Είναι οι πόθοι μιναρέδες στυλωμένοι
Λάμψεις του μουεζίνη στην κορφή τους
Φωτοβολίδες των κραυγών της οικουμένης
Πυγολαμπίδες σε συρτάρια κορασίδων
Που κατοικούν σε ακρογιαλιές μέσα σ’ επαύλεις
Και τρέχουν με ποδήλατα σε κήπους
Φορέματα με φραμπαλάδες και μποτίνια
Που στίλβουν την ημέρα και την νύχτα
Όπως τα στήθη τους την ώρα που βουτάνε
Μέσ’ στον αφρό της θάλασας.
Ανδρέας Εμπειρίκος, «Ενδοχώρα»,
Στης Πενθεσίλειας το σπαθί.
14 σχόλια:
«θυμάμαι σαν και τώρα
είπε ο Αιμίλιος
το βράδυ εκείνο που είδαμε
στην πολυθρόνα του παππού
το φάντασμά του
ήταν φτυστός ο Αντρέας Εμπειρίκος
μόνο μας φάνηκε κάπως
πιο χλωμός του συνήθους
και σύννους σε βαθμό συνουσίας
αμίλητος
σαν το σταματημένο ρολόι στον τοίχο
..............................»
Β.Π. Προς Ρωμαίους 2003,
«συνειρμοί»
"Να συλλογιέμαι εγώ και ήσκιους να καταπίνω
μέσα στην άπατη μοναξιά.
Μα εσύ να είσαι μακριά κάπου,
κι απ' ότι ζωντανό πιο πέρα ακόμα.
Να συλλογιέμαι, να λευτερώνω πουλιά, να εκπορεύω εικόνες,
να καταχωνιάζω φανούς και λαμπάδες στα έγκατα.
Καμπαναριό μου με τη καταχνιά και τις αντάρες,
εκειδά πέρα, εκειδά πέρα, αλάργα!
Να φορτώνω εγώ δίφρους με θρηνωδίες,
ν' αλέθω εδώ ελπίδες σκυθρωπές,
ο αμίλητος εγώ μυλωνάς,
και σένα να σε κουκουλώνει η νύχτα,
έξω μακριά απ' τη πόλη."
"Όλη τη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου κοντά στη θάλασσα, στο νησί. Ήσουν άγρια και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή και στον ύπνο ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.
Ίσως πολύ αργά ενώθηκαν τα όνειρά μας, στα ψηλά ή στα βαθιά, στα ψηλά σαν κλαδιά που κουνάει ο ίδιος άνεμος, στα χαμηλά σαν κόκκινες ρίζες που αγγίζονται.
Ίσως το όνειρό σου χωρίστηκε από το δικό μου και στη σκοτεινή θάλασσα με έψαχνε όπως πρώτα υπήρχες όταν δεν ακόμα, όταν χωρίς να σε διακρίνω έπλεα στο πλάι σου, και τα μάτια σου έψαχναν αυτό που τώρα - ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό - σου δίνω με γεμάτα χέρια, γιατί εσύ είσαι το κύπελλο που περίμενε τα δώρα της ζωής μου.
Κοιμήθηκα μαζί σου όλη τη νύχτα, ενώ η σκοτεινή γη γυρίζει με ζωντανούς και νεκρούς, και σαν ξύπνησα ξάφνου καταμεσής στη σκιά το μπράτσο μου τύλιγε τη μέση σου. Ούτε η νύχτα, ούτε ο ύπνος μπόρεσαν να μας χωρίσουν.
Κοιμήθηκα μαζί σου και ξύπνησα με το στόμα σου βγαλμένο από τον ύπνο να μου δίνει τη γεύση από τη γη, από τη θάλασσα, από τα φύκια, από το βάθος της ζωής σου, και δέχτηκα το φιλί σου μουσκεμένο από την αυγή σαν να έφθανε από τη θάλασσα που μας περιβάλλει."
