Πέμπτη, Δεκεμβρίου 29
Τρίτη, Δεκεμβρίου 27
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 22
ΤΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝΑ*
Ο ασκητής παρακολουθούσε την ομιλία του πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη. Έξω, στην παραλία, ένα εκατομμύριο τηλεοπτικές οθόνες μετέδιδαν απευθείας τον ανασκολοπισμό του ενός εκατομμυρίου δημοσίων υπαλλήλων. Τόσους είχε μετρήσει ο της Υγείας. Το ότι είχε κάνει λάθος στο μέτρημα, σκέφτηκε ο ασκητής, μικρό το κακό. Απλώς είχαν προστεθεί άλλοι 230.000 ανασκολοπισμοί, έστω και εικονικοί. Σημασία έχει το μήνυμα, είπε ο ασκητής, σκύβοντας να μαζέψει τα δάκρυα του πρωθυπουργού για τους χιλιάδες απολυμένους του ιδιωτικού τομέα. Απολύθηκαν από τον Θεό, σκέφτηκε ο ασκητής και αποχώρησε από την αίθουσα. Βγήκε στους δρόμους, πέρασε από τα σιδερόφρακτα τείχη που προστάτευαν τον πρωθυπουργό από την μανιασμένη αγάπη του λαού του και μπήκε ανάμεσα στους διαδηλωτές. Φορούσε ένα τρίχινο ράσο και πέδιλα από σκοινί. Στο χέρι του κρατούσε ένα παλιό ενθύμιο από τα χρόνια τα φοιτητικά. Έβλεπε ήδη το αύριο. Τους καθεστωτικούς τίτλους, τις "αναλύσεις" για τη χρεωκοπία, τα νέα μέτρα. Έβλεπε τους άστεγους να πληθαίνουν, τους ανέργους να γίνονται ποτάμι, τους φτωχούς να ρημάζουν ό,τι έβλεπαν μπροστά τους. Αυτά είναι τα έργα του, ψιθύρισε, αυτά είναι τα έργα τους και κοίταξε προς το Βελλίδειο. Ήξερε, εκεί μέσα βρισκόντουσαν όσοι άθλιοι ρήμαξαν την χώρα.
Θυμόταν παλιές φωτογραφίες και παλιές συγκινήσεις. Θυμόταν τους έρωτες των φοιτητικών χρόνων, και σήμερα πια, χρόνια πολλά μετά από τότε, έβλεπε την έρημο να απλώνεται πάνω στην πόλη. Έβλεπε τους ενόχους να πανηγυρίζουν, έβλεπε τους πλιατσικολόγους να ετοιμάζονται να ορμήσουν, διψώντας για αίμα. Το βλέμμα του στάθηκε πάνω σε μια γυναίκα. Όμορφη, μελαχρινή, με μια θαυμάσια μελαγχολία στα μεγάλα της μάτια. Ένοιωσε εντός του μια ταραχή, κάτι που είχε χρόνια πολλά να αισθανθεί. Από τότε που, συντριμμένος από έναν έρωτα χαμένο, είχε αποφασίσει πως δεν έχει γι' αυτόν άλλο πλοίο, άλλη οδό. Μα τώρα πάλι στα μάτια αυτής της γυναίκας, χαμένος μέσα στη βοή της διαδήλωσης, ένοιωθε λίγο να σπάει το πνεύμα το ασκητικό.
