Τρίτη, Ιουνίου 24
Δευτέρα, Ιουνίου 23
Εκατόν ένας κανονιοβολισμοί για τη Θεσσαλονίκη
Του Σπυρου Καραβα
Σάββατο, Ιουνίου 21
Κυριακή, Ιουνίου 8
Η Θεσσαλονίκη με τα μάτια ενός Ιταλού Tο «Salonica» που προβλήθηκε στην Ελβετία, από ντοκιμαντέρ για την εβραϊκή κοινότητά της, κατέληξε σε πορτρέτο της πόλης
Της Νελλης Αμπραβανελ
Πριν από μερικές εβδομάδες, ένα ντοκιμαντέρ για τη Θεσσαλονίκη, άγνωστο στους περισσότερους Ελληνες, έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους τριών πόλεων της Ελβετίας: στη Βέρνη, τη Βασιλεία και τη Ζυρίχη. Πριν από δύο χρόνια, και για δώδεκα μήνες, ο Ιταλός σκηνοθέτης Πάολο Πολόνι, που τα τελευταία είκοσι χρόνια ζει και εργάζεται στη Ζυρίχη, εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη με σκοπό να γυρίσει μια ταινία για την εβραϊκή κοινότητά της. Η αρχική ιδέα όμως εξελίχθηκε σε κάτι τελείως διαφορετικό: η ταινία, που φέρει τον τίτλο «Salonica» πρόκειται για μια σειρά πορτρέτων που καταφέρνουν να συνθέσουν ένα εκφραστικό πανόραμα της ελληνικής πόλης, με ιδιαίτερη έμφαση στην ταυτότητα, το αίσθημα του εθνικισμού και την πολυπολιτισμικότητα.
Η «Κ» ταξίδεψε στη Ζυρίχη, επιστρέφοντας με μια πρώτη εικόνα μιας ταινίας, που αν και δεν έχει έρθει ακόμα στη χώρα μας, είναι αφιερωμένη σε αυτήν.
Φτάνοντας στη Θεσσαλονίκη
Πώς ένας Ιταλός σκηνοθέτης, που δεν είναι Εβραίος, που ζει στην Ελβετία, και που δεν έχει «προηγούμενα» με την Ελλάδα, αποφασίζει να γυρίσει το πορτρέτο μιας ελληνικής πόλης; «Σε ένα ποίημα του Μπόρχες πρωτοσυνάντησα το όνομα της Θεσσαλονίκης. Ο Αργεντίνος συγγραφέας αναφερόταν στους Ισπανούς Εβραίους της Θεσσαλονίκης που κρατούσαν ακόμα το κλειδί των σπιτιών τους στο Τολέδο... Επειτα ήρθε ο Πρίμο Λέβι με τις αναφορές του στο Αουσβιτς και τους πολυμήχανους και έμπιστους Θεσσαλονικιούς Εβραίους συγκρατούμενούς του. Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που την ακούς περιστασιακά, αλλά δεν έχεις καθαρή εικόνα για το πού βρίσκεται. Δεν είναι η Αθήνα ούτε τα νησιά, και για εμάς τους Δυτικούς Ευρωπαίους, συγκαταλέγεται στην μπερδεμένη περιοχή των Βαλκανίων. Πήγα λοιπόν ως τουρίστας, διαβασμένος και διψασμένος, και ίσως με μια υπερβολικά ρομαντική διάθεση».
Ο Πολόνι όμως απογοητεύτηκε. Η εβραϊκή κοινότητα που περίμενε να βρει δεν αντιστοιχούσε στις ιστορίες που είχε διαβάσει. «Φτάνοντας στην πόλη κατάλαβα ότι το έργο δεν θα μπορούσε να γίνει για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης. Θα ήταν ένα έργο νοσταλγικό, μελαγχολικό, ένα έργο στραμμένο μόνο προς το παρελθόν. Και μια τέτοια ταινία δεν θα ταίριαζε σε μια πόλη με τόση ενέργεια, θόρυβο και ζωή».
