Καίμε το δάσος στo πλαίσιο της προστασίας του
Το Koli στη Φιλανδία είναι σήμερα ο μόνος Εθνικός Δρυμός σε όλο τον κόσμο που καίει τα δάση του. Η μέθοδος αυτή εφαρμοζόταν στη φινλανδική Karelia από παράδοση για περισσότερο από 400 χρόνια. Βάσει της τεχνικής αυτής, κόβεται και καίγεται η δασική κάλυψη ενός τμήματος της περιοχής, για να καλλιεργηθεί για ορισμένα χρόνια. Ποια είναι τα οφέλη;
1. Η τέφρα βοηθάει στη ρύθμιση της οξύτητας του εδάφους και κατ' εξακολούθησιν στην ευχερέστερη αφομοίωση των λιπαντικών στοιχείων από τα φυτά και στην αύξηση της παραγωγής.2. Δημιουργείται οικοσύστημα ωφελίμων ειδών, κυρίως μικροοργανισμών και εντόμων, που έχουν αρχίσει να σπανίζουν.3. Μετά το κάψιμο επικρατεί ενδημική βλάστηση.4. Ελέγχεται η μέση ηλικία του δάσους.5. Ο σπόρος σποράς προέρχεται από προηγούμενη Swidden καλλιέργεια και έτσι λειτουργεί ως γενετική τράπεζα.
Από το 1994 εφαρμόζεται στο Koli Lasse Loven ξανά συστηματικά η Swidden καλλιέργεια, όπως ονομάζεται, γνωστή και ως burn-beating ή και slash-and-burn (σε ελεύθερη απόδοση: κόψιμο και κάψιμο). Στην περιοχή κυριαρχούν οι σημύδες με τις σκλήθρες, ενώ υπάρχουν μεγάλες εκτάσεις από ερυθρελάτες, πεύκα, κέδρους και τρέμουσες λεύκες. Η μέση ηλικία του δάσους κυμαίνεται περί τα 80 έτη. Υπάρχουν όμως περιοχές άνω των 1.000 ετών, ενώ υπάρχουν και μεμονωμένα δένδρα άνω των 2.500 ετών.
Ο τύπος του δάσους ορίζεται από τη θαμνώδη ή ποώδη στρωμνή. Επικρατούν το ξινόχορτο (oxalis acetosella), το γεράνι (geranium sp.), τα μούρα (vaccinium myrtillus L. και V. vitis-idaea L.), οι φτέρες (filices), το βατόμουρο (rubus saxatilis L.) κ.λπ.
Από το 1994, μέχρι στιγμής, έκταση άνω των 5 εκταρίων έχει ήδη γίνει παρανάλωμα του πυρός, ενώ έχουν επιλεγεί συνολικά 150 εκτάρια τα οποία πρόκειται να καούν. Ετησίως, καίγονται πλέον με ρυθμό 3 - 5 εκτάρια δάσους. Η καιόμενη έκταση ανά δασοτεμάχιο δεν ξεπερνά τα 0,2 εκτάρια, για λόγους ηλικιακής ποικιλομορφίας του δάσους, αλλά και για λόγους ασφάλειας.
Τα δένδρα καίγονται ένα ή δύο χρόνια μετά την καρατόμησή τους. Η πυρκαγιά προκαλείται είτε νωρίς την άνοιξη, εάν ακολουθήσει φθινοπωρινή σπορά σίκαλης, είτε αργά το καλοκαίρι, εάν ακολουθήσει εαρινή σπορά κυρίως σίκαλης, κριθαριού ή ελαιοκράμβης (brassica rapa).
Μετά την πυρά, τα δένδρα συμμαζεύονται σε μια γωνιά του ξέφωτου που δημιουργείται, για να κάνουν χώρο για καλλιέργεια. Στα βελονοειδούς κόμης είναι δυνατόν να επαναληφθεί η καύση και την επόμενη χρονιά. Για ορισμένα έτη, το πολύ οκτώ, το έδαφος καλλιεργείται χωρίς μηχανήματα. Στην περίπτωση των δημητριακών απαιτείται ελαφρά άροση. Μετά το κάψιμο και την καλλιέργεια δεν γίνεται τεχνητή φύτευση ή άλλου είδους χειρισμοί, αλλά η έκταση επαφίεται προς φυσική αναδάσωση.