Απόδιωξε αυτές τις σκέψεις και στράφηκε πάλι προς εκεί που οι εξουσιαστές ετοίμαζαν τη νέα βαρβαρότητα. Τους έβλεπε με τα σιδερένια χαμόγελα και τις καθώς πρέπει χειραψίες. Τους έβλεπε να προσπαθούν, με κάθε τρόπο και κάθε μέσο, να αποφύγουν οποιαδήποτε επαφή με τον λαό τους. Τους ήταν άχρηστος και βάρος. Μόνο στις εκλογές τον θεωρούσαν αναγκαίο κακό. Ο ασκητής ήταν βέβαιος πως ακόμη και οι εκλογές ήταν γι' αυτούς ένα αναγκαίο κακό. Αλλά να το ένοιωθε. Ήταν η πρώτη φορά που εκτός από αλαζονεία άρχισε να βλέπει και ίχνη φόβου μέσα στα μάτια τους. Ήταν η πρώτη φορά που αυτοί ένοιωθαν πως οι εκλογές δεν θα ήταν ένα κακοπαιγμένο θέατρο σκιών, γι' αυτό ο φόβος άρχισε να τους κεντά αργά και επίμονα, άρχισε να τσιμπολογά αυτές τις θλιβερές υπάρξεις του τίποτε. Η γυναίκα τον πλησίασε και του έπιασε το χέρι. Έτσι απλά, χωρίς να πει τίποτε. Περπάτησαν μαζί για λίγα μέτρα κι αυτή άρχισε να τραγουδά ένα παλιό ασίκικο τραγούδι. Η έρημος έχει φως, έχει νερό, σκέφτηκε ο ασκητής, και αφέθηκε στο άγγιγμα και στο τραγούδι της γυναίκας. Μέσα του είχε αρχίσει να αισθάνεται θυμό, οργή, πράγματα ξένα, εδώ και χρόνια, για τον εσωτερικό του κόσμο. Όλα θα μπορούσαν να ήταν αλλιώς, όλα μπορούν να γίνουν αλλιώς. Θα το πιστέψουν άραγε ότι μπορούν γίνουν αλλιώς; Οι φτωχοί, οι άνεργοι, οι απολυμένοι, οι άστεγοι, όλοι αυτοί θα το πιστέψουν ή θα πέσουν πάλι στην ίδια μονότονη, παλιά παγίδα, να θέλει να βγάλει ο ένας το μάτι του άλλου; Η γυναίκα, λες και κατάλαβε την αγωνία του, έσκυψε και τον φίλησε. Μη φοβάσαι του είπε, όλα τώρα θα γίνουν αλλιώς. Φοβούνται, τους βλέπεις; Αγοράκια του τίποτε, τρέμουν. Αγοράκια που γνωρίζουν για πρώτη φορά τον πραγματικό φόβο. Αυτή είναι η δική μας σημερινή νίκη. Αύριο θα φοβηθούν περισσότερο. Αύριο η έρημος θα είναι δική τους, θα είναι το δικό τους κελί.
Ο ασκητής τράβηξε την γυναίκα στην Πάνω Πόλη. Εκεί στα πικραμένα κάστρα. Πίσω από τις κουρτίνες της θλιβερής και φάλτσας πρωθυπουργικής συνοδείας, πίσω από τις καρικατούρες των εξουσιαστών, ένιωθε πως ναι, κάτι καινούριο μπορεί να γεννηθεί.
Ο ασκητής παρακολουθούσε την ομιλία του πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη. Έξω, στην παραλία, ένα εκατομμύριο τηλεοπτικές οθόνες μετέδιδαν απευθείας τον ανασκολοπισμό του ενός εκατομμυρίου δημοσίων υπαλλήλων. Τόσους είχε μετρήσει ο της Υγείας. Το ότι είχε κάνει λάθος στο μέτρημα, σκέφτηκε ο ασκητής, μικρό το κακό. Απλώς είχαν προστεθεί άλλοι 230.000 ανασκολοπισμοί, έστω και εικονικοί. Σημασία έχει το μήνυμα, είπε ο ασκητής, σκύβοντας να μαζέψει τα δάκρυα του πρωθυπουργού για τους χιλιάδες απολυμένους του ιδιωτικού τομέα. Απολύθηκαν από τον Θεό, σκέφτηκε ο ασκητής και αποχώρησε από την αίθουσα. Βγήκε στους δρόμους, πέρασε από τα σιδερόφρακτα τείχη που προστάτευαν τον πρωθυπουργό από την μανιασμένη αγάπη του λαού του και μπήκε ανάμεσα στους διαδηλωτές. Φορούσε ένα τρίχινο ράσο και πέδιλα από σκοινί. Στο χέρι του κρατούσε ένα παλιό ενθύμιο από τα χρόνια τα φοιτητικά. Έβλεπε ήδη το αύριο. Τους καθεστωτικούς τίτλους, τις "αναλύσεις" για τη χρεωκοπία, τα νέα μέτρα. Έβλεπε τους άστεγους να πληθαίνουν, τους ανέργους να γίνονται ποτάμι, τους φτωχούς να ρημάζουν ό,τι έβλεπαν μπροστά τους. Αυτά είναι τα έργα του, ψιθύρισε, αυτά είναι τα έργα τους και κοίταξε προς το Βελλίδειο. Ήξερε, εκεί μέσα βρισκόντουσαν όσοι άθλιοι ρήμαξαν την χώρα.
