Μην ανησυχείς. Υπάρχει πάντα μια δεύτερη τύχη που ακολουθεί πίσω από την πρώτη. Αρκεί να ξέρεις να περιμένεις παρά έναν ή δύο αιώνες, ενίοτε Α! να ’χα ένα δικό μου αμπέλι πάνω σε ακρωτήριο, που η κάθε του ρώγα να τρίζει στο κύμα και ο οίνος του να ’ναι Μυρτώος ή και Καρπάθιος
Ανεβαίνοντας το φράγμα, φτάσαμε στο σημείο όπου το ταριχευμένο πτώμα του πελώριου συγγραφέα διέκοπτε τη ροή των λέξεων, δημιουργώντας μια δεξαμενή από την οποία υδρευόταν ολόκληρη χώρα. Θα μας τιμωρούσαν οι διψασμένοι, αλλά ανυπόμονος μακριά ο ωκεανός περίμενε ό,τι του ανήκει. Εχοντας κατασκευάσει ο καθένας το δικό του μαχαίρι, τσεκούρι, πριόνι από αιχμηρές σελίδες ξεχασμένων βιβλίων, άλλοι συστηματικά και άλλοι με μανία πέσαμε να κομματιάσουμε τη σαρκοφάγο, τεμαχίζοντας και διαιρώντας προτάσεις, σειρές, φράσεις στις λέξεις και τα γράμματα που τις αποτελούσαν πριν παρασύρει και εμάς ο κατακλυσμός.
"Όμως εκεί που δύο φίλοι Μιλούν ή και σωπαίνουν - προπαντός τότε - Τρίτο τίποτα δε χωρεί
Κι όπως οι φίλοι, φαίνεται Και οι θάλασσες από μακριά επικοινωνούνε Φτάνει λίγος αέρας, μια σταλιά τριμμένης
Μες στα δάχτυλα, σκούρας, λυγαριάς και να: Το κύμα; Είναι αυτό;
Είναι αυτό που σου μιλάει στον ενικό και λέει «Μη με ξεχνάς» «Μη με ξεχνάς»; Είναι η Ανακτορία; Ή μήπως όχι; Μήπως το νερό μόνον που τρέχει Νύχτα - μέρα στης Αγίας Παρασκευής το εκκλησάκι; Να ξεχάσεις τι; Ποιος; Τίποτα δεν ξέρουμε.
Όπως αποβραδίς που κάτι σου έσπασε Μια φιλία παλαιή, μια θύμηση από φάρφουρο Ξανά πόσο άδικα ήξερες να κρίνεις Βλέπεις τώρα που ξημέρωσε Κι έχεις πικρό, πριν από τον καφέ, το στόμα Χειρονομώντας άσκοπα, μιας άλλης, Ποιος το ξέρει, ζωής, κάνεις ηχώ κι είναι απ' αυτό που (Ή μπορεί κι απ' τη σκέψη Κάποτε τόσο δυνατή, που προεξέχει) Αντικρύ σου, μεμιάς, πάνου ως κάτου ο καθρέφτης ραγίζεται.
Λέω: τη μια στιγμή, τη μόνη που
Εάν φτάνει δε γνωρίζεις
Τα Γραμμένα ραγίζονται
Και αυτός που δίνει, παίρνει. Επειδή εάν όχι τότε θα
Πρέπει και ο θάνατος να θανατώνεται και η φθορά
Να φθείρεται και το μικρό
Τριανταφυλλί που κάποτε
Στην παλάμη σου κράτησες, βότσαλο και αυτό
Κάπου, χιλιετηρίδες μακριά, ν' ανασυντίθεται.
