ΒΑΒΥΛΩΝ Η ΜΕΓΑΛΗ
Σάλπιγγες από ανάερο Σικελιανό
φλάουτο από ανύπαντρο Καρυωτάκη.
/Στο φινάλε τι συνοδεύει τέτοιαν ώρα
τις νυχτιάτικες κιθάρες…/.
Να το θέρος – ο έναστρος Ήφαιστος – ανοίγοντας
ακρεούργητα ζητήματα μωρίας-:
οι άθλιοι ευημεριστές
νοικιάζουν έναν ήλιο κρετίνο στα νησάκια τους
μια θάλασσα φορεμένη
στα σχέδια του χειμώνα.
Ξεδιαλέγοντας άναυδο τα βράδυα σχηματίζω τις φράσεις
ποτίζοντας άνηθο ανασταίνω τα ήθη.
Δεν ξέρεις από έλευση ζωής
κάπηλε χτηματία του χρόνου
δεν-ξέρεις-αριθμοσύνη.
Θ’ αποτελέσει θρίαμβο στα πιανίσιμα του μέλλοντος
που κάπνιζα τις συλλαβές σκοτώνοντας
ζωύφια-δευτερόλεπτα.
Δε βαριέσαι; Τι Επίκτητος να σεργιανάς
τι σωστά ντυμένος Αλ Καπόνε
με τη φαρδειά κορδέλα σου στο καπέλο σου
με ρόδινες χοντρές γραβάτες…
Το γεγονός είναι ένα -: θα πεθάνεις.
Χάσμα ο Σούμπερτ ανεξιχνίαστο.
ΦΑΡΕΤΡΙΟΝ (1981), Νίκος Καρούζος
21 σχόλια:
Σχόλιο 14
Αγαπητέ mitos,
το βάζω ως 14ο σχόλιο στην προηγούμενη ανάρτηση.
ευκίνητοι διάδρομοι
βρέχει τρεις μέρες τώρα
θα γυρίσουν οι λαμπαδηδρόμοι
με τις δάδες τους σβησμένες
κι όμως καθένας θ’ απαγγείλει
το νενίκηκα που αποστήθισε
στα παιδικά του χρόνια
κι έπειτα θα βγει
απó την πίσω πόρτα των καμαρινιών
σε μια νύχτα
μ’ όλους τους διακόπτες χαλασμένους
παρακαλώ αφήστε
τις ειρωνίες σας στην ομπρελοθήκη
η στολή αξίζει
περισσότερο από τον θεατρίνο
θα τη φορέσουν κι άλλοι
το πανί της δοκίμασε
πολλούς ανέμους στ’ ανοιχτά
πολλά σώματαπου σηκώσαμε πνιγμένα
απ’ το ποτάμι
κι ας μην ξεχνάμε
είπε ο Αιμίλιος
κάθε φορά που σφάζουν
ο γραφιάς ξύνει τα μολύβια του
Βασίλης Πολύζος, «12+1 μοναχικά ποιήματα», Εριφύλη 2005
"η σκιά της λίμνης
απλώνονταν μέσ' στο δωμάτιο
και κάτω από κάθε καρέκλα
κι' ακόμη κάτω απ' το τραπέζι
και πίσω απ' τα βιβλία
και μέσ' στα σκοτεινά βλέμματα
των γύψινων προπλασμάτων
ακούγονταν σαν ψίθυρος
το τραγούδι της
μυστικής ορχήστρας
του νεκρού ποιητή
και τότε μπήκε η γυναίκα που περίμενα
τόσον καιρό
ολόγυμνη
μέσ' στ' άσπρα ντυμένη
κάτω απ' το φως του φεγγαριού
με τα μαλλιά λυμένα
με κάτι μακριά πράσινα χορτάρια μέσα στα μάτια
που κυματίζανε αργά
ωσάν τις υποσχέσεις
που δεν δοθήκανε ποτές
σε μακρινές άγνωστες πόλεις
και σ' άδεια
ερειπωμένα
εργοστάσια
κι' έλεγα να χαθώ κι' εγώ
σαν το νεκρό ποιητή
μέσα στα μακριά
μαλλιά της
με κάτι λουλούδια
π' ανοίγουν το
βράδυ
και
κλείνουν
το πρωί
με κάτι ψάρια ξερά
που κρέμασαν
μ' ένα σπάγγο
ψηλά
στην καρβουναποθήκη
κι' έτσι να φύγω
μακριά
απ' την οχλαγωγή
και το θόρυβο
του σκοπευτηρίου
να φύγω μακριά
μέσ' στα σπασμένα
τζάμια
και να ζήσω
αιώνια
πάνω στο ταβάνι
έχοντας όμως
πάντα
μέσα στα μάτια
τα μυστικά τραγούδια
της νεκρής ορχήστρας
του
ποιητή."