Θυμόταν παλιές φωτογραφίες και παλιές συγκινήσεις. Θυμόταν τους έρωτες των φοιτητικών χρόνων, και σήμερα πια, χρόνια πολλά μετά από τότε, έβλεπε την έρημο να απλώνεται πάνω στην πόλη. Έβλεπε τους ενόχους να πανηγυρίζουν, έβλεπε τους πλιατσικολόγους να ετοιμάζονται να ορμήσουν, διψώντας για αίμα. Το βλέμμα του στάθηκε πάνω σε μια γυναίκα. Όμορφη, μελαχρινή, με μια θαυμάσια μελαγχολία στα μεγάλα της μάτια. Ένοιωσε εντός του μια ταραχή, κάτι που είχε χρόνια πολλά να αισθανθεί. Από τότε που, συντριμμένος από έναν έρωτα χαμένο, είχε αποφασίσει πως δεν έχει γι' αυτόν άλλο πλοίο, άλλη οδό. Μα τώρα πάλι στα μάτια αυτής της γυναίκας, χαμένος μέσα στη βοή της διαδήλωσης, ένοιωθε λίγο να σπάει το πνεύμα το ασκητικό.
Απόδιωξε αυτές τις σκέψεις και στράφηκε πάλι προς εκεί που οι εξουσιαστές ετοίμαζαν τη νέα βαρβαρότητα. Τους έβλεπε με τα σιδερένια χαμόγελα και τις καθώς πρέπει χειραψίες. Τους έβλεπε να προσπαθούν, με κάθε τρόπο και κάθε μέσο, να αποφύγουν οποιαδήποτε επαφή με τον λαό τους. Τους ήταν άχρηστος και βάρος. Μόνο στις εκλογές τον θεωρούσαν αναγκαίο κακό. Ο ασκητής ήταν βέβαιος πως ακόμη και οι εκλογές ήταν γι' αυτούς ένα αναγκαίο κακό. Αλλά να το ένοιωθε. Ήταν η πρώτη φορά που εκτός από αλαζονεία άρχισε να βλέπει και ίχνη φόβου μέσα στα μάτια τους. Ήταν η πρώτη φορά που αυτοί ένοιωθαν πως οι εκλογές δεν θα ήταν ένα κακοπαιγμένο θέατρο σκιών, γι' αυτό ο φόβος άρχισε να τους κεντά αργά και επίμονα, άρχισε να τσιμπολογά αυτές τις θλιβερές υπάρξεις του τίποτε. Η γυναίκα τον πλησίασε και του έπιασε το χέρι. Έτσι απλά, χωρίς να πει τίποτε. Περπάτησαν μαζί για λίγα μέτρα κι αυτή άρχισε να τραγουδά ένα παλιό ασίκικο τραγούδι. Η έρημος έχει φως, έχει νερό, σκέφτηκε ο ασκητής, και αφέθηκε στο άγγιγμα και στο τραγούδι της γυναίκας. Μέσα του είχε αρχίσει να αισθάνεται θυμό, οργή, πράγματα ξένα, εδώ και χρόνια, για τον εσωτερικό του κόσμο. Όλα θα μπορούσαν να ήταν αλλιώς, όλα μπορούν να γίνουν αλλιώς. Θα το πιστέψουν άραγε ότι μπορούν γίνουν αλλιώς; Οι φτωχοί, οι άνεργοι, οι απολυμένοι, οι άστεγοι, όλοι αυτοί θα το πιστέψουν ή θα πέσουν πάλι στην ίδια μονότονη, παλιά παγίδα, να θέλει να βγάλει ο ένας το μάτι του άλλου; Η γυναίκα, λες και κατάλαβε την αγωνία του, έσκυψε και τον φίλησε. Μη φοβάσαι του είπε, όλα τώρα θα γίνουν αλλιώς. Φοβούνται, τους βλέπεις; Αγοράκια του τίποτε, τρέμουν. Αγοράκια που γνωρίζουν για πρώτη φορά τον πραγματικό φόβο. Αυτή είναι η δική μας σημερινή νίκη. Αύριο θα φοβηθούν περισσότερο. Αύριο η έρημος θα είναι δική τους, θα είναι το δικό τους κελί.