Η διαχείριση του δρυμού γίνεται από το Φινλανδικό Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών (METLA). Τα προγράμματα συντήρησης και αποκατάστασης του δρυμού υλοποιούνται σε συνεργασία με τοπικούς και πανεπιστημιακούς φορείς.
1. Η τέφρα βοηθάει στη ρύθμιση της οξύτητας του εδάφους και κατ' εξακολούθησιν στην ευχερέστερη αφομοίωση των λιπαντικών στοιχείων από τα φυτά και στην αύξηση της παραγωγής.2. Δημιουργείται οικοσύστημα ωφελίμων ειδών, κυρίως μικροοργανισμών και εντόμων, που έχουν αρχίσει να σπανίζουν.3. Μετά το κάψιμο επικρατεί ενδημική βλάστηση.4. Ελέγχεται η μέση ηλικία του δάσους.5. Ο σπόρος σποράς προέρχεται από προηγούμενη Swidden καλλιέργεια και έτσι λειτουργεί ως γενετική τράπεζα.
Από το 1994 εφαρμόζεται στο Koli Lasse Loven ξανά συστηματικά η Swidden καλλιέργεια, όπως ονομάζεται, γνωστή και ως burn-beating ή και slash-and-burn (σε ελεύθερη απόδοση: κόψιμο και κάψιμο). Στην περιοχή κυριαρχούν οι σημύδες με τις σκλήθρες, ενώ υπάρχουν μεγάλες εκτάσεις από ερυθρελάτες, πεύκα, κέδρους και τρέμουσες λεύκες. Η μέση ηλικία του δάσους κυμαίνεται περί τα 80 έτη. Υπάρχουν όμως περιοχές άνω των 1.000 ετών, ενώ υπάρχουν και μεμονωμένα δένδρα άνω των 2.500 ετών.
Ο τύπος του δάσους ορίζεται από τη θαμνώδη ή ποώδη στρωμνή. Επικρατούν το ξινόχορτο (oxalis acetosella), το γεράνι (geranium sp.), τα μούρα (vaccinium myrtillus L. και V. vitis-idaea L.), οι φτέρες (filices), το βατόμουρο (rubus saxatilis L.) κ.λπ.
Από το 1994, μέχρι στιγμής, έκταση άνω των 5 εκταρίων έχει ήδη γίνει παρανάλωμα του πυρός, ενώ έχουν επιλεγεί συνολικά 150 εκτάρια τα οποία πρόκειται να καούν. Ετησίως, καίγονται πλέον με ρυθμό 3 - 5 εκτάρια δάσους. Η καιόμενη έκταση ανά δασοτεμάχιο δεν ξεπερνά τα 0,2 εκτάρια, για λόγους ηλικιακής ποικιλομορφίας του δάσους, αλλά και για λόγους ασφάλειας.
Τα δένδρα καίγονται ένα ή δύο χρόνια μετά την καρατόμησή τους. Η πυρκαγιά προκαλείται είτε νωρίς την άνοιξη, εάν ακολουθήσει φθινοπωρινή σπορά σίκαλης, είτε αργά το καλοκαίρι, εάν ακολουθήσει εαρινή σπορά κυρίως σίκαλης, κριθαριού ή ελαιοκράμβης (brassica rapa).
Μετά την πυρά, τα δένδρα συμμαζεύονται σε μια γωνιά του ξέφωτου που δημιουργείται, για να κάνουν χώρο για καλλιέργεια. Στα βελονοειδούς κόμης είναι δυνατόν να επαναληφθεί η καύση και την επόμενη χρονιά. Για ορισμένα έτη, το πολύ οκτώ, το έδαφος καλλιεργείται χωρίς μηχανήματα. Στην περίπτωση των δημητριακών απαιτείται ελαφρά άροση. Μετά το κάψιμο και την καλλιέργεια δεν γίνεται τεχνητή φύτευση ή άλλου είδους χειρισμοί, αλλά η έκταση επαφίεται προς φυσική αναδάσωση.
Η διαχείριση του δρυμού γίνεται από το Φινλανδικό Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών (METLA). Τα προγράμματα συντήρησης και αποκατάστασης του δρυμού υλοποιούνται σε συνεργασία με τοπικούς και πανεπιστημιακούς φορείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου