Η Ελλάδα σήμερα δρέπει τα σκυθρωπά γεννήματα δύο δεκαετιών ασωτίας και δημόσιας διαφθοράς. Η πρακτική της εικοσαετίας αυτής είχε νομιμοποιηθεί στις συνειδήσεις των νεοελλήνων πολύ πριν η Ελλάδα αναδυθεί ως ανεξάρτητο κράτος. Οι εκσυγχρονιστικές προσπάθειες δυτικοφρόνων όπως οι Καποδίστριας, Μαυροκορδάτος, Τρικούπης, Βενιζέλος και Καραμανλής, κατάφεραν να κατασκευάσουν μια ευάλωτη κοινωνία πολιτών χωρίς να τιθασεύσουν το παντοδύναμο πελατειακό κράτος και τους πολιτικούς του τροφοδότες. Στη δεκαετία του 1980 συντελείται για πρώτη φορά η λαϊκιστική εκπεφρασμένη νομιμοποίηση της παραβατικότητας. Σ’ αυτήν συνεισφέρουν με τα δικά τους πρότυπα και τα αριστερά κόμματα («Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη») και όσοι ακόμα θα ήθελαν να ιδιοποιηθούν το κρατικό κέρας της Αμαλθείας.
Θα προσπαθήσω από τη στήλη αυτή (κατά το παράδειγμα των Παγουλάτου και Ψαλιδόπουλου) να αναζητήσω τις πηγές της ελληνικής ανομίας και μιας φιλολογίας που άθελά της επιβεβαιώνει και επιβραβεύει το καθεστώς αυτό.
Τα «Απομνημονεύματα» του στρατηγού Μακρυγιάννη δημοσιεύτηκαν από τον Γιάννη Βλαχογιάννη το 1907 και έγιναν αντικείμενο άμετρου θαυμασμού από συγχρόνους και μεταγενέστερους ποιητές και διανοούμενους. Ο Παλαμάς, ο Θεοτοκάς, ο Σεφέρης, ο Λορεντζάτος και πολλοί άλλοι ανακάλυψαν στον Ρουμελιώτη οπλαρχηγό τη γνησιότητα του άθικτου από την εκπαίδευση λαϊκού λόγου και στοχασμού. Ο ίδιος ο Βλαχογιάννης, που βρήκε το χειρόγραφο των απομνημονευμάτων και μετέγραψε τη δυσανάγνωστη γραφή του συγγραφέα τους, διατύπωνε αμφιβολίες για την αντικειμενικότητα του Μακρυγιάννη. Αργότερα, όταν έκανε την εμφάνισή του το δεύτερο χειρόγραφο, ο Βλαχογιάννης εμπιστεύθηκε στον Θεοτοκά ότι επρόκειτο για το έργο ενός τρελού. Ωστόσο, όταν το χειρόγραφο αυτό εκδόθηκε το 1983 από το Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τράπεζας με τον τίτλο «Οράματα και Θάματα» και γνώρισε μεγάλη δημοσιότητα, ο Γιώργος Σαββίδης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ζήτησε από την Εκκλησία της Ελλάδος να κάνει τον Μακρυγιάννη άγιο! Ποια σχέση μπορεί να είχαν οι κάθε άλλο παρά θρησκευόμενοι οπαδοί του δυτικού τρόπου σκέψης στην Ελλάδα με τον γνήσιο πράγματι εκπρόσωπο μιας Ελλάδας που οι ίδιοι πάσχιζαν να μεταμορφώσουν; Βέβαια, η αρχή των δημοτικιστών να αγκαλιάζουν καθετί το «απελέκητο» και λαϊκό, οδηγεί τον Σεφέρη στα θαυμαστικά του σχόλια για τον αγράμματο αγωνιστή, που απαξιώνουν όμως τα προϊόντα της ελληνικής εκπαίδευσης.
