"Φεύγω. Για πού δεν θα σου πω. Έτσι θα καμωθώ πως κάποιο μυστικό έχω από σένα.
Θα κρυφοκοιτάξω τους βυθούς, θα συμφιλιωθώ με τη θάλασσα εμπιστεύοντάς της την αντάρα μου, Θ' ανακατέψω τ' άστρα με το ύψος μου, θα παραμερίσω με τις προσευχές μου το ενιαίο του ουρανού, μήπως και μέσα σ' όλα αυτά είναι κρυμμένη η αποστολή σου: αν ήρθες για να ξανοίξεις τα χρώματα και τους χειμώνες να καθαιρέσεις, ή για να στρίψεις αρνητικά τους διακόπτες του λογισμού μου σκορπίζοντας τη φυγή σου.
Σαν θα τη βρω και είν' ηλιόλουστη, θα τρέξω ολοπόρφυρη και απέραντη να την ξαναδιαβάσω στα μάτια σου. Αν πάλι μέσα στην κακοκαιριά κρύβεται θα προσποιηθώ πως δεν τη διάβασα. Κι αν μάταια πάλι έψαξα, θα πιέσω με την καρτερία μου το στήθος σου ώσπου μονάχος σου να την προδώσεις."
Δεν ειν’ πνοή στον ουρανό, στη θάλασσα, φυσώντας ούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας, όμως κοντά στην κορασιά, που μ’ έσφιξε κ’ εχάρη, εσειότουν τ’ ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι× και ξετυλίζει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνει, κι’ ομπρός μου ιδού που βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη. Έτρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της, στα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά της.
"Κυρά της μοναξιάς, μάννα του πλήθους, κυρά του ξεπεσμού, του χαμού μάννα, σταμάτα του αναθέματος τους λίθους. Κι εμπρός στον επερχόμενο χειμώνα μέμνησο να ταΐζει στην αλάνα το περιστέρι ο Ντιέγκο Μαραντόνα."
" Σε ξέρω? Σ είχα μάθει? Δεν με ξέρεις πλέον μήπως? Ως είπε ο ποιητής θα είμαι του κορμιού σου ίππος ( Δεν τό πε ποιητής? Ανάθεμά μας), αρχίζει τουρναμέντο Εγώ κερνάω βότκα, ουίσκι, σεμιφρέντο Εγώ κερνάω εσένα, μόνο εσένα, εσύ πέραν Εμού όλα τα γνωρίζεις. Και χλευάζει το υπερπέραν."
"Τώρα, στη βάρκα όπου κι αν μπεις άδεια θα φτάσει Εγώ αποβλέπω• σ' έναν μακρύ θαλασσινό Κεραμεικό Με Κόρες πέτρινες και που κρατούν λουλούδια. Θα 'ναι νύχτα και Αύγουστος Τότε που αλλάζουν των αστερισμών οι βάρδιες. Και τα βουνά ελαφρά Γιομάτα σκοτεινόν αέρα στέκουν λίγο πιο πάνω απ' τη γραμμή του ορίζοντα Οσμές εδώ ή εκεί καμένου χόρτου. Και μια λύπη άγνωστης γενεάς Που από ψηλά κάνει ρυάκι πάνω στην αποκοιμισμένη θάλασσα Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει Αχ ομορφιά κι αν δεν μου παραδόθηκες ολόκληρη ποτέ Κάτι κατάφερα να σου υποκλέψω. Λέω: κείνο το πράσινο κόρης οφθαλμού που πρωτο- Εισέρχεται στον έρωτα και τ' άλλο το χρυσό, που όπου κι αν το τοποθετείς ιουλίζει. Τραβάτε τα κουπιά οι στα σκληρά εθισμένοι. Να με πάτε κει που οι άλλοι παν Δε γίνεται. Δεν εγεννήθηκα ν' ανήκω πουθενά Τιμαριώτης τ' ουρανού κει πάλι ζητώ ν' αποκατασταθώ Στα δίκαιά μου. Το λέει κι ο αέρας Από μικρό το θαύμα είναι λουλούδι και άμα μεγαλώσει θάνατος.."