"..Η κωμωδία παίζεται στο σύνολο της γεωγραφίας
κι ανελέητα η ζωή πολιορκεί
τα νεκροταφεία με μαρμαράδικα.."Ν.Κ
στον Αιμ
στο mitos
Η ΑΜΑΖΟΝΑ
Οδηγεί σαν να κοσκινίζει. Τ’ αμάξι της, άρτε πόβερα
της πρώην μορφής και κόστους του.
Μα για το στρίγγλισμα των φρένων
(η διάλεκτός της πλέον),
θα κατέληγα προφυλακτήρας
καθώς βάδιζα, οι σκέψεις μου
γκραφίτι στον τοίχο του ανέμου.
«Να σε πάω κάπου;» φώναξε,
αδιάζοντας τη φωνή της από τ’ αμάξι
μέσα στην πραγματικότητα που με περιείχε.
«Μέχρι τη γωνιά πάω, ν’ αγοράσω εφημερίδα,»
απάντησα, δείχνοντάς της πώς χαμογελώ.
Πάτησε γκάζι κι έφυγε, λες με άκρως απόρρητο μυστικό.
Δεν ξέρω γιατί την φαντάστηκα να μουρμουρίζει μόνη της
«Τι με νοιάζει πώς ζεις δίχως εμένα».
Γιάννης Γκούμας
Αρετή, αυτή η ευτυχής συνάντησή μας
κοντά στο μύλο μου φέρνει στο νου το άνοιγμα του Μάκβεθ με τις τρεις μάγισσες!
1η Μάγισσα: Πότε θα ξανανταμώσουμε εμείς οι τρεις; Στον κεραυνό, στην αστραπή ή στη βροχή;
2η Μάγισσα: Άμα τελειώσει η χλαπαταγή, άμα η μάχη χαθεί και κερδηθεί.
3η Μάγισσα: Αυτό πριν πέσει ο ήλιος θα γενεί.
Ο ήλιος έπεσε. Good night, sleep tight, όπως είπε ο Αιμίλιος στην Κοντεσίνα.
Αιμ
mitos,
νομίζω ότι πρέπει να φοβόμαστε τις αμαζόνες , ιδιαίτερα όταν κρατάνε τιμόνι.
Αιμ..
ο ήλιος έπεσε.
ήδη.
είδατε κάτι που δε είδα;
( αλλά και να είδατε, σεις είσθε ποιητής..)
"Φόρεσε τη γύφτικη, την τσίγκινη πανοπλία, κι' έγειρε, κι' εξαπλώθηκε πάνω στο νέο, το λαμπρό καταπράσινο χορτάρι, μέσα στη λεπτή θαλπωρή του ανοιξιάτικου μεσημεριού. Kάτι ψίθυροι, όμως, που έρχουνταν απ' έξω, δεν τον αφίνανε να μπη βαθειά στην ηδονή του γλυκά γαλάζιου ουρανού, να χαρή τα δυο μικρά άσπρα σύννεφα που αρμενίζανε μακρυά, στην άκρη του ορίζοντα. Eίτανε κει και δυο πανύψηλες ωραίες λεύκες. Πραγματικά, επί του βορεινού τοίχου υπήρχε βαρύ παραπέτασμα που έκρυφτε πόρτα (δεν είταν, άλλωστε, μυστικό). Σε λίγο η πόρτα άνοιξε, το παραπέτασμα ανεσύρθη, και στο άνοιγμα εμφανίστηκε άνθρωπος τηβεννηφόρος. "Πού βρισκόμαστε;" ερώτησε. O ποιητής εσηκώθηκε, πλησίασε το φιλιστρίνι, κι' ενώ με το δεξί χέρι χάιδευε τη χαίτη του λιονταριού, έρριξε όξω μια ματιά. "Πλησιάζουμε", είταν ακριβώς οι λέξεις που είπε, "πλησιάζουμε στη Bηρυτό", κι' απότομα δίνει μια, και γυρνάει τη βρύση, κι' ανοίγουν οι κρουνοί, κι' αρχίζουν πια τα νερά να τρέχουνε, να κατακλύζουν τα πάντα, ν' ανεβαίνουν ανησυχητικά. Tότε ορμά, χουφτιάζει τους μαστούς της, και την φιλά παράφορα στο στόμα. Mια φλόγα αισθάνθηκε ξαφνικά ν' απλώνεται στα σωθικά του, μια πύρινη στεφάνη να τον ζώνη στα νεφρά, ενώ άρχιζε η ανηλεής ανόρθωση του πέους. AYTOΣ O ΦAΛΛOΣ, μαρμάρινος, εστήθηκε σ' ακρογιάλι, κι' έρχουνταν όλες τις ώρες της ημέρας χοροί κοριτσιών, στεφανωμένα με λουλούδια, και τραγουδούσαν αγκαλιασμένες. Άλλες πιανόντουσαν απ' τα χέρια και κάμνανε κύκλους γύρω απ' το είδωλο, με κάτι αργούς βηματισμούς, κι' όλο το τραγούδι : αργό, και σοβαρό, κι' ευγενικό. Mια κόρη ξεμάκρυνε απ' το χορό, γονάτισε χάμω, και κούρδιζε το γραμμόφωνο. O ποιητής, πάλι εκεί. "Xλωμότερος κι' από τη Σελήνη", της είπε."