Από τον Πρίμο Λέβι στην τσιγγάνα Ολιβέρα
Οι πρώτοι χαρακτήρες που εμφανίζονται στην οθόνη ανήκουν στην εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, είναι πολύ μεγάλοι σε ηλικία, δίνουν τις συνεντεύξεις τους μιλώντας Λαδίνο και εξιστορούν τις εμπειρίες τους από το Ολοκαύτωμα. Μπορεί κανείς να καταλάβει ποια μελαγχολία φοβάται ο Πολόνι, άσχετο αν τελικά αποφάσισε να την εντάξει στην τελική εκδοχή του έργου.
Ομως το επόμενο πλάνο δείχνει όμορφες έφηβες να παρελαύνουν στους κεντρικούς δρόμους της Θεσσαλονίκης σε κάποια εθνική εορτή, με τα γελάκια τους και το ρυθμό των τυμπάνων να σε επαναφέρουν στη σύγχρονη εποχή.
Επιστροφή στην εβραϊκή πλευρά, αλλά πρωταγωνιστής αυτή τη φορά, ο δεκατετράχρονος Ντάνι που ετοιμάζεται για τη θρησκευτική του ενηλικίωση, μιλάει πονηρά για κορίτσια και παίζει ηλεκτρονικά παιχνίδια. Η κάμερα αφήνει τον Ντάνι και καταπιάνεται με την Ολιβέρα, μια τσιγγάνα που μιλάει για την οικονομική της κατάσταση και την ανάγκη της να ανεξαρτητοποιηθεί από την οικογένειά της. Και ύστερα έρχονται ο περιπτεράς, ο υπερήφανος Ελληνο-πόντιος φωτογράφος και ο σπασμωδικός Αμερικάνος φοιτητής που προσπαθεί να βρει τις ρίζες του.
Η κάμερα του Πολόνι αρχίζει από εκεί που άρχισε και αυτός, διαβάζοντας τον Μπόρχες και τον Λεβί. Ομως οι περιστάσεις τον παρασύρουν σε ένα πιο σύγχρονο πανόραμα της Θεσσαλονίκης, κάτι που ο ίδιος δεν περίμενε ποτέ να ανακαλύψει. «Δεν αγνοώ τους λίγους Εβραίους της πόλης, και ούτε ξεφεύγω απόλυτα από το νοσταλγικό και μελαγχολικό στοιχείο των πορτρέτων τους – είναι αδύνατον άλλωστε. Εναλλακτικά, προσπαθώ να τοποθετήσω αυτές τις προσωπικότητες μέσα σε ένα περίπλοκο και ανομοιογενές αστικό περιβάλλον», κάτι αρκετά ριψοκίνδυνο, δεδομένου τις πιθανές αντιδράσεις από την πλευρά της εβραϊκής κοινότητας – άλλωστε έχουμε όλοι συνηθίσει έναν πιο «σεβάσμιο» τρόπο παρουσίασης των επιζησάντων του Ολοκαυτώματος.
Ελληνικότητα και εθνικισμός
Αυτό που φαίνεται να κέντρισε πιο πολύ το ενδιαφέρον του Πολόνι είναι το αίσθημα του «Ελληνάρα», αν και ποτέ δεν χρησιμοποιεί τη συγκεκριμένη έκφραση. Αλλωστε, η αγαπημένη του φιγούρα, που κυριολεκτικά, κλέβει την παράσταση, είναι ο Πόντιος φωτογράφος Γιάννης Κυριακίδης, που ξεσπάει για το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων, ανοίγοντας ένα απρόσμενο κεφάλαιο για τον Πολόνι. «Κατάλαβα ότι υπάρχει ένα σύγχρονο πάθος για το θέμα της ταυτότητας. Υπάρχει μια εύθραυστη πλευρά της Ελλάδας, που είναι πολύ πιο έντονη στο Βορρά, ειδικά αν λάβουμε υπ’ όψιν μας το πότε εντάχθηκαν γεωγραφικά στο ελληνικό κράτος οι σημερινές βόρειες περιοχές της Ελλάδας».
