Κυριακή, Οκτωβρίου 12

Πάλι ο Χριστός θα πλύνει τα πόδια των δώδεκα, και πάλι ο Πέτρος θα του πει «Κύριε, όχι μόνο τα πόδια μου αλλά και όλο μου το σώμα». Δώδεκα αγάπες είχα κι εγώ στη ζωή μου, μα κανενός δεν αξιώθηκα να πλύνω τα πόδια.
Κανένας Πέτρος δε βρέθηκε για μένα.
Ακούω το ευαγγέλιο του μυστικού Σου δείπνου, και ξαφνικά φωτίζομαι: χίλιες φορές καλύτερα που δεν αξιώθηκα.
Σκηνές υπέρτατης θυσίας και ταπείνωσης, ας μην τις μαγαρίζει η καύλα μου με απομιμήσεις.
Από τη συλλογή Νεκρή ΠιάτσαNτίνος Χριστιανόπουλος.
Το ποίημα και τον πίνακα μας τον έστειλε φίλη του ιστολογίου από το βορρά

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ΕΡΩΤΑΣ

Να σου γλείψω τα χέρια, να σου γλείψω τα πόδια –

η αγάπη κερδίζεται με την υποταγή.

Δεν ξέρω πως αντιλαμβάνεσαι εσύ τον έρωτα.

Δεν είναι μόνο μούσκεμα χειλιών,

φυτέματα αγκαλιασμάτων στις μασχάλες,

συσκότιση παραπόνου,

παρηγοριά σπασμών.

Είναι προπάντων επαλήθευση της μοναξιάς μας,

όταν επιχειρούμε να κουρνιάσουμε σε δυσκολοκατάχτητο κορμί.

Ανώνυμος είπε...

Με πήρε με τη νέα του μηχανή και πήγαμε βόλτα στο Καραμπουρνάκι. Σκοτάδι, εδώ κι εκεί σταματημένα γιώτα-χι, απέναντι η σεισμόπληχτη Θεσσαλονίκη. Παντού αγκάθια. Προχωρήσαμε σε κάτι χαλασμένα τσιμέντα. Εδώ, πριν λίγα χρόνια, ήταν το λαϊκό ξενυχτάδικο "Καλαμάκι". Ακόμα υπήρχε η στραπατσαρισμένη πίστα και το πάλκο για τα όργανα. Εδώ είχαν παίξει ο Τσιτσάνης και ο Μάρκος, εδώ είχα δει από τα σύρματα τη Γιώτα Λύδια να τραγουδάει την "Παρανομία".

Σκέφτηκα: "Μόνο ο έρωτας ξέρει να εκμεταλλεύεται τα χαλάσματα. Και ξαπλώσαμε πάνω στο ζεστό τσιμέντο, εκεί που κάποτε είχαν ακουστεί τα πιο λυπητερά τραγούδια της αγάπης.

Ντίνος Χριστιανόπουλος - "Στο Καραμπουρνάκι" από τη Νεκρή Πιάτσα. (Ιανός)

nikitas είπε...

Ποιός γλύπτης πήγε κι έστησε τον Έρωτα στην κρήνη;
Δεν ήξερε πώς με νερό τούτη η φωτιά δε σβήνει;
- Ζηνόδοτος


Μεταφράσεις του Ντίνου Χριστιανόπουλου

Ανώνυμος είπε...

"αφαίρεσε τη νύχτα απ’ τα μάτια σου –

πώς να παλέψω μόνος με τους δυό σας;"

lolita lolitaki είπε...

"Mάρτυρες για τα λάθη σου δεν είχες. Μόνος μάρτυρας/ ο ίδιος εσύ. Τα τακτοποίησες, τα μονόγραψες, τα σφράγισες/ σε λευκούς πάντοτε φακέλους σα να ετοίμαζες/ τη δίκαιη διαθήκη σου. Ύστερα/ τα τοποθέτησες προσεχτικά στα ράφια. Τώρα, γαλήνιος,/ (ίσως και κάπως φοβισμένος) ούτε βιάζεσαι/ ούτε καθυστερείς, γνωρίζοντας ότι, μετά το θάνατό σου,/ θʼ ανακαλύψουμε πόσον ωραίος ήσουν,/ πόσο πολύ πιο ωραίος πέρα απʼ τις αρετές σου."