"Το ταξίδι ένα τάμα μοναχό για το όνειρο η θάλασσα που σκόρπισε αναίτια το αίμα της στο θάμπος Πόσο κρατάει το ταξίδι; «Όσο το θάμπος» Χαϊδεύοντας τους άγνωστους νεκρούς τα ονειρώδη αφροδίσια σώματα στα παγερά σου κύματα Ένα βλεφάρισμα απ' τον αφύλαχτο αέρα τρελαίνεται το φως κι ανθίζει μνήμη Πώς να υπολογίσεις εν προόδω την απόσταση ως το σκοτάδι;"
"Μ' έκλεισε μέσα η βροχή και μένω τώρα να εξαρτιέμαι από σταγόνες.
Όμως πού ξέρω αν αυτό είναι βροχή ή δάκρυα από τον μέσα ουρανό μιας μνήμης; Μεγάλωσα πολύ για να ονομάζω τα φαινόμενα χωρίς επιφύλαξη, αυτό βροχή, αυτό δάκρυα.
Στεγνή στέκομαι ανάμεσα στα δύο ενδεχόμενα : βροχή ή δάκρυα, κι ανάμεσα σε τόσα διφορούμενα : βροχή ή δάκρυα, έρωτας ή τρόπος να μεγαλώνουμε, εσύ ή μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάς του τελευταίου φύλλου. Το κάθε τελευταίο, τελευταίο τ' ονομάζω χωρίς επιφύλαξη. Και μεγάλωσα πολύ για να είναι αυτό αφορμή δακρύων. Δάκρυα ή βροχή, πού να ξέρω;
"...Συ δε φαίνεσαι. Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο, για να 'χω σταθεί στην άκρη του κρατώντας λουλούδι και χαμογελώντας, θα πει πως όπου να 'ναι έρχεσαι. Φαίνετ' απ' τη ζωή μου ζωή πέρασε κάποτε..."
"Είναι γυναίκες οι ψυχές, ανοίγουν Η μια στην άλλη, αναζητούν. Γυναίκα είναι η γη, πάσχει να είναι ωραία, Ν' απαστράπτει σαν σε καθρέφτη. Γυναίκα είναι η θάλασσα κ' η πόρτα, Δέχεται και κλει, γυναίκα ο τάφος, Μας σκεπάζει, γυναίκα είναι η νύχτα Και σκοτεινιάζει, βαραίνει τα κόκαλα. Γυναίκα η βρύση κ' η πλατιά βροχή, Η στέρηση, η ανάμνηση κ' η προσευχή, Η στάμνα, το σκαμνί, το καράβι, Το δέντρο, το πουλί τ' αηδόνι, και το ψάρι."
κι όταν αυτό που πριν το λέγαμε δάκρυα το λέμε βροχή..όταν το παγκάκι της φωτογραφίας το βλέπουμε ένα άδειο παγκάκι..τότε έχουμε ανοίξει πια την πόρτα.
26 σχόλια:
δεύτε , λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός
το απόγευμα θα είμαι εκεί έξω
"Φεύγω.
Για πού δεν θα σου πω.
Έτσι θα καμωθώ
πως κάποιο μυστικό έχω από σένα.
Θα κρυφοκοιτάξω τους βυθούς,
θα συμφιλιωθώ με τη θάλασσα
εμπιστεύοντάς της την αντάρα μου,
Θ' ανακατέψω τ' άστρα με το ύψος μου,
θα παραμερίσω με τις προσευχές μου
το ενιαίο του ουρανού,
μήπως και μέσα σ' όλα αυτά
είναι κρυμμένη η αποστολή σου:
αν ήρθες για να ξανοίξεις τα χρώματα
και τους χειμώνες να καθαιρέσεις,
ή για να στρίψεις αρνητικά
τους διακόπτες του λογισμού μου
σκορπίζοντας τη φυγή σου.
Σαν θα τη βρω και είν' ηλιόλουστη,
θα τρέξω ολοπόρφυρη και απέραντη
να την ξαναδιαβάσω στα μάτια σου.
Αν πάλι μέσα στην κακοκαιριά κρύβεται
θα προσποιηθώ πως δεν τη διάβασα.
Κι αν μάταια πάλι έψαξα,
θα πιέσω με την καρτερία μου το στήθος σου
ώσπου μονάχος σου να την προδώσεις."
(Κική Δημουλά.)