Ο ασκητής τράβηξε την γυναίκα στην Πάνω Πόλη. Εκεί στα πικραμένα κάστρα. Πίσω από τις κουρτίνες της θλιβερής και φάλτσας πρωθυπουργικής συνοδείας, πίσω από τις καρικατούρες των εξουσιαστών, ένιωθε πως ναι, κάτι καινούριο μπορεί να γεννηθεί.
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 14
Πέμπτη, Αυγούστου 11
Δεν είμαι ο Φίλιππος εγώ
ή ο Αλέξανδρος
ένας απλός οπλίτης είμαι
που πήγε στο ληνό πριν απ τον τρύγο.
Το πρόσωπό μου προσωπείο χρυσόενδόξως έπεσε στην αίθουσα Δ΄,
με μάτια κλειστά, με κράνος χάλκινο,
μα πιο πολύ με το αρχαϊκό χαμόγελο
που ευγενικά μου χάρισε ο τεχνίτης,
αιώνες πριν απ τη Τζοκόντα του Ντα Βίντσι,
αινιγματικό, σαρδόνιονα σας τρυπά.
Δευτέρα, Ιουλίου 25
Apparition
Το φεγγάρι θλιβόταν. Σεραφείμ εν μέσω λυγμών
Ονειρευόμενα, το τόξο στα δάχτυλα, στην ησυχία των λουλουδιών
Των αιθέριων, εκτόξευαν ετοιμοθάνατες βιόλες
Λευκά δάκρυα που γλιστρούσαν στο μπλε της στεφάνης.
-Ήταν η ευλογημένη μέρα του πρώτου σου φιλιού.
Η ονειροπόλησή μου αγαπώντας να με βασανίζει
μεθούσε επιδέξια με το άρωμα της θλίψης
Που χωρίς λύπη και χωρίς προσπάθεια αφήνει
Τον θερισμό ενός Ονείρου στην καρδιά που το έχει συλλέξει.
Περιπλανιόμουν λοιπόν, το μάτι καρφωμένο στο γερασμένο πεζοδρόμιο
Όταν με τον ήλιο στα μαλλιά, μέσα στο δρόμο
Και μες στο απόβραδο, μου φανερώθηκες γελώντας
Και νόμισα ότι είδα τη νεράιδα με το διάφανο καπέλο
Που κάποτε απ' τους ωραίους ύπνους μου των χαΪδεμένων μικράτων
Περνούσε, πάντα αφήνοντας από τα μισάνοιχτά της χέρια
να πέφτουν λευκές συστάδες από ευωδιαστά αστέρια
Stéphane Mallarmé
Δευτέρα, Ιουλίου 11
ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ
Δεν ήξερε πού να πάει, τί να κάνει. Τον κύκλωνε το άδειο.
Η αμηχανία του σκόνταφτε στους τέσσερις τοίχους.
Μιά μύγα ήταν πιασμένη στο δίχτυ του βόμβου της.
Μια αράχνη κατέβαινε επίσημα πιασμένη απ’ τον σπάγκο
του σάλιου της.
Πιάστηκε τότε κι αυτός από ’να στίχο και κατέβαινε
αμίλητος,
χαρούμενος απ’ την κάθετη αυτή ισορροπία
της καταβύθισης,
σίγουρος πως, όποια στιγμή, θα μπορούσε ν’ ανέβει
και μάλιστα ακόμη πιο ψηλά από κει που ξεκίνησε.
Όμως το ζήτημα δεν ήταν αυτό. Το ζήτημα ήταν
Αν το σκοινί του στίχου του άντεχε για ν’ ανεβάσει
κι έναν άλλο.
Βουκουρέστι, 18.XII.1959
Από τη συλλογή ποιημάτων: «Ένας πίνακας με μικρές πινελιές» (1959).
