«Όλες οι πόρτες της πόλης είναι
πεσμένες -
Από πού να βγούμε ?»
Όμως
να ξέρεις τα βράδια οι φίλοι σου θα σ αναζητούν στο καφενείο κι ένα ποτήρι θα αδειάζει σιγά σιγά από μόνο του, με τ αυτί του τεντωμένο στην άγνωστη λέξη.
«O καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη
μου επέστρεψε στον ήλιο.
Kείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της
πέτρας και του αιθέρος,
Λοιπόν, αυτός που γύρευα, ε ί μ α ι.
Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο,
Xειμώνα ελάχιστε,
H ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς
Kαι στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ' ένα μικρό τριζόνι
κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Aνέλπιστου.»
Καλό ταξίδι φίλε στης ζωής την άλλη μεριά.