στο τέρμα της πίκρας, στην επόμενη στροφή της, είσαι απλά ελεύθερος
για να στρίψω αρνητικά
τους διακόπτες του λογισμού σου
Στην Κύνθια
"Η πιο δημοκρατική στιγμή
είναι του αμοιβαίου οργασμού..."
"Απόγευμα με ώχρα και φως.
Έκανε κρύο. Είχα το σώμα σου
στην τσέπη και πήγαινα σπίτι."
Δεν ειν’ πνοή στον ουρανό,
στη θάλασσα, φυσώντας
ούτε όσο κάνει στον ανθό
η μέλισσα περνώντας,
όμως κοντά στην κορασιά,
που μ’ έσφιξε κ’ εχάρη,
εσειότουν τ’ ολοστρόγγυλο
και λαγαρό φεγγάρι×
και ξετυλίζει ογλήγορα
κάτι που εκείθε βγαίνει,
κι’ ομπρός μου ιδού που βρέθηκε
μία φεγγαροντυμένη.
Έτρεμε το δροσάτο φως
στη θεϊκιά θωριά της,
στα μάτια της τα ολόμαυρα
και στα χρυσά μαλλιά της.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ, Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ
η πρόσβαση επιτρέπεται μόνο σε προσκεκλημένους αναγνώστες..
@Κύνθια
"Κυρά της μοναξιάς, μάννα του πλήθους,
κυρά του ξεπεσμού, του χαμού μάννα,
σταμάτα του αναθέματος τους λίθους.
Κι εμπρός στον επερχόμενο χειμώνα
μέμνησο να ταΐζει στην αλάνα
το περιστέρι ο Ντιέγκο Μαραντόνα."
@Κυμοθόη
ας αντισταθούμε -κατά την προτροπή του ποιητή-σε όλα τα μέμνησο του βίου μας.
αρετή, στον mitos
"Να νομίζουμε. Να νομίζουμε πάση θυσία. Αλλιώς
δεν μας αγάπησε κανείς."
Να νομίζουμε , Ανέσπερε
" Σε ξέρω? Σ είχα μάθει? Δεν με ξέρεις πλέον μήπως?
Ως είπε ο ποιητής θα είμαι του κορμιού σου ίππος
( Δεν τό πε ποιητής? Ανάθεμά μας), αρχίζει τουρναμέντο
Εγώ κερνάω βότκα, ουίσκι, σεμιφρέντο
Εγώ κερνάω εσένα, μόνο εσένα, εσύ πέραν
Εμού όλα τα γνωρίζεις. Και χλευάζει το υπερπέραν."
Στην αρετή
"Το ρολόϊ τικ-τακ, τικ-τακ.
Δευτερόλεπτο και «αν».
Δεν ξέρω ποιό «αν» αδίκησε την ύπαρξή μου,
ποιό «αν» μου στέρησε ένα αύριο.
Είμαι καρμπόν με σχήμα ανθρώπου,
μα δεν διαθέτω αντίτυπο για ποιός στ' αλήθεια είμαι".
@mitos
"Τώρα, στη βάρκα όπου κι αν μπεις άδεια θα φτάσει
Εγώ αποβλέπω• σ' έναν μακρύ θαλασσινό Κεραμεικό
Με Κόρες πέτρινες και που κρατούν λουλούδια. Θα 'ναι νύχτα και
Αύγουστος
Τότε που αλλάζουν των αστερισμών οι βάρδιες. Και τα βουνά
ελαφρά
Γιομάτα σκοτεινόν αέρα στέκουν λίγο πιο πάνω απ' τη γραμμή του
ορίζοντα
Οσμές εδώ ή εκεί καμένου χόρτου. Και μια λύπη άγνωστης γενεάς
Που από ψηλά
κάνει ρυάκι πάνω στην αποκοιμισμένη θάλασσα
Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει
Αχ ομορφιά κι αν δεν μου παραδόθηκες ολόκληρη ποτέ
Κάτι κατάφερα να σου υποκλέψω. Λέω: κείνο το πράσινο κόρης
οφθαλμού που πρωτο-
Εισέρχεται στον έρωτα και τ' άλλο το χρυσό, που όπου κι αν το
τοποθετείς ιουλίζει.
