Salonica
Η Θεσσαλονίκη με τα μάτια ενός Ιταλού Tο «Salonica» που προβλήθηκε στην Ελβετία, από ντοκιμαντέρ για την εβραϊκή κοινότητά της, κατέληξε σε πορτρέτο της πόλης
Της Νελλης Αμπραβανελ
Πριν από μερικές εβδομάδες, ένα ντοκιμαντέρ για τη Θεσσαλονίκη, άγνωστο στους περισσότερους Ελληνες, έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους τριών πόλεων της Ελβετίας: στη Βέρνη, τη Βασιλεία και τη Ζυρίχη. Πριν από δύο χρόνια, και για δώδεκα μήνες, ο Ιταλός σκηνοθέτης Πάολο Πολόνι, που τα τελευταία είκοσι χρόνια ζει και εργάζεται στη Ζυρίχη, εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη με σκοπό να γυρίσει μια ταινία για την εβραϊκή κοινότητά της. Η αρχική ιδέα όμως εξελίχθηκε σε κάτι τελείως διαφορετικό: η ταινία, που φέρει τον τίτλο «Salonica» πρόκειται για μια σειρά πορτρέτων που καταφέρνουν να συνθέσουν ένα εκφραστικό πανόραμα της ελληνικής πόλης, με ιδιαίτερη έμφαση στην ταυτότητα, το αίσθημα του εθνικισμού και την πολυπολιτισμικότητα.
Η «Κ» ταξίδεψε στη Ζυρίχη, επιστρέφοντας με μια πρώτη εικόνα μιας ταινίας, που αν και δεν έχει έρθει ακόμα στη χώρα μας, είναι αφιερωμένη σε αυτήν.
Φτάνοντας στη Θεσσαλονίκη
Πώς ένας Ιταλός σκηνοθέτης, που δεν είναι Εβραίος, που ζει στην Ελβετία, και που δεν έχει «προηγούμενα» με την Ελλάδα, αποφασίζει να γυρίσει το πορτρέτο μιας ελληνικής πόλης; «Σε ένα ποίημα του Μπόρχες πρωτοσυνάντησα το όνομα της Θεσσαλονίκης. Ο Αργεντίνος συγγραφέας αναφερόταν στους Ισπανούς Εβραίους της Θεσσαλονίκης που κρατούσαν ακόμα το κλειδί των σπιτιών τους στο Τολέδο... Επειτα ήρθε ο Πρίμο Λέβι με τις αναφορές του στο Αουσβιτς και τους πολυμήχανους και έμπιστους Θεσσαλονικιούς Εβραίους συγκρατούμενούς του. Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που την ακούς περιστασιακά, αλλά δεν έχεις καθαρή εικόνα για το πού βρίσκεται. Δεν είναι η Αθήνα ούτε τα νησιά, και για εμάς τους Δυτικούς Ευρωπαίους, συγκαταλέγεται στην μπερδεμένη περιοχή των Βαλκανίων. Πήγα λοιπόν ως τουρίστας, διαβασμένος και διψασμένος, και ίσως με μια υπερβολικά ρομαντική διάθεση».
Ο Πολόνι όμως απογοητεύτηκε. Η εβραϊκή κοινότητα που περίμενε να βρει δεν αντιστοιχούσε στις ιστορίες που είχε διαβάσει. «Φτάνοντας στην πόλη κατάλαβα ότι το έργο δεν θα μπορούσε να γίνει για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης. Θα ήταν ένα έργο νοσταλγικό, μελαγχολικό, ένα έργο στραμμένο μόνο προς το παρελθόν. Και μια τέτοια ταινία δεν θα ταίριαζε σε μια πόλη με τόση ενέργεια, θόρυβο και ζωή».
Από τον Πρίμο Λέβι στην τσιγγάνα Ολιβέρα
Οι πρώτοι χαρακτήρες που εμφανίζονται στην οθόνη ανήκουν στην εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, είναι πολύ μεγάλοι σε ηλικία, δίνουν τις συνεντεύξεις τους μιλώντας Λαδίνο και εξιστορούν τις εμπειρίες τους από το Ολοκαύτωμα. Μπορεί κανείς να καταλάβει ποια μελαγχολία φοβάται ο Πολόνι, άσχετο αν τελικά αποφάσισε να την εντάξει στην τελική εκδοχή του έργου.