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα», τ. Θ΄, Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 74
Δεν ήξερε πού να πάει, τί να κάνει. Τον κύκλωνε το άδειο.
Η αμηχανία του σκόνταφτε στους τέσσερις τοίχους.
Μιά μύγα ήταν πιασμένη στο δίχτυ του βόμβου της.
Μια αράχνη κατέβαινε επίσημα πιασμένη απ’ τον σπάγκο
του σάλιου της.
Πιάστηκε τότε κι αυτός από ’να στίχο και κατέβαινε
αμίλητος,
χαρούμενος απ’ την κάθετη αυτή ισορροπία
της καταβύθισης,
σίγουρος πως, όποια στιγμή, θα μπορούσε ν’ ανέβει
και μάλιστα ακόμη πιο ψηλά από κει που ξεκίνησε.
Όμως το ζήτημα δεν ήταν αυτό. Το ζήτημα ήταν
Αν το σκοινί του στίχου του άντεχε για ν’ ανεβάσει
κι έναν άλλο.
Βουκουρέστι, 18.XII.1959
Από τη συλλογή ποιημάτων: «Ένας πίνακας με μικρές πινελιές» (1959).
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα», τ. Θ΄, Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 74
Δευτέρα, Ιουλίου 4
Φωνή μου ράτσα ὑψικάμινου
Πρώτον: σὲ θέλουνε ἀκίνδυνη καὶ νὰ ξεχνᾶς·
κι ὕστερα καλὴ μ’ αὐτοὺς φιλεναδίτσα
τρυφερὴ
ὑποσχετικὴ
οἱ ἀχρεῖοι.
Φωνή μου ράτσα ὑψικάμινου ἀπὸ πλευρὸ
ἀνοιχτό τοῦ αἴλουρου, τῆς ἀνηφόρας
ἀπ’ τὰ ἐννιὰ σκοινιὰ τοῦ βούρδουλα
κι ὁ ἥλιος φίδι μὲς στὸ σύρμα.
Μὴν ξεχάσεις· φτύσ’ τους.
Ἂς περιμένουν νὰ σὲ σβήσω μὲ νερὸ
ἢ κατὰ τὲς συνταγὲς ἀρχαίων Ἑλληνοσύρων
ἂς περιμένουν οἱ ἀχρεῖοι.
Έκτωρ Κακναβάτος
Πρώτον: σὲ θέλουνε ἀκίνδυνη καὶ νὰ ξεχνᾶς·
κι ὕστερα καλὴ μ’ αὐτοὺς φιλεναδίτσα
τρυφερὴ
ὑποσχετικὴ
οἱ ἀχρεῖοι.
Φωνή μου ράτσα ὑψικάμινου ἀπὸ πλευρὸ
ἀνοιχτό τοῦ αἴλουρου, τῆς ἀνηφόρας
ἀπ’ τὰ ἐννιὰ σκοινιὰ τοῦ βούρδουλα
κι ὁ ἥλιος φίδι μὲς στὸ σύρμα.
Μὴν ξεχάσεις· φτύσ’ τους.
Ἂς περιμένουν νὰ σὲ σβήσω μὲ νερὸ
ἢ κατὰ τὲς συνταγὲς ἀρχαίων Ἑλληνοσύρων
ἂς περιμένουν οἱ ἀχρεῖοι.
Έκτωρ Κακναβάτος
Τρίτη, Ιουνίου 21
Τρίτη, Μαΐου 31
Κάτω απ' το χώμα εδώ η ζωή
μακραίνει
κι όλο χτενίζουμε
του διπλανού μας τα μαλλιά
κι ο ένας του άλλου
κόβουμε τα νύχια.
Και κάθε νύχτα οι πιο παλιοί
νιώθουν του φρέσκου διπλανού ν' ανασηκώνονται
τα δάχτυλα βαριά
να ψηλαφούνε για ένα χάδι τρυφερό
τη σάρκα που έμεινε.
Γιάννης Βαρβέρης Από τη συλλογή "Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ" (1986)
Τρίτη, Μαΐου 3
Ο ΑΚΕΡΑΙΟΣ ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Θαμνώδη ρήματα και φύλλα καταπράσινα της γλώσσας.