Ποιες όμως θα είναι οι αντιδράσεις του εγχώριου κοινού; Ο Πολόνι έχει τις επιφυλάξεις του. «Πιστεύω πως το ελληνικό κοινό θα διαψεύσει αυτόν τον υπερβολικό εθνικισμό. Θα θεωρηθεί ίσως επίσης ότι το έργο δεν έχει την κοινωνιολογική ισορροπία που θα περίμενε κανείς από τον τίτλο του.
Θα αναρωτηθούν για παράδειγμα: πού είναι η φιλελεύθερη, κοσμοπολίτικη γενιά που έχει ταξιδέψει και έχει διαβάσει και μπορεί να συνεννοηθεί τέλεια στα αγγλικά; Η αλήθεια είναι ότι γνώρισα τέτοιους ανθρώπους, αλλά ήταν πολύ “καθαροί” για την ταινία που τελικά αποφάσισα να κάνω. Το έργο μου δεν είναι κοινωνιολογική έρευνα, ούτε ρεπορτάζ. Μοιάζει τελικά περισσότερο με ιμπρεσιονιστικό πίνακα, που αν τον δεις από κοντά, δεν θα καταλάβεις πολλά, ενώ αν κάνεις λίγο πίσω, αντιλαμβάνεσαι μια μεγαλύτερη εικόνα, την ατμόσφαιρα και την αίσθηση μιας πόλης – τουλάχιστον αυτή ήταν και είναι η φιλοδοξία μου».
Η ματιά δεν είναι ελληνική, και αυτό ίσως να επιτρέπει μια πιο ρομαντική προσέγγιση, που το ελληνικό κοινό μπορεί εύκολα να απορρίψει. Ομως αυτή η εξωτερική ματιά έχει σίγουρα ένα ενδιαφέρον: μας υπενθυμίζει ότι πολλές φορές, η ιδέα που έχουμε για τον τόπο μας διαφέρει πολύ από αυτήν που έχουν οι άλλοι για μας, είτε αυτό έχει μια βάση είτε όχι.
Πέμπτη, Ιουνίου 5
Και τι περίμενες δηλαδή; Μια κοινωνία που αποθεώνει τη γελοία πλήξη της "Βουλής των Εφήβων" να σταθεί με ενδιαφέρον στα τεκταινόμενα των ημερών μέσα στα Πανεπιστήμια; Δηλαδή περιμένεις από την ξεχασμένη μικροαστή μαμά που τηλεφωνεί στις φίλες και στις άλλες ξεχασμένες (αυτή ή της "επαρχίας της Αθήνας κοιμωμένη"), ότι ο κανακάρης μιλάει από του βήματος της Βουλής, περιμένεις από την εν αγνοία της φοβερή λοβοτομούσα μάνα, να βγει από τα όριά της και να αντιληφθεί το τι εστί παρέκκλιση; Περιμένεις από έναν ολόκληρο κόσμο που σέρνει μέσα του αταβιστικά τον τρόμο της φτώχειας και την ίδια στιγμή παγώνει από έναν καινούργιο τρόμο μιας νέας φτώχειας να απεμπλακεί από την ιδεοληψία της κοινωνικής ανέλιξης (λεφτά και καταξίωση) μέσω των σπουδών;
Λάθος περιμένεις.
Δεν πρόκειται ποτέ αυτοί οι άνθρωποι να καταλάβουν. Ποτέ τους δεν κατάλαβαν οι περιώνυμες πλειοψηφίες, η πολυπλοκότητα των πλειοψηφιών που αλληλοσυντιθέμενες, αλληλοαναιρούμενες, και απείρως συγκρουόμενες συνθέτουν τον κοινωνικό ιστό, ποτέ τους δεν κατάλαβαν την ιοβόλο εξαίρεση που οδηγεί στις νέες καταστάσεις.