Ομως το επόμενο πλάνο δείχνει όμορφες έφηβες να παρελαύνουν στους κεντρικούς δρόμους της Θεσσαλονίκης σε κάποια εθνική εορτή, με τα γελάκια τους και το ρυθμό των τυμπάνων να σε επαναφέρουν στη σύγχρονη εποχή.
Επιστροφή στην εβραϊκή πλευρά, αλλά πρωταγωνιστής αυτή τη φορά, ο δεκατετράχρονος Ντάνι που ετοιμάζεται για τη θρησκευτική του ενηλικίωση, μιλάει πονηρά για κορίτσια και παίζει ηλεκτρονικά παιχνίδια. Η κάμερα αφήνει τον Ντάνι και καταπιάνεται με την Ολιβέρα, μια τσιγγάνα που μιλάει για την οικονομική της κατάσταση και την ανάγκη της να ανεξαρτητοποιηθεί από την οικογένειά της. Και ύστερα έρχονται ο περιπτεράς, ο υπερήφανος Ελληνο-πόντιος φωτογράφος και ο σπασμωδικός Αμερικάνος φοιτητής που προσπαθεί να βρει τις ρίζες του.
Η κάμερα του Πολόνι αρχίζει από εκεί που άρχισε και αυτός, διαβάζοντας τον Μπόρχες και τον Λεβί. Ομως οι περιστάσεις τον παρασύρουν σε ένα πιο σύγχρονο πανόραμα της Θεσσαλονίκης, κάτι που ο ίδιος δεν περίμενε ποτέ να ανακαλύψει. «Δεν αγνοώ τους λίγους Εβραίους της πόλης, και ούτε ξεφεύγω απόλυτα από το νοσταλγικό και μελαγχολικό στοιχείο των πορτρέτων τους – είναι αδύνατον άλλωστε. Εναλλακτικά, προσπαθώ να τοποθετήσω αυτές τις προσωπικότητες μέσα σε ένα περίπλοκο και ανομοιογενές αστικό περιβάλλον», κάτι αρκετά ριψοκίνδυνο, δεδομένου τις πιθανές αντιδράσεις από την πλευρά της εβραϊκής κοινότητας – άλλωστε έχουμε όλοι συνηθίσει έναν πιο «σεβάσμιο» τρόπο παρουσίασης των επιζησάντων του Ολοκαυτώματος.
Ελληνικότητα και εθνικισμός
Αυτό που φαίνεται να κέντρισε πιο πολύ το ενδιαφέρον του Πολόνι είναι το αίσθημα του «Ελληνάρα», αν και ποτέ δεν χρησιμοποιεί τη συγκεκριμένη έκφραση. Αλλωστε, η αγαπημένη του φιγούρα, που κυριολεκτικά, κλέβει την παράσταση, είναι ο Πόντιος φωτογράφος Γιάννης Κυριακίδης, που ξεσπάει για το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων, ανοίγοντας ένα απρόσμενο κεφάλαιο για τον Πολόνι. «Κατάλαβα ότι υπάρχει ένα σύγχρονο πάθος για το θέμα της ταυτότητας. Υπάρχει μια εύθραυστη πλευρά της Ελλάδας, που είναι πολύ πιο έντονη στο Βορρά, ειδικά αν λάβουμε υπ’ όψιν μας το πότε εντάχθηκαν γεωγραφικά στο ελληνικό κράτος οι σημερινές βόρειες περιοχές της Ελλάδας».
Ποιες όμως θα είναι οι αντιδράσεις του εγχώριου κοινού; Ο Πολόνι έχει τις επιφυλάξεις του. «Πιστεύω πως το ελληνικό κοινό θα διαψεύσει αυτόν τον υπερβολικό εθνικισμό. Θα θεωρηθεί ίσως επίσης ότι το έργο δεν έχει την κοινωνιολογική ισορροπία που θα περίμενε κανείς από τον τίτλο του.
