Ρομ, ιδεολογία της ισότητας και εκπαιδευτική ενσωμάτωση
Στους/στις Ρομ εντάσσονται συνήθως μια σειρά από διαφορετικές ως προς τον τόπο κατοικίας και ως και προς εθνοτικά χαρακτηριστικά ομάδες, τα μέλη των οποίων είναι περισσότερο γνωστά στην Ελλάδα ως Τσιγγάνοι/ες και ως Γύφτοι/ισσες. Για την ιστορία των Ρομ δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία, αφού οι ίδιοι/ες δεν άφησαν γραπτά τεκμήρια, ενώ οι επίσημοι ιστορικοί των χωρών στις οποίες έζησαν και ζουν αγνόησαν --κατά κανόνα-- την παρουσία τους. Ενδιαφέρον γι' αυτούς/ές εκδηλώθηκε μετά τη γέννηση των σημερινών ευρωπαϊκών κρατών - εθνών, όταν --με βάση (αμφισβητούμενες) γλωσσικές συγγένειες-- οι πρώτοι "τσιγγανολόγοι", επηρεασμένοι από την ουσιοκρατική προσέγγιση του έθνους, διατύπωσαν την θεωρία, σύμφωνα με την οποία διάφορες διακριτές μεταξύ τους νομαδικές ομάδες, οι οποίες ζούσαν στο περιθώριο των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών συνδέονται με "δεσμούς αίματος" και έχουν την κοινή τους προγονική εστία στη χερσόνησο της Ινδίας Η "φυλετικοποίηση" αυτών των κοινωνικών ομάδων, σε συνδυασμό με τις ιδεοληψίες που συνέδεαν τη φτώχεια με την εγκληματικότητα οδήγησαν στην εδραίωση μιας αντίληψης, σύμφωνα με την οποία οι Ρομ κυριαρχούνται από μια φυσική ροπή προς αποκλίνουσες ενέργειες, ενώ η "καθυστέρηση" και η περιθωριοποίησή τους οφείλεται στη στατική και αδιαφοροποίητη "ανατολίτικη φύση" τους. Η "επιστημονική" κάλυψη αυτών των αντιλήψεων είχε ως αποτέλεσμα τον εξοστρακισμό και τις διώξεις των Ρομ από αρκετές χώρες της δυτικής Ευρώπης, κορυφαία στιγμή των οποίων υπήρξε το ναζιστικό ολοκαύτωμα. Στην ανατολική Ευρώπη και ιδιαίτερα στη βαλκανική χερσόνησο, από τις διαθέσιμες πηγές φαίνεται ότι οι ρομικές ομάδες τόσο επί Βυζαντινής όσο και επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν υπέστησαν διακρίσεις και διώξεις αντίστοιχες μ' αυτές που έλαβαν χώρα στη δυτική Ευρώπη. Αντίθετα, οι διοικητικοί μηχανισμοί των εν λόγω σχηματισμών κατέβαλε προσπάθειες κοινωνικής ένταξής τους, οι οποίες οδήγησαν αρκετούς/ές από αυτούς/ές σε ομαλή συμβίωση, αλλά και σε ανάμειξη με τους υπόλοιπους πληθυσμούς. Στο νεοελληνικό κράτος, τυπικά τα μέλη των ρομικών ομάδων δεν αποκλείστηκαν ποτέ από τον "εθνικό κορμό", ούτε και έγιναν θύματα --οργανωμένων από το κράτος-- εκτεταμένων διώξεων. Από την άλλη όμως, οι άνθρωποι αυτοί αφέθηκαν στην τύχη τους, χωρίς ποτέ να λάβουν κάποια βοήθεια για να επιτύχουν την κοινωνική τους ένταξη. Από τις αρχές της δεκαετίας του εξήντα και εντεύθεν όμως, και όσο η διαφορά του βιοτικού επιπέδου των Ρομ από αυτό των υπόλοιπων κατοίκων της χώρας αυξανόταν, όσοι και όσες από αυτούς/ές δεν κατάφεραν να ενσωματωθούν άρχισαν να θεωρούνται απειλή για την ασφάλεια των πολιτών, καθώς και για την τουριστική εικόνα της χώρας. Μετά την ένταξη της Ελλάδας στην (τότε) Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα η ελληνική πολιτεία και διάφοροι άλλοι φορείς (Πανεπιστήμια, τοπική αυτοδιοίκηση, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις) ασχολήθηκαν