Ανεξάρτητα από τη λογοτεχνική αξία του λόγου του, ο Μακρυγιάννης περιγράφει με ακρίβεια στα απομνημονεύματά του μια κοινωνία με άφθονη λεβεντιά αλλά χωρίς νόμους, αρχές και συνέπεια, εκτός από την προαγωγή των συμφερόντων της οικογένειας, της ομάδας των ημετέρων και της πολιτικής φατρίας, δηλαδή της πατρίδας όπως τη φανταζόταν ο καθένας. Η κατακερματισμένη αυτή κοινωνία καθορίζει τελικά τη λειτουργία του ελληνικού κράτους.
Η γνησιότητα της καταγραφής αυτού του καθεστώτος από τον Μακρυγιάννη είναι δυνατό να γίνει αντιληπτή μέσα από μια ανθρωπολογική ανάγνωση του έργου του. Η ιστορική ανάγνωση δεν αποδίδει παρά μόνο τη λοξή οπτική γωνία ενός δευτεραγωνιστή των γεγονότων της Επανάστασης και μάλιστα από το στρατόπεδο της ρουμελιώτικης φατρίας του εμφυλίου πολέμου και ενός εκ των πρώτων μισθοφόρων της κρατικής εξουσίας που είχε έδρα της το Μεσολόγγι. Ο Μακρυγιάννης, ως ιστορικός, είναι απολογητής μιας συγκεκριμένης μερίδας του εμφυλίου και κακολογεί τους επιφανέστερους αντιπάλους του, όπως τον Κολοκοτρώνη, τον Παπαφλέσσα και τον Ζαΐμη, μεταξύ άλλων.
Η ανθρωπολογική ανάγνωση του έργου είναι δυνατή αν χρησιμοποιήσει ο αναγνώστης τα εργαλεία που του προσφέρει η έγκυρη περιγραφή μιας παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας του εικοστού αιώνα από τον John K. Campbell (Honour, Family and Patronage. A study of Institutions and Moral Values in a Greek Mountain Community, Oxford University Press, 1964).
1 σχόλιο:
Μακρυγιάννης: μια νέα ανάγνωση
Tου Θανου Bερεμη
Η Ελλάδα σήμερα δρέπει τα σκυθρωπά γεννήματα δύο δεκαετιών ασωτίας και δημόσιας διαφθοράς. Η πρακτική της εικοσαετίας αυτής είχε νομιμοποιηθεί στις συνειδήσεις των νεοελλήνων πολύ πριν η Ελλάδα αναδυθεί ως ανεξάρτητο κράτος. Οι εκσυγχρονιστικές προσπάθειες δυτικοφρόνων όπως οι Καποδίστριας, Μαυροκορδάτος, Τρικούπης, Βενιζέλος και Καραμανλής, κατάφεραν να κατασκευάσουν μια ευάλωτη κοινωνία πολιτών χωρίς να τιθασεύσουν το παντοδύναμο πελατειακό κράτος και τους πολιτικούς του τροφοδότες. Στη δεκαετία του 1980 συντελείται για πρώτη φορά η λαϊκιστική εκπεφρασμένη νομιμοποίηση της παραβατικότητας. Σ’ αυτήν συνεισφέρουν με τα δικά τους πρότυπα και τα αριστερά κόμματα («Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη») και όσοι ακόμα θα ήθελαν να ιδιοποιηθούν το κρατικό κέρας της Αμαλθείας.
Θα προσπαθήσω από τη στήλη αυτή (κατά το παράδειγμα των Παγουλάτου και Ψαλιδόπουλου) να αναζητήσω τις πηγές της ελληνικής ανομίας και μιας φιλολογίας που άθελά της επιβεβαιώνει και επιβραβεύει το καθεστώς αυτό.