Το να θεωρείς φυσικό νόμο την ολοένα και αγριότερη ταξική υπόσταση της πολιτείας είναι φυσιολογικό.
Το να θεωρείς φυσική εξέλιξη την απαξίωση της δημόσιας παιδείας και αφύσικη την παραβατικότητα από τον "νόμο της μαμάς και του μπαμπά που πληρώνουν" είναι φυσιολογικό. Οι παραβάτες τιμωρούνται. Δεν υπάρχει ιστορική φάση στην πολύπλοκη διαδικασία εξέλιξης του ανθρώπου όντος και της κοινωνίας των ανθρώπων που να μην έχει τιμωρηθεί η παραβατικότητα στην οποιαδήποτε μορφή της. Και δεν υπάρχει επίσης ιστορική φάση όπου η οποιασδήποτε μορφής παραβατικότητα αφ' ης στιγμής έγινε εξουσία, να μην τιμώρησε αγριότατα τους παραβατικούς που την αμφισβήτησαν. Ωστόσο ο κόσμος προχώρησε. Και τώρα το ίδιο συμβαίνει (όχι "θα" συμβεί, συμβαίνει~ η διαδικασία είναι αδιάκοπη, δεν υπάρχει κάπου στο μέλλον ένας χωροταξικά διευθετημένος κοινωνικός παράδεισος, το μέλλον δημιουργείται, αναιρείται καθορίζεται και επαναπροσδιορίζεται διαρκώς και αδιαλείπτως μένοντας ανοιχτό 24 ώρες το 24ωρο) και δεν πρόκειται να γίνει αλλιώς. Είτε το θέλουμε (ή το θέλουν) είτε όχι, το μέλλον υπάρχει.
Το μέλλον είναι πάντα εδώ με όλη του την παραβατικότητα και με όλη του την οπισθέλκουσα δύναμη. Θέλω να πω, ότι το μέλλον είναι ήδη εδώ με όλη του την αντίφαση. Μην περιμένεις όμως να ζήσουνε γι' αυτό το μέλλον οι τρομαγμένες πλειοψηφίες. Υπάρχει η προϋπόθεση του παρόντος. Όπου είναι νόμιμη η παραπαιδεία, στραβή η πολιτεία για τα μαύρα λεφτά που κινούνται περί την παιδεία και παράνομη η παραβατικότητα. "Κάθε Πέμπτη είχαμε ραντεβού με τους ταραξίες" είχε πει στο προεκλογικό ντιμπέιτ ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής που ως νόμιμος νέος με τα απολύτως νόμιμα πλούτη της οικογένειας που εσπούδασε επιστήμων και πάνω απ' όλα άνθρωπος. Αν και πρωθυπουργός. Έτσι είναι. Γιατί σ' αυτή την κοινωνία την ταξική, οι αξίες επιβραβεύονται. "Ταραξίες" χαρακτηρίστηκαν από έναν άνθρωπο που μάλλον δεν ταράχτηκε ποτέ, οι νέοι που διεκδίκησαν. Αυτό λέγεται φοβική χυδαιότητα και αποκαλυμένη διαστροφή της πραγματικότητας από έναν άνθρωπο που υποτίθεται ότι μέλημά του είναι το μέλλον. Αλλά σε ποιον να το πεις; Στον γονιό που δεν ξέρει να ξεχωρίσει τη διαφορά ανάμεσα στο "χαρτί" (στο πτυχίο) και στη γνώση; Στον φοβισμένο που δεν θέλει να μάθει ότι "οι καλοί βαθμοί" δεν είναι συνώνυμο της ευτυχισμένης ζωής;
Στο γουρούνι που νομίζει ότι η τηλεόραση είναι η αποθέωση της πραγματικότητας;
Σε ποιον;
Σ' αυτόν λέω να το πεις. Και ας μη σ' ακούσει.
