Δευτέρα, Ιανουαρίου 26



" Όλα ρόδινα
σαν το Douelles
Bordeaux του ΄82.
Δευτέρα  πρωί
μάλλον μεσημέρι
ίδια ημερομηνία
ίδιο κενό
ίδια πικρή γεύση
ίδια εικόνα θανάτου."

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Το σπιτάκι πάνω στο δέντρο


a bird twittering after storm,
happy that its little foolish life
has fluttered out of reach


ο ελπήνωρ-με-το-χάρισμα-του-καναρινιού
ερυθρόμορφος κρατήρας Brirish Museum
κρατούσε τόσα σφυρίγματα στα χείλη του παιδιόθεν

σφύριζε σκοπούς- λιακάδα
και σκοπούς-βροχή
σκοπούς-αμπέλια
και θημωνιές στην απανεμιά
σφύριζε σκαντζόχοιρους
και σαλιγκάρια
και μικρές χελώνες πριν να δέσει το καύκαλό τους

και τα λιγνά βυζάκια
της ξαδερφούλας του της Έφης
που δε φόραγε στηθόδεσμο

και μια φορά σαν ταξίδεψε
στην Απω Ανατολή
σφύριξε μιαν απέραντη θάλασσα
κι ένα κοπάδι κυματοειδή δελφίνια

ήδη στα δεκαοχτώ του
η τέχνη του ήταν τέλεια

κλείνοντας με τα δάχτυλα τα βλέφαρά του
μπορούσε να σφυρίξει
άρρητα χρώματα
πέρα απ’ το οπάλι πέρα απ’ τον σαρδόνυχα
πέρα απ’ το αίμα των ρουμπινιών
πέρα απ’ τον τυφλό θυμό του κίτρινου

μπορούσε να σφυρίξει
απαλούς αμμόλοφους
που σκλήραιναν στο άγγιγμα του έρωτα

κι ύστερα
βουλώνοντας με τις γροθιές τ’ αυτιά του
σφύριζε τον ερχομό της καταιγίδας

έτσι ένα πρωί
μετά
την
εις
άδου
κάθοδον
σφύριξε εκ του μηδενός ένα δέντρο θεόρατο
κι απάνω του ένα ξύλινο σπιτάκι

σαν ανέβηκε
κλώτσησε την ανεμόσκαλα
κι ολόγυρά του σφύριξε
μια μοναξιά αδιαπέραστη

γεμάτη ήχους .

(Βασίλης Πολύζος)


-αφιερωμένο στη χθεσινοβραδυνή παρέα του ΜΥΛΟΥ...

Ανώνυμος είπε...

"Φύσηξεν η νύχτα * σβήσανε τα σπίτια
κι είναι αργά στην ψυχή μου
Δεν ακούει κανένας * όπου κι αν χτυπήσω
η μνήμη με σκοτώνει
Αδελφοί μου, λέει * μαύρες ώρες φτάνουν
ο καιρός θα δείξει
Των ανθρώπων έχουν * οι χαρές μιάνει
τα σπλάχνα των τεράτων

Γύρισα τα μάτια * δάκρυα γιομάτα
κατά το παραθύρι
Φώναξα στις πύλες * κι η φωνή μου πήρε
τη θλίψη των φονιάδων
Μες στης γης το κέντρο * φάνηκε ο πυρήνας
που όλο σκοτεινιάζει
Κι η αχτίδα του ήλιου * γίνηκε, ιδέστε
ο μίτος του Θανάτου!"

Ανώνυμος είπε...

"Μέρες αδέσποτες"

mitos είπε...

"Σ ένα καπηλειό
μπολιάστηκε με ρετσίνα
σφίχτηκε γερά
στο μισόγεμο ποτήρι.
Οι νύμφες έσερναν
χορό πολεμικό
ο Λάμαχος κατάχαμα
συλλογιζόταν΄
ανεβαίνοντας τα σκαλιά,
ένα σπουργίτι
κρύφτηκε στον κόρφο της΄
το ζέστανε."

Αφιερωμένο στον Ανέσπερο και τις μούσες που μας συγκίνησαν στο Μύλο