"ΧΡΟΝΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν. Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ' ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου. Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Που πρώτα θα κρατήσει τις αχτίδες του, σημάδι ότι καιρός να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση..."
"Θάλασσα, πότε θελ ιδώ την όμοφη Ευρυκόμη; "Πολύς καιρός επέρασε και δεν την είδα ακόμη. Πόσες φορές κοιτάζοντας από το βράχο γέρνω Και τον αφρό της θάλασσας για τα πανιά της παίρνω! Φέρ' τηνε, τέλος, φέρ' τηνε". Αυτά ο Θύρσης λέει, Και παίρνει από τη θάλασσα και τη φιλεί, και κλαίει. Και δεν ηξέρει ο δύστυχος οπού φιλεί το κύμα Εκείνο, που της έδωσε και θάνατο και μνήμα."
"...Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω Εγώ που κάποτε σ' άγγιξα με τα μάτια της πούλιας Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ' αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου..."
-στους πρίγκηπες, που κάποτε τους θεωρούσαμε βασιλιάδες!
"όλος ο χρόνος υπολογίζεται έξω απ' τη διάρκεια εξορισμένος στα ημερολόγια απ' όπου γυρνά θριαμβευτής να σε τρομάξει στις γιορτές και σε εξαγοράζει πάλι δώρα φέροντας".
"Δεν ωφελεί το παράπονο Ίδια παντού θα' ναι η ζωή με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων Με το τραγούδι των ληστών στα δάση των αρωμάτων Με το μαχαίρι ενός καημού στα μάγουλα της ελπίδας Με το μαράζι μιας άνοιξης στα φυλλοκάρδια του γκιώνη..."
"ο όσιος Βενέδικτος Σπινόζα κρυμμένος στη γωνιά του μαλωμένου ραντεβού με τα φεγγάρια ματογυάλια και το χαμόγελό του αγκίστρι στο πουλοβεράκι της
κοιτά την Ιστορία που φουρκισμένη πλάτη φεύγει απομακρύνεται
που δεκάξι χρονών ή αιώνων δεν ανέχεται στησίματα δεν έχει χρόνο αφήνοντάς του πόντο πόντο κάθε βήμα κόκκινη κλωστή το νήμα της υπόσχεσης επίδωρο στη θέα από το κωλαράκι της".
"Μια νύχτα θα ταξιδέψω για πάντα. Θ΄αγκαλιάσω με τα χέρια την πόλη και θα πνιγώ στη δίνη των χρωματιστών νερών
Θα 'ναι μια νάρκωση ή ο θάνατος, δεν ξέρω να πω. Μέσα στα δάκρυα δε θα καταλαβαίνω πια γιατί το θέλησα ούτε πού αστόχησα. Οι αποσκευές μου θα παρασύρουν το σώμα μέχρι τη θάλασσα, ως τους υφάλους, έξω απ' τον παλιό σταθμό. Άμμος και ξερολίθια
Σφυρίγματα των τραίνων κι ο κάμπος ολόγυρα και δε θα μπορέσω να καταλάβω γιατί ήσουν και καταδότης και συνεργός
Μες στη νεροσυρμή δε θα σε ξαναδώ ποτέ. Μια νύχτα θ' αγαπηθούμε για πάντα. Καθώς θάλασσα και ουρανός."
"Έχω μαζί μου μιά παλιά φωτογραφία. Στέκεσαι απερίγραπτα αποφασιστικός, προσπαθώντας να κατευνάσεις τα πνεύματα που οχλαγωγούν στο βλέμμα σου, σχεδόν χωρίς χείλη απ' την προσπάθεια, σχεδόν χωρίς δάχτυλα από την οργή. Μα τί περίμενες, λοιπόν; Πώς να τα βγάλει πέρα ένας θεός, με τόση συννεφιά ψυχών; Ένα φύσημα και θα χιονίσει όλεθρο, ξέρεις εσύ! Εγώ, μιά σειρά παραπάνω, σκοτεινός μέσα στα μάτια που δεν κατάλαβαν ποτέ τί πεινούσαν, τί διψούσαν, τυφλός μέσα μου μέχρι τρέλας. Κάτι μπορούσες να διαβάσεις, κάτι διάβασες, δεν έμαθα ποτέ: λίγο το φως. Δίπλα μου εκείνο το περίεργα φτερωτό κορίτσι, κουρνιασμένο στα κεράσια των χειλιών του, ν' ατενίζει ένα ελάφι φως στην κορυφή των ημερών μας."
"Είχα γυρίσει σπίτι. Φύτευες δυό χέρια ευκάλυπτο, κι ανάσαινα ένα στήθος απόγευμα γεμάτο ψυχές εργατικές και τεμπέλικα μωρά. Άνοιξες το βράδυ· φορούσα κατάσαρκα δροσιά γεμάτη τριαντάφυλλα απ' τη μικρή αυλή. Κατάπια δυό γλυκόξινα κεράσια, όταν μ' αγκάλιασες...
