Σάββατο, Μαρτίου 14
Ένα αδειανό πουκάμισο
Ένα αδειανό πουκάμισο. Σε μια καρέκλα, σε ένα σπίτι δίχως πόρτα. Οι σοβάδες ξεφτίζουν. Φύγαν και το ξεχάσαν; Δεν μπήκε ποτέ εξώπορτα; Μένουν έτσι εκεί; Ή όλα αυτά δεν είναι παρά μια ενδιαφέρουσα αφαιρετική σκηνοθεσία;
Οι απαντήσεις, όπως και οι ερωτήσεις, ίσως δεν έχουν καμία σημασία. Για ένα αδειανό πουκάμισο, για μια Ελένη. «Για ένα αδειανό πουκάμισο», ο πιο ποιητικός τίτλος εφημερίδας. Πρωτοσέλιδο στην «Αυγή» την εποχή των «Μακεδονικών», στις αρχές της δεκαετίας του ‘90.
Η μειοψηφία απαντούσε και τότε με ποίηση. Ένας πολιτικός «πρώτης γραμμής» εκείνη την εποχή, που όχι τυχαία είχε διατελέσει και δήμαρχος Θεσσαλονίκης, έλεγε σε συνέντευξή του ότι οι πολιτικοί δεν μπορεί να είναι ποιητές, «λαπάδες».
Η μειοψηφία έγινε πλειοψηφία, η ψυχή μας δεν ήταν ένα όνομα, αν και το πουκάμισο παρέμεινε αδειανό ακόμη και μετά από δέκα χρόνια. Ατύχησε και σε εκείνη την πρόβλεψή του ο πρωθυπουργός της εποχής.
Πλειοψηφίες, μειοψηφίες, ποσοστά. Καλά είναι τα διψήφια, αλλά τις μεγαλύτερες αλήθειες πολλές φορές τις λένε τα ανύπαρκτα. Εκείνοι που γυρίζουν την πλάτη τους στα γκάλοπ, δεν διαβάζουν τις κυλιόμενες, αλλά πίσω από τις λέξεις. Ανάμεσα στις γραμμές, που θα έλεγαν οι αγγλομαθείς, κρατώντας μόνο «εκείνον τον τρελό» που έγραφε ο δικός μας, ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Εκείνον που μπαίνει στις αντίπαλες παρατάξεις και διαλύει τις γραμμές των αντιπάλων. Μοναχικός. Μειοψηφικός. Αληθινός. Έχοντας δώσει όλα. Και τ’ άλογά του ακόμη.
Κρατώντας κάτι απ’ την ποίηση του Μπελιάφσκι, που δεν έγινε ποτέ παγκόσμιος πρωταθλητής. Την πινελιά σε έναν κρυμμένο τοίχο, που δεν έδειξε σε καμία γκαλερί. Την φλόγα μιας ιδέας που δεν διεκδίκησε. Την αντίσταση που δεν εξαγόρασε. Τα γραπτά που έγιναν πολλές φορές παρανάλωμα.
Όμως η πολιτικολογία αλλού πήγε την σκέψη. Η πρώτη εντύπωση απ’ την εικόνα δεν με οδηγούσε στα «Μακεδονικά», το σκάκι, την ποίηση, την ζωγραφική και τις άλλες πολιτικές κουβέντες…
Ένα αδειανό πουκάμισο που θα μπορούσε να ήταν στην «Καμπούλ» της Πάτρας, σε ένα ισόγειο της Κυψέλης, σε ένα αδιέξοδο του Ρέντη, σε ένα χωριό έξω απ’ τη Λάρισα.
Ένα αδειανό πουκάμισο, λευκό σιδερωμένο, που θα μπορούσε να φορέσει μια ηλιόλουστη μέρα βγαίνοντας στον «παράδεισο στη Δύση» ο ασιάτης πρόσφυγας. Μια Κυριακή πρωί στην πλατεία ο πενηντάρης άνεργος. Μια Παρασκευή στην αίθουσα που βαφτίζεται τζαμί ο μουσουλμάνος της διπλανής πόρτας. Και ακόμη η Ρωξάνη, αν καταφέρει να ξυπνήσει ή αν επιτέλους μπορέσει το προηγούμενο βράδυ, έστω για μια νύχτα, να μην δουλέψει στο κωλάδικο. Αλλά και ο Ραβέλ, που δεν θα μπορέσω ποτέ να θυμηθώ από ποιο Κονγκό είναι - Κινσάσα ή Μπραζαβίλ; - τη μέρα που θα πάρει επιτέλους άδεια παραμονής.
Ένα αδειανό πουκάμισο που θα μπορούσε να φορέσει ο καθένας. Ένα αδειανό πουκάμισο που μας χωράει όλους.
Απ την Αυγή 14/3/2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
4 σχόλια:
γκρέμισαν οι πόρτες, φίλε μου, και φάνηκε η γύμνια....
"Κι αν γύριζε ο χρόνος πισω στην αρχή
όπως γυρίζει πίσω μια βιντεοκασέτα
το ίδιο αδέξια,με την ίδια ταραχή
τα ίδια θα κάναμε,ασ'τα και γαμησέ τα."
(Τίτος Πατρίκιος)
Εσας και τους φίλους σας, σας περιμένω μια βραδιά στο ΜΥΛΟ,να σας ανταποδώσω το κέρασμα...
"Η πραγματικότητα φαγωμένη από τα έλκη της ιδεολογίας"
Στη marouska, την Πέμπτη τα λέμε.
Δημοσίευση σχολίου