με τα μέλη των ρομικών ομάδων και διοργάνωσαν προγράμματα εκπαιδευτικής και κοινωνικής ένταξης. Εντούτοις, στις περισσότερες περιπτώσεις οι εμπλεκόμενοι/ες υιοθέτησαν τις βασικές παραδοχές της "αυτόνομης" επιστημονικής περιοχής των Τσιγγάνικων μελετών (Romani Studies), με βάση τις οποίες ο "ρομικός πολιτισμός" δεν αποτελεί μέρος του πολιτισμού της ευρύτερης κοινωνίας, αλλά μια κληρονομιά που οι Ρομ μετέφεραν και διατήρησαν "άθικτο" και απαράλλαχτο από την Ινδία. Μ' αυτό τον τρόπο όχι μόνον καταπολεμήθηκε, αλλά ενισχύθηκε ουσιαστικά η αναπαραγωγή και η διατήρηση μιας μυθολογικής και αντιεπιστημονικής προσέγγισης, σύμφωνα με την οποία οι Ρομ: α) Είναι από τη "φύση" τους νομαδικός λαός και γι' αυτό και δεν στεριώνουν πουθενά, ούτε και ενδιαφέρονται για περιουσία και για ιδιοκτησία. β) Προτιμούν να ζουν σε παραπήγματα και σε σκηνές παρά σε σταθερές, μόνιμες κατοικίες για να περιφέρονται σε διάφορους τόπους και να ασκούν τα παρασιτικά τους επαγγέλματα. γ) Δεν ενδιαφέρονται για το γραπτό πολιτισμό και γι' αυτό δεν στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο. δ) Προτιμούν να αυτοαπασχολούνται περιοδικά σε προσοδοφόρες και ημιπαράνομες εργασίες, παρά να εντάσσονται στους "περιορισμούς" της μόνιμης, σταθερής εργασίας. ε) Η σχέση τους με την πολιτική καθορίζεται από μικροσυμφέροντα και από ποταπά ανταλλάγματα. στ) Δεν έχουν θεό και γι' αυτό υιοθετούν τη θρησκεία των κατοίκων του τόπου που διαμένουν. Ένα τέτοιο πλαίσιο αφήνει ελάχιστο χώρο για τη διερεύνηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες άτομα ή ομάδες ρομικής προέλευσης ενσωματώθηκαν με τους υπόλοιπους πληθυσμούς, αφού οι τελευταίες είτε δεν υπάρχουν είτε θεωρούνται "νόθες" από τους/τις τσιγγανολόγους. Μια απόπειρα μιας τέτοιας διερεύνησης^1^ είχε ως αποτέλεσμα την ανάδειξη της πολυμορφίας των σχέσεων, των διαδρομών και των αλληλεπιδράσεων των κοινωνικών ομάδων, καθώς και τη δύναμη του οράματος μιας κοινωνίας οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ισότητας. Πιο συγκεκριμένα, η ιστορική πορεία των --ρομικής προέλευσης-- κατοίκων του Φλάμπουρου Σερρών διαψεύδει την κυρίαρχη μυθολογία που αφορά στους/στις Ρομ, στη ζωή και στον πολιτισμό τους. Καταρχήν, οι άνθρωποι αυτοί/ές καταγράφονταν --στις περισσότερες απογραφές που έγιναν στην Μακεδονία πριν από την ένταξή της στο ελληνικό κράτος-- ως χριστιανοί (πατριαρχικοί) ορθόδοξοι ή ως Έλληνες, ενώ η βασική ασχολία των περισσότερων ήταν η αλιεία στη λίμνη του Αχινού. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η διαβίωση στην περιοχή ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, αφού αυτή βάλλονταν συχνά από τις πλημμύρες του Στρυμόνα, εντούτοις, μετά το 1913, οι άνθρωποι αυτοί όχι μόνον δεν έφυγαν από τον τόπο τους, αλλά αντίθετα απέκτησαν την ιδιότητα του πολίτη και προσπάθησαν να επιβιώσουν στον τόπο τους. Η σχέση των ανθρώπων αυτών με την πολιτική καταρρίπτει έναν ακόμη μύθο που αφορά στις ρομικές ομάδες και αντιμάχεται τις μεταμοντέρνες αναθεωρητικές ιστορικές αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες τα κίνητρα όσων εμπλέχτηκαν στην αντίσταση και στον εμφύλιο από τη μεριά του ΕΑΜ κάθε άλλο παρά ιδεολογικά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Όπως τονίστηκε παραπάνω, οι περισσότεροι/ες κάτοικοι του Φλάμπουρου απέκτησαν κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη και κατά συνέπεια και το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι. Εντούτοις, πριν από το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η σχέση τους με την πολιτική ήταν χαλαρή (παρότι συμμετείχαν κανονικά στις εκλογικές διαδικασίες), ενώ η πολιτική τους προτίμηση έκλινε προς το μέρος των φιλοβασιλικών κομμάτων. Κατά τη διάρκεια της κατοχής όμως, στο χωριό διέμειναν ορισμένοι διωγμένοι από το υπό βουλγάρικη κατοχή τμήμα του νομού Σερρών κομμουνιστές, γεγονός που οδήγησε σε μεγάλες αλλαγές τόσο στον τρόπο που οι ντόπιοι/ες^2^ κάτοικοι αντιλαμβάνονταν τον κόσμο όσο και στην πολιτική τους δραστηριότητα. Πολλοί και πολλές από αυτούς εντάχθηκαν στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, ενώ το σύνολο σχεδόν των ρομικής προέλευσης κατοίκων του χωριού αντιμετώπιζε με συμπάθεια τις προσπάθειες αντίστασης και απελευθέρωσης που εκπορεύονταν από το ΕΑΜ. Τα χειραφετητικά κηρύγματα των καθοδηγητών του Κομμουνιστικού Κόμματος, το όραμα μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση και χωρίς ρατσιστικές διακρίσεις σε συνδυασμό με την πολιτική συμπερίληψης των μέχρι τότε αποκλεισμένων και δυσφημισμένων Ρομ στις πολιτικές, διοικητικές και κοινωνικές δραστηριότητες που ανέπτυσσε το ΕΑΜ στην περιοχή (εκλογές, αυτοδιοίκηση, συμμετοχή γυναικών, λαϊκά δικαστήρια, θεατρικές παραστάσεις, χοροεσπερίδες κ.α.) βρήκαν γόνιμο έδαφος και μετέτρεψαν τα άτομα αυτά σε ενεργά πολιτικά υποκείμενα, τα οποία έγιναν μπροστάρηδες στις αντιστασιακές εκδηλώσεις. Ορισμένοι/ες από αυτούς/ες αργότερα πήραν μέρος και στον εμφύλιο και πλήρωσαν με εξορίες ή με την ίδια τους τη ζωή τους την πεποίθησή τους ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάξει. Μετά τη λήξη του εμφυλίου η ιδεολογική τοποθέτηση των ντόπιων κατοίκων του Φλάμπουρου και η ήττα του κινήματος που υποστήριξαν επέφερε την εντονότερη παρουσία της αστυνομίας και των παρακρατικών στο χωριό, η οποία συνοδεύτηκε από μια σειρά από προσβλητικές συμπεριφορές, αλλά και απόπειρες εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης τους. Οι κομμουνιστές του χωριού κυνηγήθηκαν άγρια και μόνον χάρη στη βαθιά υποτίμηση που έτρεφαν γι' αυτούς οι διώκτες τους γλύτωσαν από τη φυσική εξόντωση. Παρότι κατ' επανάληψη παραβιάστηκε το δικαίωμα της ελεύθερης πολιτικής έκφρασης, αφού η αστυνομία και οι παρακρατικοί της περιοχής επέμεναν με κάθε τρόπο (δικαστικές διώξεις κομμουνιστών κοινοταρχών, δωροδοκίες συμβούλων, εκβιασμοί υποψηφίων για αποχώρηση από ψηφοδέλτια κ.