Θα αναρωτηθούν για παράδειγμα: πού είναι η φιλελεύθερη, κοσμοπολίτικη γενιά που έχει ταξιδέψει και έχει διαβάσει και μπορεί να συνεννοηθεί τέλεια στα αγγλικά; Η αλήθεια είναι ότι γνώρισα τέτοιους ανθρώπους, αλλά ήταν πολύ “καθαροί” για την ταινία που τελικά αποφάσισα να κάνω. Το έργο μου δεν είναι κοινωνιολογική έρευνα, ούτε ρεπορτάζ. Μοιάζει τελικά περισσότερο με ιμπρεσιονιστικό πίνακα, που αν τον δεις από κοντά, δεν θα καταλάβεις πολλά, ενώ αν κάνεις λίγο πίσω, αντιλαμβάνεσαι μια μεγαλύτερη εικόνα, την ατμόσφαιρα και την αίσθηση μιας πόλης – τουλάχιστον αυτή ήταν και είναι η φιλοδοξία μου».
Η ματιά δεν είναι ελληνική, και αυτό ίσως να επιτρέπει μια πιο ρομαντική προσέγγιση, που το ελληνικό κοινό μπορεί εύκολα να απορρίψει. Ομως αυτή η εξωτερική ματιά έχει σίγουρα ένα ενδιαφέρον: μας υπενθυμίζει ότι πολλές φορές, η ιδέα που έχουμε για τον τόπο μας διαφέρει πολύ από αυτήν που έχουν οι άλλοι για μας, είτε αυτό έχει μια βάση είτε όχι.
Η Θεσσαλονίκη με τα μάτια ενός Ιταλού Tο «Salonica» που προβλήθηκε στην Ελβετία, από ντοκιμαντέρ για την εβραϊκή κοινότητά της, κατέληξε σε πορτρέτο της πόλης
Της Νελλης Αμπραβανελ
Πριν από μερικές εβδομάδες, ένα ντοκιμαντέρ για τη Θεσσαλονίκη, άγνωστο στους περισσότερους Ελληνες, έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους τριών πόλεων της Ελβετίας: στη Βέρνη, τη Βασιλεία και τη Ζυρίχη. Πριν από δύο χρόνια, και για δώδεκα μήνες, ο Ιταλός σκηνοθέτης Πάολο Πολόνι, που τα τελευταία είκοσι χρόνια ζει και εργάζεται στη Ζυρίχη, εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη με σκοπό να γυρίσει μια ταινία για την εβραϊκή κοινότητά της. Η αρχική ιδέα όμως εξελίχθηκε σε κάτι τελείως διαφορετικό: η ταινία, που φέρει τον τίτλο «Salonica» πρόκειται για μια σειρά πορτρέτων που καταφέρνουν να συνθέσουν ένα εκφραστικό πανόραμα της ελληνικής πόλης, με ιδιαίτερη έμφαση στην ταυτότητα, το αίσθημα του εθνικισμού και την πολυπολιτισμικότητα.
Η «Κ» ταξίδεψε στη Ζυρίχη, επιστρέφοντας με μια πρώτη εικόνα μιας ταινίας, που αν και δεν έχει έρθει ακόμα στη χώρα μας, είναι αφιερωμένη σε αυτήν.
Φτάνοντας στη Θεσσαλονίκη
Πώς ένας Ιταλός σκηνοθέτης, που δεν είναι Εβραίος, που ζει στην Ελβετία, και που δεν έχει «προηγούμενα» με την Ελλάδα, αποφασίζει να γυρίσει το πορτρέτο μιας ελληνικής πόλης; «Σε ένα ποίημα του Μπόρχες πρωτοσυνάντησα το όνομα της Θεσσαλονίκης. Ο Αργεντίνος συγγραφέας αναφερόταν στους Ισπανούς Εβραίους της Θεσσαλονίκης που κρατούσαν ακόμα το κλειδί των σπιτιών τους στο Τολέδο... Επειτα ήρθε ο Πρίμο Λέβι με τις αναφορές του στο Αουσβιτς και τους πολυμήχανους και έμπιστους Θεσσαλονικιούς Εβραίους συγκρατούμενούς του. Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που την ακούς περιστασιακά, αλλά δεν έχεις καθαρή εικόνα για το πού βρίσκεται. Δεν είναι η Αθήνα ούτε τα νησιά, και για εμάς τους Δυτικούς Ευρωπαίους, συγκαταλέγεται στην μπερδεμένη περιοχή των Βαλκανίων. Πήγα λοιπόν ως τουρίστας, διαβασμένος και διψασμένος, και ίσως με μια υπερβολικά ρομαντική διάθεση».
