Καὶ πῶς τοῦ παραδίνονταν λὲς καὶ τὰ μαύλισε
τὰ πράγματα Ρίχνανε στα πόδια τους τὶς
νικημένες τους σημαῖες τὰ ὅπλα τους τὰ
διάσημα τῆς ἀρχοντιᾶς τους κι ἀκόμα τοὺς
|
“Που είναι μια φλόγα
να μας χαρίσει
την ησυχία της τέφρας!”,
|
ἀδένες τους ποὺ ἐκκρίνανε τὶς σημασίες
ἐκεῖνες τὶς ἀνείπωτες ποὺ ξεσηκώναν
τὰ αἰδοῖα τῶν Βακχῶν τὸσο ποὺ πιὰ δὲν ἔπαιρνε
ἄλλο κ´ ἔκανε πανιὰ γιὰ τὴν ἀλάλητη γιὰ τὴ γυμνὴ βερυκοκιὰ νὰ τὴν κοιτάζει ἔφηβος
Ἀντίνοος τῶν βοστρύχων
Στράφι στράφι οἱ νίκες
Μὰ τὸ ποτάμι τὸν ἀκολουθοῦσε
τὸν περίμενε ὅλο ρουφῆχτρες
Κι αὐτὸς ἀνύποπτος τί ἀνισόπεδος
τί μὲ τὸ πλάσμα τῆς βαρύτητας σημαδεμένος
τί ἐραστὴς κατάνακρος μὲς στὴν ἀστροφεγγιὰ
στὴν ἀγγελοκρουσία
Τί μὲ τὸν ἄμωμο ἀγέρα ἀχόρταγος
τί μόνος μόνος καταμόναχος
γιὰ πάντα.
Κ´ οἱ φρόνιμοι: Ποιός εἶναι τοῦτος ὁ
πορφυρογέννητος τῆς ἐρημιᾶς καὶ τῆς ἀντάρας;
Ὁ δρόμος του χαράχτηκε περνάει ἀπ´ τὶς
ἀστραπὲς Ποὺ ὄχι μονάχα δὲ φυλάχτηκε ὁ
ἄμυαλος μὰ ποὺ τραβοῦσε κατεπάνω τους ὁ
μαυλισμένος δρομολόγιο τῆς κόλασης Κὶ πῶς
νὰ εἶναι ἡ θάλασσα ἀσπρόρουχο; μὰ τί λέει
ὁ τρελός; Πῶς τ´ ἄπαρτο ἁδόφραγμα ξέστηθος
ἥλιος; Καὶ ποῦ μαθὲς τὸ βρῆκε νά ´ναι τὸ
κάθε ἁλώνι μας τοῦ Χάρου καὶ τοῦ Διγενῆ; Τί
λέει ἐτοῦτος; Κι ἄν εἴτανε ὡς τό ´πε σμίλη
δὲν θά ´γλυφε τὴν πέτρα νὰ βγάλει ἄνεμο; Μὴν
κάποτε δὲν ρώτησε μιὰ θαλασσοσπηλιὰ ἄν εἶναι
κόρη μέλισσας; Κ´ ἐκείνη παραλοϊσμένη:
ἄχ νά ´σουνα ὁ καλός μου Κι ὅμως τῆς γύρισε
τὶς πλάτες κ´ ἔφυγε Τί νὰ ζητοῦσε; Τώρα
πάλι κοπάδι ἐλάφια ἡ λύπη του: ἡ ἀστρομάτα
ποὺ τὸν μάτιασε μιὰ παναγιὰ λαφίνα
τοῦ τό ´ταξε νὰ τόνε κάνει τοῦ θολοῦ νεροῦ
γιὰ πάντα
Ὅταν μετὰ αἰῶνες οἱ σκαπάνες
σ´ ἀρχαῖο τάφο βρίσκοντας τὰ ὀστά μου
θὰ δοῦνε πάνω τους νὰ φωσφορίζει τ´ ὄνομά σου
ἄραγε θὰ ξαφνιαστοῦν;
θὰ καταλάβουν;
θά ´ναι ὥς τότε ἀκόμα ὁ ἔρωτας
πνοὴ πρωιοῦ ἀπάνω στὸ τριφύλλι;
θὰ βλασταίνει ἀκόμα τοῦτο στὸν πλανήτη
ὅταν οἱ σκαπάνες;
Έκτωρ Κακναβάτος