στις εκρήξεις ηφαιστείων απαιτείται σχετική απόσταση.
κίνδυνος λάβας.
στις εκρήξεις των θαμώνων του μύλου
ενδιαφέρον θα αποκτούσε το εκ του σύνεγγυς-
φαλλικές συναναστροφές.
"Bρυκόλακες αλαλάζοντες και σιδηροπαγείς αύραι μού έφεραν χτες, περί το μεσονύκτιον, μεσουρανούντος του ηλίου της δικαιοσύνης, το μήνυμα του Nτάντε Γκαμπριέλ Pοσσέτη, του Isidore Ducasse και του Παναγή του Kουταλιανού. H πίκρα μου στάθηκε μεγάλη ! Mέχρι της στιγμής εκείνης επίστευα εις τα προφητικά οράματα των τορναδόρων, πρόσμενα τους χρησμούς των αλλοφρόνων ιππέων, προσδοκούσα τας μεταφυσικάς επεμβάσεις των αγαλμάτων. Mε γαλήνευε η ιδέα του πτώματός μου. H μόνη μου χαρά ήτανε οι πλόκαμοι των μαλλιών της. Έσκυβα ευλαβικά και φιλούσα την άκρια των δακτύλων της. Παιδί ακόμα, στην δύσιν του ηλίου, έτρεχα ωσάν τρελλός να προφτάσω να κλέψω, πριν νυχτώση, τα λησμονημένα σκιάχτρα μέσ' απ' τα χωράφια. Kαι όμως την έχασα, μπορώ να πω μέσ' απ' τα χέρια μου, ωσάν να μην ήταν ποτές παρά ένα απατηλόν όραμα, παρά ένα κοινότατο σφυρί. Στη θέση της βρέθηκε μονάχα ένας καθρέπτης. Kι' όταν έσκυψα να δω μέσα σ' αυτόν τον καθρέφτη, δεν είδ' άλλο τίποτες παρά μόνο δύο μικρά λιθάρια : το ένα ελέγετο Πολυξένη, και το άλλο, Πολυξένη επίσης..."
(ΣΤΗΝ ΠΕΝΘΕΣΙΛΕΙΑ)
"ε! όχι και να λογίζεται
καλός ορύκτης
κειός που καταχωνιάζει
βαθιά στα έγκατα της γης
την πάσα αλήθεια
το κάθε μυστικό
την όποια λύση!
[...]
και ναν το πάρουμε τελειωτικά
απόφαση:
η σάρκα ―ναι― είν’ πρόθυμη
όμως το πνεύμα
φορές-φορές
―ωϊμέ―
είν’ ασθενές".
στο θαμώνα του μύλου( είστε πολύ ερεθιστική παρέα)
προς Πενθεσιλεια
Σας προσκαλούμε στο Μύλο, για εκ του σύνεγγυς φαλλικές συναναστροφές!!!
η περαστική με καλεί, έτσι;
πολύ μ' αρέσει-εσείς ως τι θα λάβετε μέρος στις συναναστροφές;;ως εκτιμήτρια να υποθέσω.
λοιπόν, μ' αρέσετε και θα έρθω.
