"Κάθε φορά που μου πρόσφεραν μια καρέκλα έπεφτα στην παγίδα. Έτσι στέκομαι χρόνια τώρα όρθιος σά ν΄ ακούω τη Διεθνή."
5 σχόλια:
Ανώνυμος
είπε...
"Άσκημος, αξύριστος, ξευτελισμένος από το χρόνο, κάθομαι σε μια γυμνή καρέκλα, στη μέση του δωματίου, το φως πάνω από το κεφάλι μου με απογυμνώνει, είμαι ηλίθιος, κοιτάζω ανέκφραστα τον ξεφτισμένο σοβά του τοίχου, μένω καθισμένος εκεί, ώρες ολάκερες, μέρες ολάκερες, είναι όνειρο φωνάζω και ξυπνάω κι όμως υπάρχει φως, και κάθομαι έτσι μισόγυμνος στην άκρη του κρεβατιού..."
"Το καλοκαίρι ο δαίμονας δίχως ανάσα δεν φυσάει πουθενά τα δέντρα απέξω απ’ το παράθυρο σηκώνονται άγρια ταξιδεύουνε στον ουρανό. Πολύ μακριά η ακαταμάχητη θάλασσα ο απέραντος άμμος χαρά τσουχτερή, το φως, το έτσι σκοτεινιασμένο φως σκοτεινιάζει τη θάλασσα. Μέλαινα ειμί και μαύρο πέταλο." @ nyxterino: Πάντα Τσουχτερές οι χαρές
Στον παλιό καναπέ καθισμένη μ' ένα φως αλογόνου λουσμένη την κλωστή της περνά σιωπηλά απ' το τίποτα
το σκοτάδι της γνέφει απ' το τζάμι τα πλοκάμια του πετά μα δεν φτάνει ως το άπληστο πλάσμα, γαντζωμένο γερά απ' το τίποτα
με το μάτι θολό μελετώ στα κρυφά την ανήλεη μάχη όπου πάντα νικά όποιος κάθε αυγή τη ζωή αρχινά απ' το τίποτα [...] «έι!» της κάνω «από που έμαθες πώς να ημερεύεις το σκότος να βόσκει απ’ τη χούφτα σου φως;» κι αυτή μου απαντά γελαστά «απ' το τίποτα!»
"Οι άλλοι κουβέντιαζαν σχέδια και σχέδια ο Πέτρος θύμωσε έδωσε μια κλωτσιά στον αέρα η βροχή δυνάμωνε μούσκεψαν τα μεγάλα προγράμματα η υπαίθρια συναυλία αναβλήθηκε μπροστά στο μικρόφωνο η βροχή απάγγελνε το δικό σου ποίημα εντελώς αλλοιωμένο πιο όμορφο με μικρές παύσεις χωρίς συνδέσμους ενώ ο λοχίας κι οι πέντε φαντάροι έφευγαν μ ανοιχτό τζιπ για το αεροδρόμιο" Γ.Ρίτσος, Θεσσαλονίκη, 2.VI.80
5 σχόλια:
"Άσκημος, αξύριστος, ξευτελισμένος από το χρόνο, κάθομαι σε μια γυμνή καρέκλα, στη μέση του δωματίου, το φως πάνω από το κεφάλι μου με απογυμνώνει, είμαι ηλίθιος, κοιτάζω ανέκφραστα τον ξεφτισμένο σοβά του τοίχου, μένω καθισμένος εκεί, ώρες ολάκερες, μέρες ολάκερες, είναι όνειρο φωνάζω και ξυπνάω κι όμως υπάρχει φως, και κάθομαι έτσι μισόγυμνος στην άκρη του κρεβατιού..."
"Το καλοκαίρι ο δαίμονας δίχως ανάσα δεν φυσάει πουθενά τα δέντρα απέξω απ’ το παράθυρο σηκώνονται άγρια ταξιδεύουνε στον ουρανό. Πολύ μακριά η ακαταμάχητη θάλασσα ο απέραντος άμμος χαρά τσουχτερή, το φως, το έτσι σκοτεινιασμένο φως σκοτεινιάζει τη θάλασσα. Μέλαινα ειμί και μαύρο πέταλο."
@ nyxterino:
Πάντα Τσουχτερές οι χαρές
ΑΠ’ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ
Στον παλιό καναπέ καθισμένη
μ' ένα φως αλογόνου λουσμένη
την κλωστή της περνά σιωπηλά
απ' το τίποτα
το σκοτάδι της γνέφει απ' το τζάμι
τα πλοκάμια του πετά μα δεν φτάνει ως
το άπληστο πλάσμα, γαντζωμένο γερά
απ' το τίποτα
με το μάτι θολό μελετώ στα κρυφά
την ανήλεη μάχη όπου πάντα νικά
όποιος κάθε αυγή τη ζωή αρχινά
απ' το τίποτα
[...]
«έι!» της κάνω «από που έμαθες πώς
να ημερεύεις το σκότος να βόσκει απ’ τη χούφτα σου φως;»
κι αυτή μου απαντά γελαστά
«απ' το τίποτα!»
του Σάκη Σερέφα,
στο mitos
"...από το κατώφλι τους κλαίνε απαρηγόρητα τα παραμύθια.."
"Οι άλλοι κουβέντιαζαν
σχέδια και σχέδια
ο Πέτρος θύμωσε
έδωσε μια κλωτσιά στον αέρα
η βροχή δυνάμωνε
μούσκεψαν τα μεγάλα προγράμματα
η υπαίθρια συναυλία αναβλήθηκε
μπροστά στο μικρόφωνο
η βροχή
απάγγελνε το δικό σου ποίημα
εντελώς αλλοιωμένο
πιο όμορφο
με μικρές παύσεις
χωρίς συνδέσμους
ενώ ο λοχίας
κι οι πέντε φαντάροι
έφευγαν μ ανοιχτό τζιπ
για το αεροδρόμιο"
Γ.Ρίτσος, Θεσσαλονίκη, 2.VI.80
Δημοσίευση σχολίου