Ξέρω πως ο γέροντας ευκάλυπτος δεν παλεύει με τον άνεμο πια, μα ούτε εγώ με τα όνειρά μου. Είμαι βέβαιη: η ψυχή πεθαίνει όταν χάσει την αυλή, που ονειρεύτηκε συχνά από χαρά ή απελπισία, από έρωτα ή δειλία.
Άγιε Βαρθολομαίε, μεγάλη η χάρη σου!Ευχαριστώ που διαβάζεις το μπλογκ μου, αλλά δε χρειάζεται και να το κλέβεις! Με ξένα κόλλυβα τη βγάζεις, μωρέ Άγιε; Λοιπόν περιμένω να αποδώσεις τον "μεσαίωνα" εκεί που ανήκει. Αλλιώς, το "ειδέναι" ευτελίζεις, που δε νομίζω να ευνοεί τη λογοκλοπή. Βέβαια, δεν το παρακολουθώ, αλλά κάποιο πουλάκι λάλησε...γλυκά. Δεν θα επανέλθω. Αιμίλιος
"Ταλαντεύονται τα γεγονότα και στο τέλος πέφτουν πριν κι από τους ανθρώπους Αλλά φανό θυέλλης δεν έχει το σκοτάδι Πού ‘ναι η Μίλητος πού είναι η Πέργαμος πού η Αττάλεια και πού Η Κωνσταν Κωνσταντινο ντινοπολίς; Στους χίλιους ύπνους ένας βγαίνει ο ξυπνητός αλλά για πάντοτε.
Άρτεμις Άρτεμις κράτα μου τον σκύλο της σελήνης Δαγκώνει κυπαρίσσι και ανησυχούν οι Αιώνιοι Κοιμάται πιο βαθιά κείνος που έχει περιβραχεί απ’ την Ιστορία Μπρος μ’ ένα σπίρτο ας την ανάψεις σαν οινόπνευμα Ποίηση μόνον είναι Κείνο που απομένει. Ποίηση. Δίκαιη και ουσιαστική κι ευθεία Όπως μπορεί και να τη φαντασθήκαν οι πρωτόπλαστοι Δίκαιη στα στυφά του κήπου και στο ρολόι αλάθητη."
"Για δες τι σηκωμό σηκώνει μες στ' ατάραχα ο Σιρόκος ο ύπνιος· και πως στα δύο τα χωρίζει! Από τη μια μεριά ξυπνώ και κλαίω για τα που μου επάρθηκαν αθύρματα Και από την άλλη κοιμούμαι Τη στιγμή που ο Ελευθέριος φεύγει και η Ιωνία χάνεται"
26 σχόλια:
".Και μάθε ακόμα
πως το περίσσευμα απ΄ το παλιό του λάθος
κανείς δεν το χαρίζει σε κανέναν".
"ΧΡΟΝΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν.
Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ' ουρανού σαρώνοντας
η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου.
Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει.
Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου.
Που πρώτα θα κρατήσει τις αχτίδες του, σημάδι ότι καιρός να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση..."
-Ροδαμών και Ηβης γωνία κατοικει η μνήμη!
"Θάλασσα, πότε θελ ιδώ την όμοφη Ευρυκόμη;
"Πολύς καιρός επέρασε και δεν την είδα ακόμη.
Πόσες φορές κοιτάζοντας από το βράχο γέρνω
Και τον αφρό της θάλασσας για τα πανιά της παίρνω!
Φέρ' τηνε, τέλος, φέρ' τηνε". Αυτά ο Θύρσης λέει,
Και παίρνει από τη θάλασσα και τη φιλεί, και κλαίει.
Και δεν ηξέρει ο δύστυχος οπού φιλεί το κύμα
Εκείνο, που της έδωσε και θάνατο και μνήμα."
"Θες με ως σφραγίδα επί την καρδίαν σου ως σφραγίδα επί τον βραχίονά σου Ότι κραταιά ως θάνατος αγάπη σκληρός ως Άδης ζήλος..."
"..δεν ξέρεις πια ποιο βγήκε πρώτο προς το φως-
αν ο καθρέφτης ή η σέπια".
"...Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Εγώ που κάποτε σ' άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ' αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους
καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό
τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου..."
-στους πρίγκηπες, που κάποτε τους θεωρούσαμε βασιλιάδες!
"όλος ο χρόνος υπολογίζεται έξω απ' τη διάρκεια
εξορισμένος στα ημερολόγια
απ' όπου γυρνά θριαμβευτής να σε τρομάξει στις γιορτές
και σε εξαγοράζει πάλι δώρα φέροντας".