α.) να έχουν τον πρώτο λόγο στην ανάδειξη των αιρετών αρχόντων του χωριού, οι κομμουνιστές κατάφεραν να διατηρήσουν ηγετικό ρόλο στην τοπική κοινωνία. Σ' ότι αφορά τα εκλογικά αποτελέσματα, όσες φορές οι συνθήκες (έλλειψη βίας, νοθείας και εκβιαστικών διλημμάτων) εξασφάλισαν την αντικειμενική και ανόθευτη καταγραφή τους έδειξαν την προσήλωση των κατοίκων του Φλάμπουρου στο απελευθερωτικό όραμα και την αντίθεσή τους στο ισχύον πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο. Η Αριστερά αναδείχθηκε πρώτη δύναμη στις εκλογές του 1958 και του 1989, ενώ στις εκλογικές αναμετρήσεις της δεκαετίας του 1980 το Κομμουνιστικό Κόμμα καταλάμβανε σταθερά τη δεύτερη --πίσω από το ΠΑΣΟΚ-- θέση. Πιο καθαρή εικόνα για την πραγματική πολιτική τοποθέτηση της πλειοψηφίας των ρομικής προέλευσης κατοίκων του Φλάμπουρου παρέχουν τα αποτελέσματα των εκλογών για την ανάδειξη των τοπικών συμβουλίων, στις οποίες η Αριστερά αναδείχθηκε πρώτη δύναμη (εκλογές του 1958, 1974, 1978, 1981 [σε συνεργασία με τις δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ] και 1986, 1994). Σ' ότι αφορά στη σχέση των ντόπιων κατοίκων του Φλάμπουρου με την εκπαίδευση, το κύριο χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η ελαχιστοποίηση των ποσοστών του αναλφαβητισμού. Είναι γεγονός ότι ο αναλφαβητισμός στο Φλάμπουρο καθυστέρησε --σε σχέση με τους εθνικούς μέσους όρους-- να υποχωρήσει, εντούτοις με βάση τα σημαντικά προβλήματα που τα άτομα αυτά αντιμετώπισαν κατά τη σχολική τους πορεία (άκαμπτο αναλυτικό πρόγραμμα, αποκλειστική διδασκαλία των μαθημάτων στην ελληνική, ανυπαρξία "θετικών διακρίσεων" και υποστηρικτικών προγραμμάτων) αποτελεί μια θετική εξέλιξη, η οποία φαίνεται ότι προηγήθηκε χρονικά οποιασδήποτε αντίστοιχης εξέλιξης αφορά τόσο τα μέλη των ρομικών ομάδων του νομού Σερρών --με τα οποία οι Φλαμπουριανοί/ές έχουν μια σειρά από κοινά ιστορικά στοιχεία-- όσο και με τους/τις υπόλοιπους/ες ρομικής προέλευσης Έλληνες/ίδες πολίτες. Συμπερασματικά, φαίνεται ότι το γεγονός ότι οι περισσότεροι/ες ντόπιοι/ες κάτοικοι του Φλάμπουρου υιοθέτησαν την ιδεολογία της ισότητας, τους/τις οδήγησε στην αμφισβήτηση των κοινωνικών ιεραρχιών και στην ανάπτυξη νέων αξιών και προτύπων. Παράλληλα, η ιστορική εμπειρία της εθνικής αντίστασης και του εμφυλίου αύξησε τις προσδοκίες τους, ενίσχυσε την αυτοεκτίμησή τους και τελικά συνέβαλε στην άνοδο του βιοτικού τους επιπέδου. Το όραμα μιας δίκαιης κοινωνίας, ο πολιτικός προσανατολισμός προς μια κοινωνία χωρίς διακρίσεις, εκμετάλλευση και ανέχεια φαίνεται ότι ώθησε τους ανθρώπους αυτούς στην υιοθέτηση ενεργητικών συμπεριφορών και στάσεων και στη δυναμική διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους.
. 1. Ζάχος, Δ. (2007) Εκπαίδευση και χειραφέτηση. Η υπέρβαση του κοινωνικού αποκλεισμού στο Φλάμπουρο, Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.
2. Ντόπιος/α είναι ένας προσδιορισμός που χρησιμοποιείται για να διαχωρίζει τους/τις ρομικής προέλευσης κάτοικους του Φλάμπουρου από τους/τις Σαρακατσαναίους/ες, οι οποίοι/ες άρχισαν να κατοικούν στο χωριό από τα τέλη της δεκαετίας του 1930. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι οι Σαρακατσαναίοι/ες δεν ξεπέρασαν ποτέ το 10% του συνολικού πληθυσμού του χωριού.