"- Τον είδες με τα μάτια σου, γιαγιά τον Βασιλέα ή μήπως και σου φάνηκε, σαν όνειρο να πούμε, σαν παραμύθι τάχα; - Τον είδα με τα μάτια μου, ωσάν και σένα νέα, Πα να γενώ εκατό χρονών, κι ακόμα το θυμούμαι σαν νάταν χθες μονάχα. - Απέθανε, γιαγιά; - Ποτέ, παιδάκι μου, κοιμάται. - Και τώρα πια δεν ημπορεί γιαγιάκα να ξυπνήση; - Ω, βέβαια! Καιρούς καιρούς, σηκώνει το κεφάλι, και βλεπ' αν ήρθεν η στιγμή, πόχει ο Θεός ορίσει. - Πότε, γιαγιά μου, πότε; - Οταν τρανέψης, γιόκα μου, να αρματωθείς, και κάμης, τον όρκο στην Ελευθεριά, συ κι όλη η νεολαία, θα σώσετε την χώρα. Κι ο βασιλιάς θα σηκωθεί τον Τούρκο να χτυπήση. Και χτύπα-χτύπα, θα τον πα πίσω στην κόκκινη μηλιά, και πίσω από τον ήλιο, που πια να μη γυρίση!"
"Μονάχος μου σε μια γωνιά απόμεινα στο χάνι/ τα μάτια μου τά 'χω κλειστά, τα αυτιά μου στους ανθρώπους/ .../Στου Ερζερούμ τις κορυφές το χιόνι αργεί να λιώσει/ τα πιό βαθιά σου μυστικά δε θές να φανερώσεις..."
3 σχόλια:
«Αγορογούρουνον γαρ εκαλείτο / πλην όμως φλοκάτες επωλούσε».
"- Τον είδες με τα μάτια σου, γιαγιά τον Βασιλέα
ή μήπως και σου φάνηκε, σαν όνειρο να πούμε,
σαν παραμύθι τάχα;
- Τον είδα με τα μάτια μου, ωσάν και σένα νέα,
Πα να γενώ εκατό χρονών, κι ακόμα το θυμούμαι
σαν νάταν χθες μονάχα.
- Απέθανε, γιαγιά;
- Ποτέ, παιδάκι μου, κοιμάται.
- Και τώρα πια δεν ημπορεί
γιαγιάκα να ξυπνήση;
- Ω, βέβαια! Καιρούς καιρούς,
σηκώνει το κεφάλι,
και βλεπ' αν ήρθεν η στιγμή,
πόχει ο Θεός ορίσει.
- Πότε, γιαγιά μου, πότε;
- Οταν τρανέψης, γιόκα μου,
να αρματωθείς, και κάμης,
τον όρκο στην Ελευθεριά,
συ κι όλη η νεολαία,
θα σώσετε την χώρα.
Κι ο βασιλιάς θα σηκωθεί
τον Τούρκο να χτυπήση.
Και χτύπα-χτύπα, θα τον πα
πίσω στην κόκκινη μηλιά,
και πίσω από τον ήλιο,
που πια να μη γυρίση!"
"Μονάχος μου σε μια γωνιά απόμεινα στο χάνι/ τα μάτια μου τά 'χω κλειστά, τα αυτιά μου στους ανθρώπους/ .../Στου Ερζερούμ τις κορυφές το χιόνι αργεί να λιώσει/ τα πιό βαθιά σου μυστικά δε θές να φανερώσεις..."
Δημοσίευση σχολίου