O Θίασος
Ρόλοι κι αισθήματα σ’ αρχαία διανομή
γέρος ο χρόνος σαν μουγκός υποβολέας
μπουλούκια οι έρωτες σε άγονη γραμμή
να σε τυφλώνει ο καπνός κι ο προβολέας
Ξεφτίλα χρώματα κι η πρόβα στα σκαλιά
και στις κουίντες ο καιρός ο θεατρώνης
πόσο μ΄αγάπησες με ψεύτικα φιλιά
και με το ρόλο με πουλάς της Αντιγόνης
Οι μάσκες πρόσωπα με μάτια ανοιχτά
μπήγουν τα νύχια τους βαθιά στο μέτωπό μου
δυο μεροκάματα το μήνα αρπαχτά
δέκα τσιγάρα το πολύ το μερτικό μου
Τα καμαρίνια με δυο μέτρα κουρελού
πούδρες και μάσκαρα και κόκκινα κραγιόνια
στα Παναθήναια η δόξα του φαλλού
στίβα πηγαίναμε στα βρώμικα βαγόνια
Μητέρα νύχτα μου λεχώνα μου σιωπή
στην Τρίτη Πράξη και ο ρόλος του θανάτου
αυλαία γύφτισσα στο τέλος ποιος θα πει
σ’ ένα μπορντέλο στην παλιά Ακομινάτου
Άδεια τραγούδια με σαράντα πυρετό
όταν πεθάνω να με θάψετε στη Θήβα
σαν τον Οιδίποδα τυφλός να περπατώ
η μοίρα είναι του θιάσου μας η ντίβα
Αυτός ο θίασος απόψε θα καεί
και στον εξώστη θα λεγάει η γαλαρία
μονάχοι μού πες πως πεθαίνουν κι οι θεοί
και των ανθρώπων πως τελειώνει η ιστορία
Δημήτρης Λέντζος
στο θαμώνα του μύλου, στην κόψη πάνω
"Σκυφτός στο δειλινό ρίχνω τα δίχτυα μου θλιμμένα
στα ωκεάνεια μάτια σου.
Εκεί αποσύρεται και φλέγεται μέσα στην πιό ψηλή φωτιά
η μοναξιά μου που τινάζει τα χέρια της σα ναυαγός.
Κάνω σινιάλα κόκκινα στα μάτια σου που απουσιάζουν
και κυματίζουν σαν τη θάλασσα στα πόδια ενός φάρου.
Μόνο σκοτάδια κρύβεις μέσα σου, γυναίκα μακρινή, δική μου
κι από το βλέμμα σου αναδύεται καμιά φορά η ακτή του τρόμου.
Σκυφτός στο δειλινό ρίχνω τα δίχτυα μου τα θλιμμένα
σ' αυτή τη θάλασσα που αναταράζει τα ωκεάνεια μάτια σου.
Τα νυχτοπούλια ραμφίζουν τα πρώτα αστέρια
που σπινθηρίζουν όπως η ψυχή μου όταν σ' αγαπώ.
Καλπάζει η νύχτα στη φοράδα της τη σκοτεινή
σκορπίζοντας γαλάζια στάχυα πάνω στους αγρούς."
-στην Πενθεσίλεια
"η λίγη αλμύρα στα χείλια στέγνωσε και τα τελευταία όνειρα.
Έχεις ακόμα τόσες γωνίες να κρυφτείς"
«Μια παρτούζα παρτιζάνων
Σε μια συνέλευση ζητιάνων
Ξύπνησε τους Παριζιάνους»
ενδιαφέρουσες παρωνυμίες..
παρτούζες επί λεκτικού
Σας βλέπω και εκστασιάζομαι και δεν αντιστέκομαι σε κανέναν πειρασμό...
"Τι να σας κάνω μάτια μου κι εσάς τους Ποιητές
που χρόνια μου καμώνεστε τις ψυχές τις αήττητες
Και χρόνια περιμένετε κείνο που δεν περίμενα
όρθιοι στη σειρά σαν αζήτητα αντικείμενα...
Δεν πα' να σας φωνάζουν - ούτ' ένας σας δεν απαντά
έξω χαλάει ο κόσμος καίγονται τα σύμπαντα
Τίποτα· σεις διεκδικείτε -να 'ξερα με τι νου-
τα δικαιώματά σας επί του κενού!
Σε καιρούς λατρείας του πλούτου ω της αμεριμνησίας
αποπνέετε το μάταιο της ιδιοκτησίας ."
-στον ποιητη του μύλου
"Είσαι ωραία σαν φυσικό φαινόμενο
σ' ό,τι μέσα σου οδηγεί στο χέλι και στον αγριόγατο·
είσαι η νεροποντή μέσα στις πολυκατοικίες
η θεόπεμπτη διακοπή του ρεύματος·
η αστρολογία θα προσέξει το κρεβάτι σου
και θα στηρίξει τα προγνωστικά της στην απελπισία σου·
είσαι ωραία σαν απελπισία
σαν τη ζωγραφική που απεχθάνονται οι αστοί
και θα την αγοράσουν μεθαύριο με δισεκατομμύρια
Ίρις Μαρία Νεφέλη
με τη γοητεία του πισινού σου όταν
καθίζει ξάφνου ανύποπτα πάνω σ' ένα ξυράφι."
-στη γκαρσόνα του μύλου
Να δώσω αλέσματα ό,τι υπάρχει σε μαρασμένα στήθη από μέσα ?
http://www.youtube.com/watch?v=bX9Pmy0fKL4
μήπως χάλασε ο μύλος;
I'm appreciate your writing skill.Please keep on working hard.^^
Δημοσίευση σχολίου