"Στη Φίλιππου Δραγούμη, ερχόταν από μιαν άλλη ηλικία με δυο λεμόνια για μάτια τον ήλιο του απογεύματος στεφανωμένη Είπα πως πρέπει να τη σώσω από το μαύρο των περαστικών Κι εκείνη φόρεσε ένα γέλιο μοχθηρό ξηλώνοντας το οδόστρωμα του χρόνου με τη φυγή στο στόμα"
Βγήκε από την καμπίνα κι είδε τους γνωστούς του σε σκηνές ελλειπτικές
Είδε μια βάρκα που έγερνε με τα ναυάγια του άλλου ταξιδιού μια άλλη ξεκοιλιασμένη από τις επιθυμίες του πληρώματος ένα ζευγάρι σεληνιασμένων που να κάνει ψυχοθεραπεία Στην αστροφεγγιά κι ο υπαλληλάκος να ξερνά σε μια άκρη την πρωία του προϊσταμένου του είδε και την ωραία της ημέρας μαυρισμένη απ´ τα όνειρά της
Κάθισε με μια πλάκα φεγγαριού απέναντί του κι άρχισε να γράφει
10 σχόλια:
"Σκυφτός, δουλεύοντας μες στη σιωπή του,
σ' εχθρούς και φίλους έδωσε
την πιο όρθιαν απάντηση"
Δεν βγαίνω έξω πια τα βράδυα.
Αφού δεν θέλεις
να σου αγοράσω θαύματα
κι εγώ δεν έχω
να ξοδέψω ενοχές.
Κάθομαι σπίτι και
στήνω ενέδρα στη σκιά σου
για να μη βγω στην ανεργία.
Της νοσταλγίας.
Ο Επικούρειος Απόλλων
έγινε άγαλμα μου είπαν
και δεν μπορεί να σπεύδει
πλέων σε
βοήθεια.
Πάντα αδιάβροχα αισθήματα φορούσες.Ήξερες εσύ.
Σπαθί θα ρίξω
στων χειλιών σου τη φυγή
να σε πληγώσει...
"Στη Φίλιππου Δραγούμη, ερχόταν από μιαν άλλη ηλικία
με δυο λεμόνια για μάτια
τον ήλιο του απογεύματος στεφανωμένη
Είπα πως πρέπει να τη σώσω
από το μαύρο των περαστικών
Κι εκείνη φόρεσε ένα γέλιο μοχθηρό
ξηλώνοντας το οδόστρωμα του χρόνου
με τη φυγή στο στόμα"
ΕΙΔΕΝΑΙ
θα σε ευχαριστήσω βέβαια για την ανάρτηση με το 2ο βιβλίο μου
αλλά, θα παρακαλούσα τους "ανώνυμος" και "ammos" να μην ιδιοποιούνται τα ποιήματα, χωρίς τουλάχιστον να αναφέρουν το όνομά μου
στα σχόλια 1, 2 και 4 αντιγράφονται ποιήματα από το παρουσιαζόμενο βιβλίο
ευχαριστώ εκ των προτέρων για την αναμενόμενη διόρθωση
Νανά Τσόγκα
ΝΥΧΤΩΔΙΑ Α´
Βγήκε από την καμπίνα κι είδε τους γνωστούς του σε σκηνές
ελλειπτικές
Είδε μια βάρκα που έγερνε με τα ναυάγια του άλλου ταξιδιού
μια άλλη ξεκοιλιασμένη από τις επιθυμίες του πληρώματος
ένα ζευγάρι σεληνιασμένων που να κάνει ψυχοθεραπεία
Στην αστροφεγγιά
κι ο υπαλληλάκος να ξερνά σε μια άκρη την πρωία του προϊσταμένου του
είδε και την ωραία της ημέρας μαυρισμένη απ´ τα όνειρά της
Κάθισε με μια πλάκα φεγγαριού απέναντί του κι άρχισε να γράφει
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ
"Ω πόλη
όλες οι πόρτες σου πεσμένες
από που
να βγούμε?"
...εγκλωβισμένοι στις εναλλαγές των άσχημων εποχών...
...τον άλλο καιρό απουσιάζουν...
"Ω πόλη
όλες οι πόρτες σου πεσμένες
από που
να βγούμε?"
Γ. Ρίτσος
Δημοσίευση σχολίου