Τα «Απομνημονεύματα» του στρατηγού Μακρυγιάννη δημοσιεύτηκαν από τον Γιάννη Βλαχογιάννη το 1907 και έγιναν αντικείμενο άμετρου θαυμασμού από συγχρόνους και μεταγενέστερους ποιητές και διανοούμενους. Ο Παλαμάς, ο Θεοτοκάς, ο Σεφέρης, ο Λορεντζάτος και πολλοί άλλοι ανακάλυψαν στον Ρουμελιώτη οπλαρχηγό τη γνησιότητα του άθικτου από την εκπαίδευση λαϊκού λόγου και στοχασμού. Ο ίδιος ο Βλαχογιάννης, που βρήκε το χειρόγραφο των απομνημονευμάτων και μετέγραψε τη δυσανάγνωστη γραφή του συγγραφέα τους, διατύπωνε αμφιβολίες για την αντικειμενικότητα του Μακρυγιάννη. Αργότερα, όταν έκανε την εμφάνισή του το δεύτερο χειρόγραφο, ο Βλαχογιάννης εμπιστεύθηκε στον Θεοτοκά ότι επρόκειτο για το έργο ενός τρελού. Ωστόσο, όταν το χειρόγραφο αυτό εκδόθηκε το 1983 από το Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τράπεζας με τον τίτλο «Οράματα και Θάματα» και γνώρισε μεγάλη δημοσιότητα, ο Γιώργος Σαββίδης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ζήτησε από την Εκκλησία της Ελλάδος να κάνει τον Μακρυγιάννη άγιο! Ποια σχέση μπορεί να είχαν οι κάθε άλλο παρά θρησκευόμενοι οπαδοί του δυτικού τρόπου σκέψης στην Ελλάδα με τον γνήσιο πράγματι εκπρόσωπο μιας Ελλάδας που οι ίδιοι πάσχιζαν να μεταμορφώσουν; Βέβαια, η αρχή των δημοτικιστών να αγκαλιάζουν καθετί το «απελέκητο» και λαϊκό, οδηγεί τον Σεφέρη στα θαυμαστικά του σχόλια για τον αγράμματο αγωνιστή, που απαξιώνουν όμως τα προϊόντα της ελληνικής εκπαίδευσης.
Ανεξάρτητα από τη λογοτεχνική αξία του λόγου του, ο Μακρυγιάννης περιγράφει με ακρίβεια στα απομνημονεύματά του μια κοινωνία με άφθονη λεβεντιά αλλά χωρίς νόμους, αρχές και συνέπεια, εκτός από την προαγωγή των συμφερόντων της οικογένειας, της ομάδας των ημετέρων και της πολιτικής φατρίας, δηλαδή της πατρίδας όπως τη φανταζόταν ο καθένας. Η κατακερματισμένη αυτή κοινωνία καθορίζει τελικά τη λειτουργία του ελληνικού κράτους.
Η γνησιότητα της καταγραφής αυτού του καθεστώτος από τον Μακρυγιάννη είναι δυνατό να γίνει αντιληπτή μέσα από μια ανθρωπολογική ανάγνωση του έργου του. Η ιστορική ανάγνωση δεν αποδίδει παρά μόνο τη λοξή οπτική γωνία ενός δευτεραγωνιστή των γεγονότων της Επανάστασης και μάλιστα από το στρατόπεδο της ρουμελιώτικης φατρίας του εμφυλίου πολέμου και ενός εκ των πρώτων μισθοφόρων της κρατικής εξουσίας που είχε έδρα της το Μεσολόγγι. Ο Μακρυγιάννης, ως ιστορικός, είναι απολογητής μιας συγκεκριμένης μερίδας του εμφυλίου και κακολογεί τους επιφανέστερους αντιπάλους του, όπως τον Κολοκοτρώνη, τον Παπαφλέσσα και τον Ζαΐμη, μεταξύ άλλων.
Η ανθρωπολογική ανάγνωση του έργου είναι δυνατή αν χρησιμοποιήσει ο αναγνώστης τα εργαλεία που του προσφέρει η έγκυρη περιγραφή μιας παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας του εικοστού αιώνα από τον John K. Campbell (Honour, Family and Patronage. A study of Institutions and Moral Values in a Greek Mountain Community, Oxford University Press, 1964).
Δημοσίευση σχολίου