Τους κάμπους βλέπει που ακόμη ορίζει με το σιτάρι, με τα ζώα, με τα καρποφόρα δένδρα. Και πιο μακρυά το σπίτι του το πατρικό, γεμάτο ρούχα κ' έπιπλα πολύτιμα, κι ασημικό.
Θα του τα πάρουν -Ιησού Χριστέ!- θα του τα πάρουν τώρα.
Άραγε να τον λυπηθεί ο Καντακουζηνός αν πάει στα πόδια του να πέσει. Λεν πως είν' επιεικής, λίαν επιεικής. Αλλ' οι περί αυτόν; αλλ' ο στρατός;- Ή, στην κυρία Ειρήνη να προσπέσει, να κλαυθεί;
Κουτός! στο κόμμα να μπλεχθεί της Άννας- που να μην έσωνε να την στεφανωθεί ο κυρ Ανδρόνικος ποτέ. Είδαμε προκοπή από το φέρσιμό της, είδαμε ανθρωπιά; Μα ως κ' οι Φράγκοι δεν την εκτιμούνε πια. Γελοία τα σχέδιά της, μωρά η ετοιμασία της όλη. Ενώ φοβέριζαν τον κόσμο από την Πόλι, τους ρήμαξεν ο Καντακουζηνός, τους ρήμαξε ο κυρ Γιάννης.
Και που το είχε σκοπό να πάει με του κυρ Γιάννη το μέρος! Και θα τόκαμνε. Και θάταν τώρα ευτυχισμένος, μεγάλος άρχοντας πάντα, και στεριωμένος, αν ο δεσπότης δεν τον έπειθε την τελευταία στιγμή, με την ιερατική του επιβολή, με τες από άκρου εις άκρον εσφαλμένες του πληροφορίες, και με τες υποσχέσεις του, και τες βλακείες.
2 σχόλια:
Ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει
Τους κάμπους βλέπει που ακόμη ορίζει
με το σιτάρι, με τα ζώα, με τα καρποφόρα
δένδρα. Και πιο μακρυά το σπίτι του το πατρικό,
γεμάτο ρούχα κ' έπιπλα πολύτιμα, κι ασημικό.
Θα του τα πάρουν -Ιησού Χριστέ!- θα του τα πάρουν τώρα.
Άραγε να τον λυπηθεί ο Καντακουζηνός
αν πάει στα πόδια του να πέσει. Λεν πως είν' επιεικής,
λίαν επιεικής. Αλλ' οι περί αυτόν; αλλ' ο στρατός;-
Ή, στην κυρία Ειρήνη να προσπέσει, να κλαυθεί;
Κουτός! στο κόμμα να μπλεχθεί της Άννας-
που να μην έσωνε να την στεφανωθεί
ο κυρ Ανδρόνικος ποτέ. Είδαμε προκοπή
από το φέρσιμό της, είδαμε ανθρωπιά;
Μα ως κ' οι Φράγκοι δεν την εκτιμούνε πια.
Γελοία τα σχέδιά της, μωρά η ετοιμασία της όλη.
Ενώ φοβέριζαν τον κόσμο από την Πόλι,
τους ρήμαξεν ο Καντακουζηνός, τους ρήμαξε ο κυρ Γιάννης.
Και που το είχε σκοπό να πάει με του κυρ Γιάννη
το μέρος! Και θα τόκαμνε. Και θάταν τώρα ευτυχισμένος,
μεγάλος άρχοντας πάντα, και στεριωμένος,
αν ο δεσπότης δεν τον έπειθε την τελευταία στιγμή,
με την ιερατική του επιβολή,
με τες από άκρου εις άκρον εσφαλμένες του πληροφορίες,
και με τες υποσχέσεις του, και τες βλακείες.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Παλλαδάς, ένας μελαγχολικός νοσταλγός του «εθνικού» ελληνισμού, ειρωνευόταν παίζοντας με τις λέξεις «μοναχός» και «μόνος»:
«Εφόσον μοναχοί, πώς τόσοι; Κι αφού είναι τόσοι, πώς μονάχοι; / Α, ναι, των μοναχών το πλήθος, που κατάντησε απάτη τη μονάδα»
Δημοσίευση σχολίου