Τραβάτε τα κουπιά οι στα σκληρά εθισμένοι. Να με πάτε κει που
οι άλλοι παν
Δε γίνεται. Δεν εγεννήθηκα ν' ανήκω πουθενά
Τιμαριώτης τ' ουρανού κει πάλι ζητώ ν' αποκατασταθώ
Στα δίκαιά μου. Το λέει κι ο αέρας
Από μικρό το θαύμα είναι λουλούδι και άμα μεγαλώσει θάνατος.."
"Το ταξίδι ένα τάμα μοναχό για το όνειρο
η θάλασσα που σκόρπισε αναίτια
το αίμα της στο θάμπος
Πόσο κρατάει το ταξίδι;
«Όσο το θάμπος»
Χαϊδεύοντας τους άγνωστους νεκρούς
τα ονειρώδη αφροδίσια σώματα
στα παγερά σου κύματα
Ένα βλεφάρισμα
απ' τον αφύλαχτο αέρα
τρελαίνεται το φως κι ανθίζει
μνήμη
Πώς να υπολογίσεις
εν προόδω
την απόσταση ως το σκοτάδι;"
"Μ' έκλεισε μέσα η βροχή
και μένω τώρα να εξαρτιέμαι από σταγόνες.
Όμως πού ξέρω αν αυτό είναι βροχή
ή δάκρυα από τον μέσα ουρανό μιας μνήμης;
Μεγάλωσα πολύ για να ονομάζω
τα φαινόμενα χωρίς επιφύλαξη,
αυτό βροχή, αυτό δάκρυα.
Στεγνή στέκομαι ανάμεσα
στα δύο ενδεχόμενα : βροχή ή δάκρυα,
κι ανάμεσα σε τόσα διφορούμενα :
βροχή ή δάκρυα,
έρωτας ή τρόπος να μεγαλώνουμε,
εσύ ή μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάς
του τελευταίου φύλλου.
Το κάθε τελευταίο,
τελευταίο τ' ονομάζω χωρίς επιφύλαξη.
Και μεγάλωσα πολύ
για να είναι αυτό αφορμή δακρύων.
Δάκρυα ή βροχή, πού να ξέρω;
"...Συ δε φαίνεσαι.
Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο,
για να 'χω σταθεί στην άκρη του
κρατώντας λουλούδι
και χαμογελώντας,
θα πει πως όπου να 'ναι έρχεσαι.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
ζωή πέρασε κάποτε..."
"Είναι γυναίκες οι ψυχές, ανοίγουν
Η μια στην άλλη, αναζητούν.
Γυναίκα είναι η γη, πάσχει να είναι ωραία,
Ν' απαστράπτει σαν σε καθρέφτη.
Γυναίκα είναι η θάλασσα κ' η πόρτα,
Δέχεται και κλει, γυναίκα ο τάφος,
Μας σκεπάζει, γυναίκα είναι η νύχτα
Και σκοτεινιάζει, βαραίνει τα κόκαλα.
Γυναίκα η βρύση κ' η πλατιά βροχή,
Η στέρηση, η ανάμνηση κ' η προσευχή,
Η στάμνα, το σκαμνί, το καράβι,
Το δέντρο, το πουλί τ' αηδόνι, και το ψάρι."
κι όταν αυτό που πριν το λέγαμε δάκρυα το λέμε βροχή..όταν το παγκάκι της φωτογραφίας το βλέπουμε ένα άδειο παγκάκι..τότε έχουμε ανοίξει πια την πόρτα.
@Κύνθια
"Δεν ήρθε κι ένα απόγευμα
που να μη γίνει βράδυ
και όνειρο σημαίνει
να έρθει κι ένα απόγευμα
που να μη γίνει βράδυ."
-to areti
δεν ήρθε όμως.
@κύνθια
"από τα πέρατα μιας νοσταλγίας
παίρνω ειδήσεις σου:
κατάντησες θαμών
κάποιας παλιάς φωτογραφίας σου
διαπρέποντας στην χάρτινη έντασή της."
στον ανέσπερο
"Τουλάχιστον
ν' αλλάζεις πότε-πότε το νερό στις φωτογραφίες μου..."
στην Κύνθια
απόηχοι εγκλημάτων.
@Μαρκήσιος
Δημοσίευση σχολίου