Μεγάλος άνθρωπος κι ανέσπερος έλληνας που κράτησε
τον πόνο στο σωστό του το ύψος
αγνοώντας και δημοτικισμούς και εξελικτισμούς και μόδες
αγνοώντας τα εκάστοτε μορμολύκεια
την ασίγαστη γενικότητα των πιθήκων
αγνοώντας τον αιώνα της καλπάζουσας εξυπνάδας
ο ανοδείξωτος.
Ήδη τα θύματα της Προόδου που πρόωρα σκουριάζει
πάνε στην πατρίδα του τη Σκιάθο
κι αγοράζουν ελπίζοντας οικόπεδα
πάνε για λίγο αεράκι λίγη θάλασσα και φρέσκο φεγγάρι.
Μα είν’ αδύνατο να κοροϊδέψουμε τη ρημαγμένη φύση
με ξιπόλητα Σαββατοκύριακα και με τροχόσπιτα.
Ο ακέραιος κυρ Αλέξανδρος
εκείνος ο περιούσιος Παπαδιαμάντης
και το κεράκι μας ακόμη δεν το θέλει.
«Τ’αηδόνια αυτά που κελαϊδούν, μου φαίνεται πως κλαίνε!!». |
Μεγάλος άνθρωπος κι ανέσπερος έλληνας που κράτησε
τον πόνο στο σωστό του το ύψος
αγνοώντας και δημοτικισμούς και εξελικτισμούς και μόδες
αγνοώντας τα εκάστοτε μορμολύκεια
την ασίγαστη γενικότητα των πιθήκων
αγνοώντας τον αιώνα της καλπάζουσας εξυπνάδας
ο ανοδείξωτος.
Ήδη τα θύματα της Προόδου που πρόωρα σκουριάζει
πάνε στην πατρίδα του τη Σκιάθο
κι αγοράζουν ελπίζοντας οικόπεδα
πάνε για λίγο αεράκι λίγη θάλασσα και φρέσκο φεγγάρι.
Μα είν’ αδύνατο να κοροϊδέψουμε τη ρημαγμένη φύση
με ξιπόλητα Σαββατοκύριακα και με τροχόσπιτα.
Ο ακέραιος κυρ Αλέξανδρος
εκείνος ο περιούσιος Παπαδιαμάντης
και το κεράκι μας ακόμη δεν το θέλει.
Πέμπτη, Απριλίου 21
Η άλλη λύση
Κανείς δεν σκέφτηκε την έπαρση
που κρύβει ένα μαρτύριο
και τι σκληρή απαιτεί
ταπείνωση κι αυτοθυσία
από αδύναμους ανθρώπους σαν κι εμάς.
Όλοι κατανοούμε βέβαια το άδικο
της χλεύης και του διασυρμού
της προδοσίας.
Όμως αντί για σταύρωση θεαματική
κι ιδίως αντί γι’ ανάσταση
εν αμφιβολία
γιατί να μη διαλέξεις ένα τέλος
όπως έζησες, μοναχικό
γενναίο κι ευσύνοπτο
και υψηλό και δωρικό
κι αδιαμφισβήτητο;
Μια τέτοια αυτόχειρ λύση
θα’ ταν για λίγους από μας μια προτροπή
κι ευεργεσία για τους υπολοίπους
καθώς θα τους στερούσε πάσα ελπίδα
μα και τον τρόμο κρίσης
για μια μέλλουσα ζωή.
Γιάννης Βαρβέρης, από την ποιητική συλλογή «Ο άνθρωπος μόνος» (εκδ. Κέδρος)
Κανείς δεν σκέφτηκε την έπαρση
που κρύβει ένα μαρτύριο
και τι σκληρή απαιτεί
ταπείνωση κι αυτοθυσία
από αδύναμους ανθρώπους σαν κι εμάς.
Όλοι κατανοούμε βέβαια το άδικο
της χλεύης και του διασυρμού
της προδοσίας.