Με σοφία και θάρρος. Picasso και Laurens. Να πατήσουμε πάνω στην Ψυχολογία, στην Πολιτική, στην Κοινωνιολογία, ηλιοκαμένοι μ' ένα σκέτο άσπρο πουκάμισο." VILLA NATACHA
11 σχόλια:
"στο μέλλον ζείς, στο παρελθόν πεθαίνεις"
"πέντε ποτάμια πέρασαν και πάνε
κι εσύ κρατιέσαι από ένα όνομα"
Μην ανησυχείς. Υπάρχει πάντα μια δεύτερη τύχη που ακολουθεί πίσω από την πρώτη. Αρκεί να ξέρεις να περιμένεις παρά έναν ή δύο αιώνες, ενίοτε
Α! να ’χα ένα δικό μου αμπέλι πάνω σε ακρωτήριο, που η κάθε του ρώγα να τρίζει στο κύμα και ο οίνος του να ’ναι Μυρτώος ή και Καρπάθιος
Ανεβαίνοντας το φράγμα, φτάσαμε στο σημείο όπου το ταριχευμένο πτώμα του πελώριου συγγραφέα διέκοπτε τη ροή των λέξεων, δημιουργώντας μια δεξαμενή από την οποία υδρευόταν ολόκληρη χώρα. Θα μας τιμωρούσαν οι διψασμένοι, αλλά ανυπόμονος μακριά ο ωκεανός περίμενε ό,τι του ανήκει. Εχοντας κατασκευάσει ο καθένας το δικό του μαχαίρι, τσεκούρι, πριόνι από αιχμηρές σελίδες ξεχασμένων βιβλίων, άλλοι συστηματικά και άλλοι με μανία πέσαμε να κομματιάσουμε τη σαρκοφάγο, τεμαχίζοντας και διαιρώντας προτάσεις, σειρές, φράσεις στις λέξεις και τα γράμματα που τις αποτελούσαν πριν παρασύρει και εμάς ο κατακλυσμός.
Γιώργος Χουλιάρας
Λεξικό Αναμνήσεων
"Η εκπλήρωση πεθαίνει, ο πόθος ζει"
http://www.youtube.com/watch?v=zQkjO5Zr6Hc
η "εκπλήρωση' ήρθε( κι έφυγε).
ο πόθος πέθανε.
στο δρόμο της φθοράς, εκεί να χτισεις
δε χτίζει κανείς παρά μόνον στις στάχτες του.
ωραίο το μπλογκ σας, πρώτη φορά το βλέπω,ευτυχής για τη διαδικτυακή συνάντηση.
"Όμως εκεί που δύο φίλοι
Μιλούν ή και σωπαίνουν - προπαντός τότε -
Τρίτο τίποτα δε χωρεί
Κι όπως οι φίλοι, φαίνεται
Και οι θάλασσες από μακριά επικοινωνούνε
Φτάνει λίγος αέρας, μια σταλιά τριμμένης
Μες στα δάχτυλα, σκούρας, λυγαριάς και να:
Το κύμα; Είναι αυτό;
Είναι αυτό που σου μιλάει στον ενικό και λέει
«Μη με ξεχνάς» «Μη με ξεχνάς»; Είναι η Ανακτορία;
Ή μήπως όχι; Μήπως το νερό μόνον που τρέχει
Νύχτα - μέρα στης Αγίας Παρασκευής το εκκλησάκι;
Να ξεχάσεις τι; Ποιος; Τίποτα δεν ξέρουμε.
Όπως αποβραδίς που κάτι σου έσπασε
Μια φιλία παλαιή, μια θύμηση από φάρφουρο
Ξανά πόσο άδικα ήξερες να κρίνεις
Βλέπεις τώρα που ξημέρωσε
Κι έχεις πικρό, πριν από τον καφέ, το στόμα
Χειρονομώντας άσκοπα, μιας άλλης,
Ποιος το ξέρει, ζωής, κάνεις ηχώ κι είναι απ' αυτό που
(Ή μπορεί κι απ' τη σκέψη
Κάποτε τόσο δυνατή, που προεξέχει)
Αντικρύ σου, μεμιάς, πάνου ως κάτου ο καθρέφτης ραγίζεται.
Λέω: τη μια στιγμή, τη μόνη που
Εάν φτάνει δε γνωρίζεις
Τα Γραμμένα ραγίζονται
Και αυτός που δίνει, παίρνει. Επειδή εάν όχι τότε θα
Πρέπει και ο θάνατος να θανατώνεται και η φθορά
Να φθείρεται και το μικρό
Τριανταφυλλί που κάποτε
Στην παλάμη σου κράτησες, βότσαλο και αυτό
Κάπου, χιλιετηρίδες μακριά, ν' ανασυντίθεται.
Με σοφία και θάρρος. Picasso και Laurens. Να πατήσουμε
πάνω στην Ψυχολογία, στην Πολιτική, στην Κοινωνιολογία,
ηλιοκαμένοι μ' ένα σκέτο άσπρο πουκάμισο."
VILLA NATACHA
Κοιτώ που με κοιτά να την κοιτάζω,
στο λίγο φως και στο πολύ σκοτάδι
"ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ η πόα της ουτοπίας
τα κορίτσια οι παραπλανημένες Πλειάδες
τα κορίτσια τ' Αγγεία των Μυστηρίων
τα γεμάτα ως πάνω και τ' απύθμενα"
Δημοσίευση σχολίου