Πέμπτη, Απριλίου 14


"Η πόλη με οβελίες αλλού γιορτάζει.

Σταθμός Πελοποννήσου

κι απομεσήμερο του Πάσχα σε παγκάκι

μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε, μητέρα.

Είμαστε γέροι πια κι οι δυό

κι εγώ αφού γράφω ποιήματα

πιο γέρος.

Αλλά που πήγανε τόσοι δικοί μας;

Μέσα σε μια βδομάδα

δεν απόμεινε κανείς.

Ήταν Μεγάλη βέβαια

γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις-

θέλουν πολύ για να υποκύψουν

οι κοινοί θνητοί;

Έτσι ακριβώς, από τα Βάγια μέχρι σήμερα

θα ‘πρεπε κάπως να ‘χαμε κι εμείς χωρέσει.

Όμως το Πάσχα τέλειωσε, μητέρα.

Κι εμείς τι θ’ απογίνουμε

σ’ ένα παγκάκι

αθάνατοι

καθώς νυχτώνει;"

Γιάννης Βαρβέρης, ο Άνθρωπος ΜΌΝΟΣ, Κέδρος, 2009




3 σχόλια:

ο ποιητής του μύλου είπε...

"Αυτό το κερί που άναψα
περαστικός από τον οίκο Σου
δεν είναι η προσευχή μου
για να Σε φτάσει εκεί ψηλά
δεν είναι οι παρακλήσεις μου
ούτε βεβαίως καμιά ελπίδα
που εναπέθεσα σε Σένα.
Η καθαρότητα της ύλης του
δε συμβολίζει το ακηλίδωτο
της πρόθεσής μου
και η μαλακή του υφή
καθόλου δεν υπόσχεται
την εύπλαστη μεταστροφή μου
στη μετάνοια
όπως οι αλληγορίες εγγράμματων πιστών Σου
ξέρουν να τυλίγουν.

Μπορεί να μοιάζει μ’ όλα τα’ άλλα
όμως αυτό
ανάφτηκε για να Σου πει
πως ευτυχώς
στέκομαι εδώ αβοήθητος
και πως ακόμα
όσο μπορώ
θα λάμπω."

-για τις... θανάσιμες Πέμπτες του μύλου!

mitos είπε...

Ο Λάζαρος μετά το θαύμα

"Φρόντισες μέσα κι έξω από τη Βηθανία
όλοι να μάθουν την ανάστασή μου.
Τώρα, θύμα ενός θαύματος, για χρόνια περιφέρομαι
ένας ρακένδυτος που τον κοιτούν όλοι φιλύποπτα
αν πρέπει να τον πάρουν για τρελό ή να τον πιστέψουν.
Μα κι ο ίδιος πια δεν ξέρω τι, ποιος είμαι
χωρίς καν συγγενείς και φίλους που όλοι φοβηθήκαν
ή ζήλεψαν για τους δικούς τους- ποιος να ξέρει;
Ενώ Εσύ, ιδανικός Εσύ μες στην ανάστασή Σου
οριστική, γεμάτη δόξα κι ύμνους όπου γης
ποτέ δεν σκέφτηκες τι απέγινε
ο υπό αίρεση και προθεσμία αναστημένος Σου.

Ω ναι, δεν έπρεπε στο «Δεύρο έξω» να υπακούσω
μα την ειρηνική μου οδό αποσύνθεσης ν' ακολουθήσω
ταπεινά, σαν τους κοινούς θνητούς.
Τώρα σε τι Δευτέρα Παρουσία να πιστέψω
σε τι ανάσταση νεκρών
ανάμεσα σ' εξαίρεση ζωής
και στον κανόνα του θανάτου;
Και τέλος
πού να βρω δύναμη [προτού πεθάνω να πεισθώ
ότι στ' αλήθεια και για πάντα
θα πεθάνω;"

λαλον υδωρ είπε...

«Ομως η σιγή
-τέλειος χρησμός
- όχι, ουκ απέσβετο και λάλον ύδωρ».