Όμως αντί για σταύρωση θεαματική
κι ιδίως αντί γι’ ανάσταση
εν αμφιβολία
γιατί να μη διαλέξεις ένα τέλος
όπως έζησες, μοναχικό
γενναίο κι ευσύνοπτο
και υψηλό και δωρικό
κι αδιαμφισβήτητο;
Μια τέτοια αυτόχειρ λύση
θα’ ταν για λίγους από μας μια προτροπή
κι ευεργεσία για τους υπολοίπους
καθώς θα τους στερούσε πάσα ελπίδα
μα και τον τρόμο κρίσης
για μια μέλλουσα ζωή.
Γιάννης Βαρβέρης, από την ποιητική συλλογή «Ο άνθρωπος μόνος» (εκδ. Κέδρος)
Δευτέρα, Απριλίου 18
"Σίμωνα Κυρηναίε
δε θέλουμε βοήθεια
μη μας σηκώσεις το σταυρό
ολόκληρο το διεκδικούμε το μαρτύριο
είναι βαρύτερες για μας
οι αγαθές προθέσεις"
http://youtu.be/jQBY95YVruk
http://youtu.be/4Mh3jqAbqXc
δε θέλουμε βοήθεια
μη μας σηκώσεις το σταυρό
ολόκληρο το διεκδικούμε το μαρτύριο
είναι βαρύτερες για μας
οι αγαθές προθέσεις"
http://youtu.be/jQBY95YVruk
http://youtu.be/4Mh3jqAbqXc
Πέμπτη, Απριλίου 14
"Η πόλη με οβελίες αλλού γιορτάζει.
Σταθμός Πελοποννήσου
κι απομεσήμερο του Πάσχα σε παγκάκι
μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε, μητέρα.
Είμαστε γέροι πια κι οι δυό
κι εγώ αφού γράφω ποιήματα
πιο γέρος.
Αλλά που πήγανε τόσοι δικοί μας;
Μέσα σε μια βδομάδα
δεν απόμεινε κανείς.
Ήταν Μεγάλη βέβαια
γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις-
θέλουν πολύ για να υποκύψουν
οι κοινοί θνητοί;
Έτσι ακριβώς, από τα Βάγια μέχρι σήμερα
θα ‘πρεπε κάπως να ‘χαμε κι εμείς χωρέσει.
Όμως το Πάσχα τέλειωσε, μητέρα.
Κι εμείς τι θ’ απογίνουμε
σ’ ένα παγκάκι
αθάνατοι
καθώς νυχτώνει;"
Γιάννης Βαρβέρης, ο Άνθρωπος ΜΌΝΟΣ, Κέδρος, 2009
Τρίτη, Μαρτίου 15
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Με ιδιαίτερη λαμπρότητα και με σύσσωμη κατ’ έθιμο τη συμμετοχή της πολιτικής, στρατιωτικής και πνευματικής ηγεσίας του Ελληνικού Κράτους, θα εορτασθεί όπως κάθε χρόνο από της ιδρύσεώς του έως σήμερα την Α΄ Κυριακή της Σαρακοστής, η Κυριακή της Ορθοδοξίας.
Κάθε χρόνο την ημέρα αυτή, από το 787 μ.Χ. αφ’ ότου η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος της Νικαίας υπό την προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχη Ταρασίου διατύπωσε τα κείμενα του Συνοδικού και τα καθιέρωσε ως μέρος της επίσημης ακολουθίας ψάλλονται σ΄ όλες τις ορθόδοξες εκκλησίες επτά αφορισμοί κατά των Ελλήνων και του Ελληνικού πολιτισμού καθώς κι ένα υβριστικό τροπάριο κι ένας υβριστικός μακαρισμός.
Τα κείμενα έχουν ως εξής :
1 «Έτι, τοις φρονούσι και λέγουσι κτιστήν είναι πάσαν φυσικήν δύναμιν και ενέργειαν της τρισυπόστατου θεότητος, ως κτιστήν εκ τούτου πάντως και αυτήν την θείαν ονσίαν αναγκαξομένοις δοξάζειν. Κτιστή γαρ κατά τους Αγίους ενέργεια, κτιστήν δηλώσει και φύσιν άκτιστον δέ, άκτιστον χαρακτηρίζει ουσίαν. Καντεύθεν ήδη κινδυνεύουσι εις θείαν παντελή περιπίπτειν, και την ελληνικήν μυθολογίαν και την των κτισμάτων λατρείαν, τη καθαρά και αμώμω των χριστιανών πίστει προστριβομένοις, μη ομολογοϋσι δε κατά τας αγίας θεοπνεύστους θεολογίας, και το της Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα, άκτιστον είναι πάσαν φυσικήν δύναμιν και ενέργειαν της τρισυπόστατου θεότητος ανάθεμα τρις».