Ο Πολόνι όμως απογοητεύτηκε. Η εβραϊκή κοινότητα που περίμενε να βρει δεν αντιστοιχούσε στις ιστορίες που είχε διαβάσει. «Φτάνοντας στην πόλη κατάλαβα ότι το έργο δεν θα μπορούσε να γίνει για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης. Θα ήταν ένα έργο νοσταλγικό, μελαγχολικό, ένα έργο στραμμένο μόνο προς το παρελθόν. Και μια τέτοια ταινία δεν θα ταίριαζε σε μια πόλη με τόση ενέργεια, θόρυβο και ζωή».
Από τον Πρίμο Λέβι στην τσιγγάνα Ολιβέρα
Οι πρώτοι χαρακτήρες που εμφανίζονται στην οθόνη ανήκουν στην εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, είναι πολύ μεγάλοι σε ηλικία, δίνουν τις συνεντεύξεις τους μιλώντας Λαδίνο και εξιστορούν τις εμπειρίες τους από το Ολοκαύτωμα. Μπορεί κανείς να καταλάβει ποια μελαγχολία φοβάται ο Πολόνι, άσχετο αν τελικά αποφάσισε να την εντάξει στην τελική εκδοχή του έργου.
Ομως το επόμενο πλάνο δείχνει όμορφες έφηβες να παρελαύνουν στους κεντρικούς δρόμους της Θεσσαλονίκης σε κάποια εθνική εορτή, με τα γελάκια τους και το ρυθμό των τυμπάνων να σε επαναφέρουν στη σύγχρονη εποχή.
Επιστροφή στην εβραϊκή πλευρά, αλλά πρωταγωνιστής αυτή τη φορά, ο δεκατετράχρονος Ντάνι που ετοιμάζεται για τη θρησκευτική του ενηλικίωση, μιλάει πονηρά για κορίτσια και παίζει ηλεκτρονικά παιχνίδια. Η κάμερα αφήνει τον Ντάνι και καταπιάνεται με την Ολιβέρα, μια τσιγγάνα που μιλάει για την οικονομική της κατάσταση και την ανάγκη της να ανεξαρτητοποιηθεί από την οικογένειά της. Και ύστερα έρχονται ο περιπτεράς, ο υπερήφανος Ελληνο-πόντιος φωτογράφος και ο σπασμωδικός Αμερικάνος φοιτητής που προσπαθεί να βρει τις ρίζες του.
Η κάμερα του Πολόνι αρχίζει από εκεί που άρχισε και αυτός, διαβάζοντας τον Μπόρχες και τον Λεβί. Ομως οι περιστάσεις τον παρασύρουν σε ένα πιο σύγχρονο πανόραμα της Θεσσαλονίκης, κάτι που ο ίδιος δεν περίμενε ποτέ να ανακαλύψει. «Δεν αγνοώ τους λίγους Εβραίους της πόλης, και ούτε ξεφεύγω απόλυτα από το νοσταλγικό και μελαγχολικό στοιχείο των πορτρέτων τους – είναι αδύνατον άλλωστε. Εναλλακτικά, προσπαθώ να τοποθετήσω αυτές τις προσωπικότητες μέσα σε ένα περίπλοκο και ανομοιογενές αστικό περιβάλλον», κάτι αρκετά ριψοκίνδυνο, δεδομένου τις πιθανές αντιδράσεις από την πλευρά της εβραϊκής κοινότητας – άλλωστε έχουμε όλοι συνηθίσει έναν πιο «σεβάσμιο» τρόπο παρουσίασης των επιζησάντων του Ολοκαυτώματος.
