να χαιρετίσω την ανανέωση [ή αναγέννηση;] τολμάς κι αναμετριέσαι στο κλασσικό [ αν κλασσικό το πριν] και πειραματίζεσαι.. και ποιος συμβολισμός άραγε; με τη ΣΑΛΏΜΗ αρχόμενος σε πέπλα και χορούς αιθέριους παραπέμπει αλλά και σε αποκεφαλισμούς προφητών....
με καινούργιες ιδέες επέστρεψες; ελπίζω σε κοινωνία...
"Επάνω σε χρυσό σινί η Σαλώμη φέρνει την κεφαλή του Ιωάννη Βαπτιστή στον νέον Έλληνα τον σοφιστή που από τον έρωτα με αδιαφορία γέρνει.
«Σαλώμη την δική σου» απαντάει ο νέος «ήθελα να με φέρουνε την κεφαλή». Aστειευόμενος έτσι ομιλεί. Και την επαύριον ένας δούλος της δρομαίος
της Ερωμένης έρχεται την κεφαλή βαστώντας ολόξανθη επάνω σε χρυσό σινί. Πλήν την επιθυμία του την χθεσινή ο σοφιστής είχε ξεχάσει μελετώντας.
Τα αίματα που στάζουνε βλέπει κι αηδιάζει. Το αιματωμένο πράγμα αυτό να σηκωθεί προστάζει από εμπροστά του, κ’ εξακολουθεί του Πλάτωνος τους διαλόγους να διαβάζει."
"Μη βάζετε πια σημάδια σε λέξεις Σε σπίτια ερειπωμένα ή σε τραγούδια παλιά Πάντα θα βρίσκετε το δρόμο σας Και πάντα θα τον χάνετε Αναζητώντας κάθε τόσο καινούργιους θεούς..."
11 σχόλια:
Καλά εσείς ό,τι σας λένε το κάνετε;
να χαιρετίσω την ανανέωση [ή αναγέννηση;]
τολμάς κι αναμετριέσαι στο κλασσικό [ αν κλασσικό το πριν] και πειραματίζεσαι..
και ποιος συμβολισμός άραγε;
με τη ΣΑΛΏΜΗ αρχόμενος
σε πέπλα και χορούς αιθέριους παραπέμπει αλλά και σε αποκεφαλισμούς προφητών....
με καινούργιες ιδέες επέστρεψες;
ελπίζω σε κοινωνία...
"Επάνω σε χρυσό σινί η Σαλώμη φέρνει
την κεφαλή του Ιωάννη Βαπτιστή
στον νέον Έλληνα τον σοφιστή
που από τον έρωτα με αδιαφορία γέρνει.
«Σαλώμη την δική σου» απαντάει ο νέος
«ήθελα να με φέρουνε την κεφαλή».
Aστειευόμενος έτσι ομιλεί.
Και την επαύριον ένας δούλος της δρομαίος
της Ερωμένης έρχεται την κεφαλή βαστώντας
ολόξανθη επάνω σε χρυσό σινί.
Πλήν την επιθυμία του την χθεσινή
ο σοφιστής είχε ξεχάσει μελετώντας.
Τα αίματα που στάζουνε βλέπει κι αηδιάζει.
Το αιματωμένο πράγμα αυτό να σηκωθεί
προστάζει από εμπροστά του, κ’ εξακολουθεί
του Πλάτωνος τους διαλόγους να διαβάζει."
Μιας και τα πίνουμε παρέα τώρα ας διαβάσουμε και το παρακάτω ποίημα.
Γιῶργος Σεφέρης - Οἱ Γάτες τ᾿ Ἅι-Νικόλα
Τὸν δ᾿ ἄνευ λύρας ὅμως ὑμνωδεῖ θρῆνον Ἐρινύος αὐτοδίδακτος ἔσωθεν θυμός,
οὐ τὸ πᾶν ἔχων ἐλπίδος φίλον θράσος. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ. 990 ἔπ.
«Φαίνεται ὁ Κάβο-Γάτα...», μοῦ εἶπε ὁ καπετάνιος
δείχνοντας ἕνα χαμηλὸ γιαλὸ μέσα στὸ πούσι
τ᾿ ἄδειο ἀκρογιάλι ἀνήμερα Χριστούγεννα,
«... καὶ κατὰ τὸν Πουνέντε ἀλάργα τὸ κύμα γέννησε τὴν Ἀφροδίτη
λένε τὸν τόπο Πέτρα τοῦ Ρωμιοῦ.
Τρία καρτίνια ἀριστερά!»
Εἶχε τὰ μάτια τῆς Σαλώμης ἡ γάτα ποὺ ἔχασα τὸν ἄλλο χρόνο
κι ὁ Ραμαζὰν πῶς κοίταζε κατάματα τὸ θάνατο,
μέρες ὁλόκληρες μέσα στὸ χιόνι τῆς Ἀνατολῆς
στὸν παγωμένον ἥλιο
κατάματα μέρες ὁλόκληρες ὁ μικρὸς ἐφέστιος θεός.
Μὴ σταθεῖς ταξιδιώτη.
«Τρία καρτίνια ἀριστερά» μουρμούρισε ὁ τιμονιέρης.
...ἴσως ὁ φίλος μου νὰ κοντοστέκουνταν,
ξέμπαρκος τώρα
κλειστὸς σ᾿ ἕνα μικρὸ σπίτι μὲ εἰκόνες
γυρεύοντας παράθυρα πίσω ἀπ᾿ τὰ κάδρα.