για όσους "δεν έχουν χρόνο"
"Δεν ωφελεί το παράπονο
Ίδια παντού θα' ναι η ζωή με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων
Με το τραγούδι των ληστών στα δάση των αρωμάτων
Με το μαχαίρι ενός καημού στα μάγουλα της ελπίδας
Με το μαράζι μιας άνοιξης στα φυλλοκάρδια του γκιώνη..."
-στις βασίλισσες,που κάποτε θεωρούσαμε πριγκηπέσσες!
"ο όσιος Βενέδικτος Σπινόζα
κρυμμένος στη γωνιά του μαλωμένου ραντεβού
με τα φεγγάρια ματογυάλια και το χαμόγελό του αγκίστρι
στο πουλοβεράκι της
κοιτά την Ιστορία που φουρκισμένη πλάτη φεύγει απομακρύνεται
που δεκάξι χρονών ή αιώνων δεν ανέχεται στησίματα δεν έχει χρόνο
αφήνοντάς του πόντο πόντο κάθε βήμα κόκκινη κλωστή
το νήμα της υπόσχεσης επίδωρο στη θέα
από το κωλαράκι της".
"Μια νύχτα θα ταξιδέψω για πάντα. Θ΄αγκαλιάσω με τα χέρια την πόλη και θα πνιγώ στη δίνη των χρωματιστών νερών
Θα 'ναι μια νάρκωση ή ο θάνατος, δεν ξέρω να πω. Μέσα στα δάκρυα δε θα καταλαβαίνω πια γιατί το θέλησα ούτε πού αστόχησα. Οι αποσκευές μου θα παρασύρουν το σώμα μέχρι τη θάλασσα, ως τους υφάλους, έξω απ' τον παλιό σταθμό. Άμμος και ξερολίθια
Σφυρίγματα των τραίνων κι ο κάμπος ολόγυρα και δε θα μπορέσω να καταλάβω γιατί ήσουν και καταδότης και συνεργός
Μες στη νεροσυρμή δε θα σε ξαναδώ ποτέ. Μια νύχτα θ' αγαπηθούμε για πάντα. Καθώς θάλασσα και ουρανός."
"Καμιά αφίσα ή τοίχος δε θα μαρτυρεί
το ελαφρό σου πέρασμα στη φλέβα
Πέφτεις σα σιγανή βροχή ανύποπτη
ανάμεσα στα ξεραμένα φύλλα
Καμιά σκαπάνη μουσικού δε θα σε βρει
τόσο βαθιά στο αίμα"
"κάθε τόσο απαντούν στα ιντεντικίτ
με φωτογραφική ανακρίβεια
ή ένστολου μνήμη ανορθόγραφη
στις στροφές της λεωφόρου,
αυτοκινημένοι, ακίνητοι,
ασάλευτοι
σαν για πορτρέτο διαβατήριου
θολό σε τράνζιτ κι υπό βροχήν
κάνουν στάση όσο
-σε κάποιο άλλο ποίημα-
η αδράνεια αποτυπώνει
το ολοκάθαρο φαγιούμ τους".
http://www.youtube.com/watch?v=poluURwuc8Q&feature=related
"Έχω μαζί μου μιά παλιά φωτογραφία.
Στέκεσαι απερίγραπτα αποφασιστικός,
προσπαθώντας να κατευνάσεις
τα πνεύματα που οχλαγωγούν στο βλέμμα σου,
σχεδόν χωρίς χείλη απ' την προσπάθεια,
σχεδόν χωρίς δάχτυλα από την οργή.
Μα τί περίμενες, λοιπόν;
Πώς να τα βγάλει πέρα ένας θεός, με τόση συννεφιά ψυχών;
Ένα φύσημα και θα χιονίσει όλεθρο, ξέρεις εσύ!
Εγώ, μιά σειρά παραπάνω, σκοτεινός μέσα στα μάτια
που δεν κατάλαβαν ποτέ τί πεινούσαν, τί διψούσαν,
τυφλός μέσα μου μέχρι τρέλας.
Κάτι μπορούσες να διαβάσεις, κάτι διάβασες,
δεν έμαθα ποτέ: λίγο το φως.
Δίπλα μου εκείνο το περίεργα φτερωτό κορίτσι,
κουρνιασμένο στα κεράσια των χειλιών του,
ν' ατενίζει ένα ελάφι φως στην κορυφή των ημερών μας."
(Γ.ΜΠΛΑΝΑΣ)
"Είχα γυρίσει σπίτι. Φύτευες δυό χέρια ευκάλυπτο,
κι ανάσαινα ένα στήθος απόγευμα
γεμάτο ψυχές εργατικές και τεμπέλικα μωρά.