Ελληνικότητα και εθνικισμός
Αυτό που φαίνεται να κέντρισε πιο πολύ το ενδιαφέρον του Πολόνι είναι το αίσθημα του «Ελληνάρα», αν και ποτέ δεν χρησιμοποιεί τη συγκεκριμένη έκφραση. Αλλωστε, η αγαπημένη του φιγούρα, που κυριολεκτικά, κλέβει την παράσταση, είναι ο Πόντιος φωτογράφος Γιάννης Κυριακίδης, που ξεσπάει για το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων, ανοίγοντας ένα απρόσμενο κεφάλαιο για τον Πολόνι. «Κατάλαβα ότι υπάρχει ένα σύγχρονο πάθος για το θέμα της ταυτότητας. Υπάρχει μια εύθραυστη πλευρά της Ελλάδας, που είναι πολύ πιο έντονη στο Βορρά, ειδικά αν λάβουμε υπ’ όψιν μας το πότε εντάχθηκαν γεωγραφικά στο ελληνικό κράτος οι σημερινές βόρειες περιοχές της Ελλάδας».
Ποιες όμως θα είναι οι αντιδράσεις του εγχώριου κοινού; Ο Πολόνι έχει τις επιφυλάξεις του. «Πιστεύω πως το ελληνικό κοινό θα διαψεύσει αυτόν τον υπερβολικό εθνικισμό. Θα θεωρηθεί ίσως επίσης ότι το έργο δεν έχει την κοινωνιολογική ισορροπία που θα περίμενε κανείς από τον τίτλο του.
Θα αναρωτηθούν για παράδειγμα: πού είναι η φιλελεύθερη, κοσμοπολίτικη γενιά που έχει ταξιδέψει και έχει διαβάσει και μπορεί να συνεννοηθεί τέλεια στα αγγλικά; Η αλήθεια είναι ότι γνώρισα τέτοιους ανθρώπους, αλλά ήταν πολύ “καθαροί” για την ταινία που τελικά αποφάσισα να κάνω. Το έργο μου δεν είναι κοινωνιολογική έρευνα, ούτε ρεπορτάζ. Μοιάζει τελικά περισσότερο με ιμπρεσιονιστικό πίνακα, που αν τον δεις από κοντά, δεν θα καταλάβεις πολλά, ενώ αν κάνεις λίγο πίσω, αντιλαμβάνεσαι μια μεγαλύτερη εικόνα, την ατμόσφαιρα και την αίσθηση μιας πόλης – τουλάχιστον αυτή ήταν και είναι η φιλοδοξία μου».
Η ματιά δεν είναι ελληνική, και αυτό ίσως να επιτρέπει μια πιο ρομαντική προσέγγιση, που το ελληνικό κοινό μπορεί εύκολα να απορρίψει. Ομως αυτή η εξωτερική ματιά έχει σίγουρα ένα ενδιαφέρον: μας υπενθυμίζει ότι πολλές φορές, η ιδέα που έχουμε για τον τόπο μας διαφέρει πολύ από αυτήν που έχουν οι άλλοι για μας, είτε αυτό έχει μια βάση είτε όχι.
Info http://
www.salonica.ch
2 σχόλια:
Είναι μια πόλη που μοιάζει σ'αυτούς που τη ζουν:Μεγαλώνει μαζί τους,γερνάει μαζί τους και κει που λες "δε με γνωρίζω, δεν τη γνωρίζω",σου κλείνει το μάτι,αφήνει για λίγο μια χαραμάδα και βλέπεις-σα μαγική εικόνα-την ψυχή της.Για λίγο μόνο.
................................
Η εκδοχή του ιμπρεσσιονιστικού πίνακα ας μείνει γι' αυτούς που από μακριά,από πολύ μακριά τη "βλέπουν".
Μετά τη Θεσσαλονίκη..;Το χάος;
Δημοσίευση σχολίου