Να φοβάσαι τους ποιητές ...
Τα φτερά μου τρέμουν/ απ' τις ζητωκραυγές/ λίγο ακόμη/ και θα μαδήσουν
Μεγάλη δυσκολία/ το πλάσιμο/ των θετικών ηρώων-/ όταν αφήσουν χάμου/ τις σημαίες/ δεν ξέρουν πια/ τι να κάνουν τα χέρια τους/ ούτε και εμείς-/ καλύτερα λοιπόν/ καθόλου να μη γίνουν/ τ' αποκαλυπτήρια/ αυτού του αγάλματος/ και του ποιήματος αυτού.
Τ' όμορφο αγόρι/ άφησε το ποδήλατό του/ στην πόρτα του κουρείου/ κοιτιέται στον καθρέφτη/ γι' αυτό συχνά φοβόμαστε/ τα ποιήματα.
Ο ένας φορούσε μαύρα/ κι ο άλλος μαύρα/ η μόνη διαφορά/ ήταν που ο δεύτερος κρατούσε/ ένα λουλούδι.
Ήρωες προδότες αδιάφοροι/ αντιπροδότες αντιήρωες/ μάζεψε τις σημαίες/ πλύνε τες/ κρέμασέ τες στο σύρμα/ πλάι στις φανέλες και στα σώβρακα-/ οι κήρυκες θ' αργήσουν ακόμη.
Όταν η απραξία/ γίνεται αυτάρκεια/ κι ο στοχασμός απραξία/ οι λύκοι χορεύουν
Γ. Ρίτσος εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 70
12 σχόλια:
"|Ο ωραίος ναυτικός/ στα δόντια του σκυλόψαρου/ οι άλλοι σώοι/ φρόντισαν τις αποσκευές τους/ αποβιβάστηκαν γρήγορα/ το χρυσό κηροπήγιο/ το κλεμμένο/ όχι δε χάθηκε|"
Έσχατο σημείο
Εφημερίδες, χειρόγραφα, αγάλματα, σταχτοδοχεία,
κι άλλοι νεκροί (από φυσικό ή βίαιο θάνατο) – γέμισε ο τόπος,
δεν έχεις πού ν’ ακουμπήσεις το χέρι σου ή μια σκέψη. Το χειρότερο:
ετούτες οι φωτογραφίες, χιλιάδες – πώς σωριάστηκαν εδώ πάνω; -
όλες δικές του, ναι, σε διάφορους χώρους και χρόνους, σε διάφορες στάσεις,
άλλες ρητορικές ή ερημικές, με πλάγιο φωτισμό ή κάθετο,
άλλες σε ημίφωτα πρωινά ή εσπερινά μ’ ένα σκυλί στ’ ακρογιάλι,
ή μ’ ένα κηροπήγιο στη σκάλα, ή στην εξέδρα με όλα τα παράσημά του,
Ποσειδώνας; Απόλλωνας; Χριστός; δημαγωγός; θεατρίνος; ή μήπως ερημίτης
με μιαν ακρίδα στον ώμο του, μια πεταλούδα στα μαλλιά του,
με κίτρινα αγκάθια στους κροτάφους και στα πόδια. Ποιος είναι
αυτός ο υμνημένος και λιθοβολημένος; Πού να κρύψει το βλέμμα;
Πού την απόσταση; Πώς να ανταποκριθεί; Σε ποιον; Κι έτσι καθώς βουλιάζει
μέσα στα τόσα πρόσωπα που του ‘χουν δώσει, που έχει πάρει, τον βλέπω
να βγάζει το δεξί του χέρι, διάτρητο, μόνο, πάνω απ’ την πλημμύρα, χαιρετώντας
ένα πλυμένο λευκό φανελάκι κρεμασμένο στο δέντρο, πάνω στο λόφο.
|Αθήνα, 25.ΧΙΙ.79|
Κρυφοκοιτάζεις πίσω σου;
και βλέπεις σκιές απωθημένων επιθυμιών να σέρνονται........
Και καμια φορά να ζωντανεύουν μέσα από μυρωδιές γιασεμιών.
όταν τα τανκ στροβιλιζόντανε στη μουσική μιας μαζούρκας... και τα φτερά νοιώθανε δυνατά, και οι ζητωκραυγές επιλογή επιθυμητή.....
χαμαί έπεσαν τα λάβαρα....
νέα αποκαλυπτήρια......
μαζέψτε τις σημαίες, τα λάβαρα πλύνετε, σιδερώστε και φυλάξτε τις αναμνήσεις....
....είναι κρίμα να ποδοπατούντε τα όνειρα μας ....
...και ακόμα μεγαλύτερη η πίκρα όταν ποδοπατούντε απ' αυτούς που ισχυρίζονταν (-ντε) ότι φύλαγαν (-ανε)... Θερμοπύλες...
Νικήτα,διάβασε τον τελευταίο στίχο του πρώτου σχολίου.
Με φοβίζει η αισιοδοξία που στηρίζεται σε ... κλεμμένα κηροπήγια, έστω κιαν δεν είναι …χρυσά……
"Δαπανηρή ιδέα ο βίος. Ναυλώνεις έναν κόσμο για να κάνεις το γύρο μιας βάρκας"
Απ’ την πληγή μας ξεκινάει το πέλαγος.
[ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΡΟΠΤΡΟ]
Παράξενο ρόπτρο
μια χάλκινη καρδιά
μαιναδρικά σκαλίσματα –
δεν το χτύπησα
το ξεβίδωσα
τό ’βαλα στην τσέπη μου
βάρυνα
έγειρα απ’ τό ’να πλάι.
Τη νύχτα
που θά ’χεις πυρετό
θα σου το δείξω –
όχι το αίμα
στο κλειστό χέρι
αυτό που δε χτύπησε την πόρτα.
Αθήνα, 21.IV.76.
Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή
το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής
η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει
Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε
δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη
Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση
κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου
από τη συγκεντρωτική έκδοσγη Ο δύσκολος θάνατος, 1985
ενότητα Νοσοκομείο εκστρατείας, 1964-1968
Δημοσίευση σχολίου