Χτύπησε ἡ καμπάνα τοῦ καραβιοῦ
σὰν τὴ μονέδα πολιτείας ποὺ χάθηκε
κι ἦρθε νὰ ζωντανέψει πέφτοντας
ἀλλοτινὲς ἐλεημοσύνες.
«Παράξενο», ξανάειπε ὁ καπετάνιος.
«Τούτη ἡ καμπάνα-μέρα ποὺ εἶναι-
μοῦ θύμισε τὴν ἄλλη ἐκείνη, τὴ μοναστηρίσια.
Διηγότανε τὴν ἱστορία ἕνας καλόγερος
ἕνας μισότρελος, ἕνας ὀνειροπόλος.
«Τὸν καιρὸ τῆς μεγάλης στέγνιας,
- σαράντα χρόνια ἀναβροχιὰ -
ρημάχτηκε ὅλο τὸ νησὶ
πέθαινε ὁ κόσμος καὶ γεννιοῦνταν φίδια.
Μιλιούνια φίδια τοῦτο τ᾿ ἀκρωτήρι,
χοντρὰ σὰν τὸ ποδάρι ἄνθρωπου
καὶ φαρμακερά.
Τὸ μοναστήρι τ᾿ Ἅι-Νικόλα τὸ εἶχαν τότε
Ἁγιοβασιλεῖτες καλογέροι
κι οὔτε μποροῦσαν νὰ δουλέψουν τὰ χωράφια
κι οὔτε νὰ βγάλουν τὰ κοπάδια στὴ βοσκὴ
τοὺς ἔσωσαν οἱ γάτες ποὺ ἀναθρέφαν.
Τὴν κάθε αὐγὴ χτυποῦσε μία καμπάνα
καὶ ξεκινοῦσαν τσοῦρμο γιὰ τὴ μάχη.
Ὅλη μέρα χτυπιοῦνταν ὡς τὴν ὥρα
ποῦ σήμαιναν τὸ βραδινὸ ταγίνι.
Ἀπόδειπνα πάλι ἡ καμπάνα
καὶ βγαῖναν γιὰ τὸν πόλεμο τῆς νύχτας.
Ἤτανε θαῦμα νὰ τὶς βλέπεις, λένε,
ἄλλη κουτσή, κι ἄλλη στραβή, τὴν ἄλλη
χωρὶς μύτη, χωρὶς αὐτί, προβιὰ κουρέλι.
Ἔτσι μὲ τέσσερεις καμπάνες τὴν ἡμέρα
πέρασαν μῆνες, χρόνια, καιροὶ κι ἄλλοι καιροί.
Ἄγρια πεισματικὲς καὶ πάντα λαβωμένες
ξολόθρεψαν τὰ φίδια μὰ στὸ τέλος
χαθήκανε, δὲν ἄντεξαν τόσο φαρμάκι.
Ὡσὰν καράβι καταποντισμένο
τίποτε δὲν ἀφῆσαν στὸν ἀφρὸ
μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.
Γραμμή!
Τί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες
παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα
τὸ αἷμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν.
Αἰῶνες φαρμάκι γενιὲς φαρμάκι».
«Γραμμή!
Τί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες
παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα
τὸ αἷμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν.
Αἰῶνες φαρμάκι, γενιὲς φαρμάκι».
«Γραμμή!» ἀντιλάλησε ἀδιάφορος ὁ τιμονιέρης.
Τετάρτη, 5 Φεβρουαρίου 1969
Πάντως σε όλα παρούσα είναι η Σαλώμη. Για τον Αλκιβιάδη γιατί δεν λέτε κάτι;
ίσως πούμε & για αυτόν.
"...περὶ μὲν οὖν τοῦ κάλλους Ἀλκιβιάδου οὐδὲν ἴσως δεῖ λέγειν, πλὴν ὅτι καὶ παῖδα καὶ μειράκιον καὶ ἄνδρα πάσῃ συνανθῆσαν [τῇ] ἡλικίᾳ καὶ ὥρᾳ τοῦ σώματος ἐράσμιον καὶ ἡδὺν παρέσχεν. οὐ γάρ, ὡς Εὐριπίδης ἔλεγε, πάντων τῶν καλῶν καὶ τὸ μετόπωρον καλόν ἐστιν, ἀλλὰ τοῦτο Ἀλκιβιάδῃ μετ᾽ ὀλίγων ἄλλων δι᾽ εὐφυΐαν καὶ ἀρετὴν σώματος ὑπῆρξε. "
ένα όμορφο αλάνι απ`το λιμάνι.
όμορφο, έξυπνο και (αυτο)καταστροφικό.
Συμφωνω μαζι σας. Ειμαι του ατονικου.Ουτε καν του μονοτονικου.
Με τη στιξη τι θα κανουμε. Θα την καταργησουμε; Το ριχνω σαν ιδεα.
Atonic ,atonic! No tonic.
"Μη βάζετε πια σημάδια σε λέξεις
Σε σπίτια ερειπωμένα ή σε τραγούδια παλιά
Πάντα θα βρίσκετε το δρόμο σας
Και πάντα θα τον χάνετε
Αναζητώντας κάθε τόσο καινούργιους θεούς..."
Δημοσίευση σχολίου