χρόνος, τόπος, γεγονός:αναλυτικά παρακαλώ..μην κουβαλιέμαι με το άλογο και τρέχω ΑΛ( άνευ λόγου)
"μέσα στο δάσος
εκεί όπου ανάμεσα απ' τα πυκνά κλαργιά
φτάνει λίγο φως
απ' τον βαρύ ουρανό
κοντά στο χώμα
που το σκεπάζει
παχύ στρώμα
σάπια φύλλα
σε μια κλάρα χαμηλή
κάθεται ένα
π ο υ λ ί
ένα πουλί
πολύ
περίεργο:
σα μαδημένο
σα σκεφτικό
έ ν α π α λ ι ό π ο υ λ ί
τι να σκέπτεται άραγες
αυτό το πουλί
το παλιό
στο σκοτάδι;
αχ! τίποτα
δε σκέπτεται απολύτως τίποτα!
απλούστατα
συνέλαβε δι' αυτήν
ένοχον
πάθος."
"μία φορά ήμουν πουλί
και με ζηλεύανε πολλοί
πουλί, πουλί και κελαηδούσα
και με τι χαρά πετούσα.."
οι γύφτισσες είναι ―βέβαια― τρεις:
η μία λέγεται Θοδώρα
η άλλη Σουλτάνα
και η τρίτη
είναι
ο στρατηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
«Ανδανιεύς», 6-11. Η επιστροφή των πουλιών, 1946. Ποιήματα, Β΄. Ίκαρος, 1977. 93.
εσείς, συναναστροφέα, να υποθέσω, των φαλλικών διαδικασιών( λόγω ενόχου πάθους το συμπέρασμα..)πολύ μ' αρέσετε..και σεις!!!
"θαν την τσακίσω εγώ
τη νοσταλγία σου
θα μαχαιρώσω
τη μυστική σου
χαρά
με τ' άσπρα μου
πουλιά
που ζουν
και φτερουγίζουν
μέσα
στα
μάτια σου."
"μια γυναίκα ξεγυμνώνεται
μέσα σ' ένα θόρυβο
από κροταλίες
και σπέρνει τα μάτια της
και σπέρνει τα βυζιά της
κάνει τις μανάδες να κλαιν
κάνει τ' άλογα να χλιμιντρούν
σταματά τα ρολόγια
νεκρώνει τους ουρανούς
σέρνει τα βίντσια του κορσέ της
βάφει μεταφυσικά τη λειψανοθήκη του ωραίου πυγμάχου
ορκίζεται στην απώλεια του έρωτος
και η αύριον;
τίποτε: δεν υπάρχει νύχτα χωρίς τα χαλάζια της."
-στον ποιητή του μύλου
μιλάμε..για μεγάλη παρέα..
στην γκαρσόνα( οι κυρίες προηγούνται), στο νοσταλγό και στον ποιητή( φυσικά):
"Είναι οι πόθοι μιναρέδες στυλωμένοι
Λάμψεις του μουεζίνη στην κορφή τους
Φωτοβολίδες των κραυγών της οικουμένης
Πυγολαμπίδες σε συρτάρια κορασίδων
Που κατοικούν σε ακρογιαλιές μέσα σ’ επαύλεις
Και τρέχουν με ποδήλατα σε κήπους
Άλλες γυμνές άλλες ημίγυμνες κι άλλες φορώντας
Φορέματα με φραμπαλάδες και μποτίνια
Που στίλβουν την ημέρα και την νύχτα
Όπως τα στήθη τους την ώρα που βουτάνε
Μες στον αφρό της θάλασσας".
[...] αρέσει στον ποιητή
ν’ απομονώνεται
σε μιαν υπερήφανη
–και γαλάζια–
μοναξιά
εκεί
σ’ αυτό το έρμο
ακροθαλάσσι
είναι π’ ανάφτουν τη
νύχτα τα
φανάρια
που παραπλανούν
τους ναυτικούς
εκεί γίνεται η
σκέψις
μια φλογισμένη ρόδα
που κυλάει
στον ορίζοντα [...]
-στους μυσταγωγούς πότες του μύλου
Οβριά κι η μοίρα των ερώτων του μύ-λ-ου.
"Όλοι μου φωνάζουν:
παραδόσου!
Αλλά εγώ δεν παραδίδομαι. Αρκούμαι να παραδίδω μαθήματα Αγγλικής γλώσσης δις, ή και τρις ακόμη της εβδομάδος, εις τας θνησιγενείς ραπτομηχανάς των επάλξεων..."
αλίμονο εάν δεν τηρούνται οι απαραίτητες αποστάσεις ασφαλείας.
"πού να βρω έναν ποιητή με αίμα φωτιά στα σωθικά του";ανέκραξεν η πτωχή Οβριά..
κι η ηχώ της αποκρίθηκε-ν..
χαχαχα
Δημοσίευση σχολίου