Έτσι κι αλλιώς, να του πεις, το μέλλον υπάρχει. Όσο κι αν φοβάται να τους πεις, όσο κι αν πείθεται από τις άσχημες φάτσες της ευπείθειας και της καλοπληρωμένης τάχα μου εμβρίθειας που είναι μια βλακεία και μισή, όσο κι αν λυγίζει από την έλλειψη χρημάτων, να του πεις ότι εχθρός δεν είναι τα παιδιά.
Να του πεις να χαίρεται αν το παιδί του έχει εχθρότητα.
Να του πεις ότι κανένα παιδί, πουθενά και ποτέ στον κόσμο δεν καθυστερούν έως θανάτου από την πείνα και τη δίψα. Όχι μόνο από των δυνατών την επιβολή, αλλά και από των φοβισμένων την παρανοϊκή συναίνεση εκείνων που θεωρούν "φυσιολογική" την καταδίκη.
Να πεις σ' αυτόν που δεν καταλαβαίνει, ότι είναι ψεύδος η τρέχουσα πλειοψηφία. Πουθενά δεν μετέχει ο εαυτός του να του πεις. Κι είναι πολύ λεπτό σημείο αυτό. Απίστευτου πόνου σημείο για την ανθρωπότητα. Προκάλεσε να του πεις -μην το αφήσεις απ' έξω- τις απόλυτες στρεβλώσεις των καθολικών αφηγήσεων.
Είναι παιχνίδι με την ύπαρξη, πες του, το λεπίδι της κάθε γνώσεως.
Σοβαρότατο πράγμα. Θέλει δουλειά.
Πιο πέρα από το συντεταγμένο
γιατί κανένας δεν κατάφερε ακόμη να συντάξει το επέκεινα.
Κανένας δεν κατάφερε να προλάβει την εντροπία του μέλλοντος.
Κώστας ΚΑΝΑΒΟΥΡΗΣ /αυγη
Το δημόσιο πανεπιστήμιο έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση. Η συνταγματική αναθεώρηση ναυάγησε αλλά επιχειρείται η εφαρμογή του νόμου πλαισίου, υπό τη μορφή "φροντίδας" που θα έρθει, υποτίθεται να απαλλάξει την ανώτατη εκπαίδευση από κάθε μορφή δυσλειτουργίας. Το πανεπιστήμιο αντιστέκεται στη φροντίδα, αναπτύσσει την άμυνά του μέσα σε έναν ιδιάζοντα χώρο, εκείνον του πανεπιστημιακού ασύλου. Αυτόν ακριβώς τον χώρο προσβάλλει η φροντίδα των κυβερνητικών μεταρρυθμίσεων γι' αυτό ο πανεπιστημιακός κόσμος αντιστέκεται σε όλα τα σημεία της εφαρμογής τους. Τα παρακάτω σχόλια τοποθετούνται στα πλαίσια μιας τέτοιας προβληματικής της αντίστασης και βασίζονται σε δύο κείμενα* που θα ήταν κρίμα να λείπουν από αυτή. Το κείμενο του Ζ. Ντερριντά εστιάζει στον απροϋπόθετο και δημόσιο χαρακτήρα του πανεπιστημιακού λόγου. Στο πανεπιστήμιο, μας λέει, πρέπει όλα να μπορούν να ειπωθούν δημόσια. Ταυτόχρονα περιγράφει το απροϋπόθετο του πανεπιστημιακού χώρου, μιλώντας για έναν τόπο που μπορεί να εγκυμονεί συμβάντα. Το συμβάν εδώ εμφανίζεται σαν κάτι το οποίο καθώς συμβαίνει δεν ενεργοποιεί απλώς αυτό που έχει ήδη καταστεί δυνατόν από τις υπάρχουσες δομές: "Το συμβάν