ΕΙΔΕΝΑΙ "Μόνη μου πατρίδα ο χρόνος"
Κέλομαί σε Γογγύλαπέφανθι λάβοισα μαγλακτίναν, σέ δηύτε πόθος τ [έαυτος] αμφιπόταται.Τάν κάλαν, ά γαρ κατάγωγις αύτα επτόαισ' ίδοισαν έγω δέ χαίρωκαί γάρ αύτα δή τόδε μέμφεταί σοι Κυπρογένηα.[τας άραμαι τούτο τω βόλλομαιΓογγύλα κατθάνην δ' ίμερός τις έχει μεκαι λωτίνοις δροσόεντας όχθοις
Ἡ γυναίκα γδύθηκε καὶ ξάπλωσε στὸκρεβάτιἕνα φιλὶ ἀνοιγόκλεινε πάνω στὸ πάτωμαοἱ ἄγριες μορφὲς μὲ τὰ μαχαίρια ἀρχίσαννὰ ξεπροβάλλουν στὸ ταβάνιστὸν τοῖχο κρεμασμένο ἕνα πουλὶ πνίγηκεκι ἔσβησεἕνα κερὶ ἔγειρε κι ἔπεσε ἀπ᾿ τὸ καντηλέριἔξω ἀκούγονταν κλάματα καὶ ποδοβολητάἌνοιξαν τὰ παράθυρα μπῆκε ἕνα χέριἔπειτα μπῆκε τὸ φεγγάριἀγκάλιασε τὴ γυναίκα καὶ κοιμήθηκαν μαζὶὍλο τὸ βράδυ ἀκουγόταν μιὰ φωνή:Οἱ μέρες περνοῦντὸ χιόνι μένει
Τρελὰ ποντίκιαροκανίζουν τὸ χλωμὸ μυαλό τουὅλο λέει νὰ πάρει ἕνα αὐτοκίνητονὰ πάειστὸν τόπο ποὺ ἔζησε ὁ ἔρωτάς τουὅμως πάντα στὸ ἴδιο μέρος μένειγιατί τρελὰ ποντίκια ἔχουν ροκανίσειτὸ χλωμὸ μυαλό του.
"...arcano e tuttofuor che il mostro dolor..."ultimo conto di Sapfo, GIACOMO LEOPARDI
μνήμη Guillaume ApollinaireΜέσα στὸν ὕπνο μου ὅλο βρέχει,γεμίζει λάσπη τ᾿ ὀνειρό μουεἶναι ἕνα σκοτεινὸ τοπίοκαὶ περιμένω ἕνα τραῖνο.Ὁ σταθμάρχης μαζεύει μαργαρίτεςποὺ φύτρωσαν πάνω στὶς ράγιεςγιατὶ ἔχει πολὺν καιρὸ νἄρθῃτραῖνο σ᾿ ἐτοῦτον τὸ σταθμὸκαὶ ξάφνου πέρασαν τὰ χρόνιακάθομαι πίσω ἀπ᾿ ἕνα τζάμιμάκρυναν τὰ μαλλιά, τὰ γένεια σὰ νἆμαι ἄρρωστος πολὺκι ὅμως μὲ παίρνει πάλι ὁ ὕπνοςσιγὰ-σιγὰ ἔρχεται ἐκείνηκρατάει στὸ χέρι ἕνα μαχαίριμὲ προσοχὴ μὲ πλησιάζειτὸ μπήγει στὸ δεξί μου μάτι!
Δημοσίευση σχολίου
5 σχόλια:
Κέλομαί σε Γογγύλα
πέφανθι λάβοισα μα
γλακτίναν, σέ δηύτε
πόθος τ [έαυτος] αμφιπόταται.
Τάν κάλαν, ά γαρ κατάγωγις
αύτα επτόαισ' ίδοισαν
έγω δέ χαίρω
καί γάρ αύτα δή
τόδε μέμφεταί σοι Κυπρογένηα.
[τας άραμαι τούτο τω βόλλομαι
Γογγύλα κατθάνην δ' ίμερός τις έχει με
και λωτίνοις δροσόεντας όχθοις
Ἡ γυναίκα γδύθηκε καὶ ξάπλωσε στὸ
κρεβάτι
ἕνα φιλὶ ἀνοιγόκλεινε πάνω στὸ πάτωμα
οἱ ἄγριες μορφὲς μὲ τὰ μαχαίρια ἀρχίσαν
νὰ ξεπροβάλλουν στὸ ταβάνι
στὸν τοῖχο κρεμασμένο ἕνα πουλὶ πνίγηκε
κι ἔσβησε
ἕνα κερὶ ἔγειρε κι ἔπεσε ἀπ᾿ τὸ καντηλέρι
ἔξω ἀκούγονταν κλάματα καὶ ποδοβολητά
Ἄνοιξαν τὰ παράθυρα μπῆκε ἕνα χέρι
ἔπειτα μπῆκε τὸ φεγγάρι
ἀγκάλιασε τὴ γυναίκα καὶ κοιμήθηκαν μαζὶ
Ὅλο τὸ βράδυ ἀκουγόταν μιὰ φωνή:
Οἱ μέρες περνοῦν
τὸ χιόνι μένει
Τρελὰ ποντίκια
ροκανίζουν τὸ χλωμὸ μυαλό του
ὅλο λέει νὰ πάρει ἕνα αὐτοκίνητο
νὰ πάει
στὸν τόπο ποὺ ἔζησε ὁ ἔρωτάς του
ὅμως πάντα στὸ ἴδιο μέρος μένει
γιατί τρελὰ ποντίκια ἔχουν ροκανίσει
τὸ χλωμὸ μυαλό του.
"...arcano e tutto
fuor che il mostro dolor..."
ultimo conto di Sapfo, GIACOMO LEOPARDI
μνήμη Guillaume Apollinaire
Μέσα στὸν ὕπνο μου ὅλο βρέχει,
γεμίζει λάσπη τ᾿ ὀνειρό μου
εἶναι ἕνα σκοτεινὸ τοπίο
καὶ περιμένω ἕνα τραῖνο.
Ὁ σταθμάρχης μαζεύει μαργαρίτες
ποὺ φύτρωσαν πάνω στὶς ράγιες
γιατὶ ἔχει πολὺν καιρὸ νἄρθῃ
τραῖνο σ᾿ ἐτοῦτον τὸ σταθμὸ
καὶ ξάφνου πέρασαν τὰ χρόνια
κάθομαι πίσω ἀπ᾿ ἕνα τζάμι
μάκρυναν τὰ μαλλιά,
τὰ γένεια σὰ νἆμαι ἄρρωστος πολὺ
κι ὅμως μὲ παίρνει πάλι ὁ ὕπνος
σιγὰ-σιγὰ ἔρχεται ἐκείνη
κρατάει στὸ χέρι ἕνα μαχαίρι
μὲ προσοχὴ μὲ πλησιάζει
τὸ μπήγει στὸ δεξί μου μάτι!
Δημοσίευση σχολίου