Άνοιξες το βράδυ· φορούσα κατάσαρκα δροσιά
γεμάτη τριαντάφυλλα απ' τη μικρή αυλή. Κατάπια
δυό γλυκόξινα κεράσια, όταν μ' αγκάλιασες...
Ξέρω πως ο γέροντας ευκάλυπτος
δεν παλεύει με τον άνεμο πια,
μα ούτε εγώ με τα όνειρά μου.
Είμαι βέβαιη: η ψυχή πεθαίνει
όταν χάσει την αυλή, που ονειρεύτηκε συχνά
από χαρά ή απελπισία, από έρωτα ή δειλία.
Συντόμευε! Δική σου!"
(Γ.ΜΠΛΑΝΑΣ)
(..)οι φωτοσκιάσεις σου πέτυχαν το χτένισμα που ήθελες
και το γυαλί
αρπαγμένο στις άκρες
στα μέτρα της φωτογραφίας"(..)
Τα ρέστα σας δεν θα τα πάρετε;
επειδή είμαστε γενναιόδωροι σας τα αφήνουμε να πάρετε παγωτό.
έπιασαν και ζέστες.
Όχι. Ιούλιο-Αύγουστο θα σας χρειαστούν σίγουρα. Τα αφήνω για σας.
μεσαίων
χρωστούσα στον Εβραίο
χρωστούσα και στον Προβλεπτή
κι οι καταθέσεις μου στην Τράπεζα
του Αγίου Προκοπίου
δεν είδαν προκοπή
καλή μου κυριούλα Κανελλόριζα,
πολλή θεωρία κάνετε γύρω από το τίποτα-αν έχετε κανέναν καταρράχτη εκεί κοντά,
πετάξτε τις πενταροδεκάρες σας, να πάει στο διάβολο!
καλό σας μήνα:)
οι ωραίοι έχουν χρέη,Άγιέ μου.
( μήπως είσθε ο Άγιος που πληρώνει λογαριασμούς στο μπαρ το ναυάγιο;)
προσέξτε..μη σας ζητήσουν και σας τα..ρέστα.
Άγιε Βαρθολομαίε, μεγάλη η χάρη σου!Ευχαριστώ που διαβάζεις το μπλογκ μου, αλλά δε χρειάζεται και να το κλέβεις! Με ξένα κόλλυβα τη βγάζεις, μωρέ Άγιε; Λοιπόν περιμένω να αποδώσεις τον "μεσαίωνα" εκεί που ανήκει. Αλλιώς, το "ειδέναι" ευτελίζεις, που δε νομίζω να ευνοεί τη λογοκλοπή. Βέβαια, δεν το παρακολουθώ, αλλά κάποιο πουλάκι λάλησε...γλυκά. Δεν θα επανέλθω.
Αιμίλιος
είδατε που σας τα' λεγα;σας τα ζητούν τα ρέστα..
αν και μάλλον πρόκειται περί του αρχικού ποσού εδώ πέρα, απ' ό τι καταλαβαίνω.
"και έσονται οι δύο..", με εννοείτε φαντάζομαι.
υ.γ.μην απλώνεστε τόσο, έρχονται εποχές δύσκολες,
συγκεντρώστε τις οφειλές σας σε ένα δάνειο:)
"Ταλαντεύονται τα γεγονότα και στο τέλος πέφτουν πριν κι από τους
ανθρώπους
Αλλά φανό θυέλλης δεν έχει το σκοτάδι
Πού ‘ναι η Μίλητος πού είναι η Πέργαμος πού η Αττάλεια και πού
Η Κωνσταν Κωνσταντινο ντινοπολίς;
Στους χίλιους ύπνους ένας βγαίνει ο ξυπνητός αλλά για πάντοτε.
Άρτεμις Άρτεμις κράτα μου τον σκύλο της σελήνης
Δαγκώνει κυπαρίσσι και ανησυχούν οι Αιώνιοι
Κοιμάται πιο βαθιά κείνος που έχει περιβραχεί απ’ την Ιστορία
Μπρος μ’ ένα σπίρτο ας την ανάψεις σαν οινόπνευμα
Ποίηση μόνον είναι
Κείνο που απομένει. Ποίηση. Δίκαιη και ουσιαστική κι ευθεία
Όπως μπορεί και να τη φαντασθήκαν οι πρωτόπλαστοι
Δίκαιη στα στυφά του κήπου και στο ρολόι αλάθητη."
"Για δες τι σηκωμό σηκώνει μες στ' ατάραχα ο Σιρόκος ο ύπνιος·
και πως στα δύο τα χωρίζει!
Από τη μια μεριά ξυπνώ και κλαίω για τα που μου επάρθηκαν
αθύρματα
Και από την άλλη κοιμούμαι
Τη στιγμή που ο Ελευθέριος φεύγει και η Ιωνία χάνεται"
Δημοσίευση σχολίου