υπάγεται σε ένα ίσως το οποίο συνάδει όχι με το δυνατόν αλλά με το αδύνατον"^1^. Έτσι μας βοηθά να διακρίνουμε στην καρδιά του δημόσιου χώρου, ένα προνομιούχο υποσύνολό του, που μπορεί να εγκυμονεί το αδύνατο και "πρέπει συμβολικά να προστατευθεί μέσω ενός είδους ασυλίας-ανοσίας, ως εάν το ένδον του ήταν απαραβίαστο"^1^. Συνεπώς το πανεπιστήμιο δεν μπορεί καν να υπάρξει χωρίς να διασφαλίζει αυτό το ως εάν, όχι σαν ένα πραγματικό επώνυμο προϊόν ή έργο, αλλά σαν τον χώρο του αδύνατου, που ανήκει στο μέλλον και δεν μπορούμε να προετοιμάσουμε την άφιξή του. Δυστυχώς, μιλώντας για μια ειδική, υπό ασυλία χωρικότητα στην καρδιά του δημόσιου χώρου, διατρέχουμε έναν σοβαρό κίνδυνο: να φανταστούμε αυτή τη χωρικότητα περισσότερο σαν ένα εντός. Εδώ καθόλου δε μας αφορά η προστασία ενός ευαίσθητου και καλοφροντισμένου μέσα. Μας ενδιαφέρει η ασυλία που καθιστά δυνατό ένα έξω. Αυτό το έξω έρχεται να προσδιορίσει την παράδοξη φύση του πανεπιστημιακού δημόσιου χώρου. Το "εντός του ένδον" που αναφέρει περιστασιακά ο Ντερριντά, βρίσκεται παραδόξως σ' αυτό το έξω. Η τάση να αντιλαμβανόμαστε τον πανεπιστημιακό χώρο σαν ένα μέσα, που πρέπει να φυλαχτεί, να διαμορφωθεί προσεκτικά, να διασφαλίσει τους χρήστες του και το υλικό του, αφήνει το περιθώριο στις εξουσίες να διεισδύσουν σαν εγγυητές αυτού του "καθαρού" μέσα. Μια τέτοια εσωτερικότητα είναι εντελώς ευάλωτη σε κυρίαρχες δομές που επιδιώκουν να την ελέγξουν και να την διαμορφώσουν. Στον αντίποδα της, συναντούμε το έξω του Μ. Φουκώ σαν το χώρο που δεν ανήκει ούτε στην εξουσία, ούτε στη γνώση. Βρίσκεται γύρω τους αλλά και ανάμεσά τους μοναδικός εγγυητής της μη-σχέσης τους. Μεταφέροντας συνεχώς τα όριά του, δεν μπορεί να γίνει προσιτός εκεί όπου ασκείται κάποια μορφή συστηματικής φροντίδας. Μόνο η αμέλεια έλκει προς το έξω, ενώ "μια τέτοια αμέλεια δεν είναι στ' αλήθεια παρά η άλλη όψη ενός ζήλου"^2^. Μια πολύ εργατική αμέλεια, λοιπόν, διαφυλάσσει τον πανεπιστημιακό χώρο από τη διείσδυση των εξουσιών, η αμέλεια της πανεπιστημιακής ασυλίας. Εξασφαλίζει έναν τόπο που μπορεί να επικοινωνεί με το έξω. Που μπορεί να παράγει επινοήσεις, αναδύσεις, επιθυμίες. Που μπορεί να παράγει πραγματικά συμβάντα.
1. Ζακ Ντερριντά, Το Πανεπιστήμιο άνευ όρων, μετάφραση - σημειώσεις Βαγγέλης Μπιτσώρης, εκδ. Εκκρεμές, 2004
2. Μισέλ Φουκώ, Ο στοχασμός του έξω, μετάφραση-σημειώσεις Γιώργος Σπανός, εκδ. Πλέθρον, 1998