Δηλαδή ανάθεμα τρεις φορές στους Ορφέα, Θαλή, Αναξίμανδρο, Αναξιμένη, Πυθαγόρα, Ξενοφάνη, Παρμενίδη, Ζήνωνα, Εμπεδοκλή, Ήράκλειτο, Αναξαγόρα, Δημόκριτο, Σωκράτη, Πλάτωνα κ.α..
2 «Τοις τα ελληνικά διεξιούσι μαθήματα, και μη δια παίδευσιν μόνον ταύτα παιδευομένοις, αλλά και ταις δόξαις αυτών ταις ματαίαις επομένοις, και ως αληθέσι πιστεύουσι και ούτως αυταίς ως το βέβαιον εχούσαις εγκειμένοις, ώστε έτερους ποτέ μεν λάθρα, ποτέ δε φανερώς ενάγειν αυταϊς και διδάσκειν ανενδοιάστως ανάθεμα τρίς».
3 «Τοις μετά των άλλων μυθικών πλασμάτων, αφ' εαυτών και την καθ' ημάς κλίσιν μεταπλάττουσι, και τάς πλατωνικάς ιδέας ως αληθείς δεχομένοις και ως αυθυπόστατο την ύλην παρά των ιδίων μορφούσθαι λέγουσι, και προφανώς διαβάλλουσι το αυτεξούσιον τον Δημιουργού, τον από του μη όντος εις το είναι παραγαγόντος τα πάντα, και ως ποιητού πάσιν αρχήν και τέλος επιτιθέντος εξουσιαστικώς και δεσποτικώς ανάθεμα τρίς».
4 «Τοις δεχομένοις, και παραδίδουσι τα μάταια και ελληνικά ρήματα, ότι τε προύπαρξις εστί των ψυχών, και ουκ εκ τον μη όντος τα πάντα εγένετο, και παρήχθησαν, οτι τέλος εστί της κολάσεως η αποκατάστασις αύθις της κτίσεως, και των ανθρωπίνων πραγμάτων, και διά των τοιούτων λόγων την βασιλείαν των ουρανών λυομένην πάντως, και παράγουσαν εισάγουσιν, ην αιωνίαν και ακατάλυτον αυτός τε ό Χριστός και Θεός ημών εδίδαξε, και παρέδοτο και διά πάσης της Παλαιάς και Νέας Γραφής ημείς παρελάβομεν οτι και η κόλασις ατελεύτητος και ή βασιλεία αΐδιος, διά δε των τοιούτων λό¬γων εαυτούς τε απολλύουσι, και ετέροις αιωνίας καταδίκης προξένοις γινομένοις ανάθεμα τρίς».
5 «Τοις ευσεβείς μεν επαγγελλομένοις τα των Ελλήνων δε δυσσεβή δόγματα τη ορθοδόξω και καθολική εκκλησία περί τε ψυχών ανθρωπίνων, και ουρανού και γης, και των άλλων κτισμάτων αναιδώς ή μάλλον ασεβώς επεισάγουσιν ανάθεμα τρίς».
6 «Tοις την μωράν των έξωθεν (= Ελλήνων) φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν προτιμώσι, και τοις καθηγηταίς αυτών επομένοις, και τας τε με¬τεμψυχώσεις των ανθρωπίνων ψυχών, η και ομοίως τοις αλόγοις ζώοις ταύ¬τας απόλλυσθαι, και εις το μηδέν χωρείν δεχομένοις και δια τούτο ανάστασιν, και κρίσιν, και την τελευταίαν των βεβιωμένων ανταπόδοσιν αθετούσιν ανάθεμα τρίς».
7 «Τοις λέγουσιν ότι οι των Ελλήνων σοφοί και πρώτοι των αιρεσιαρχών, οι παρά των επτά αγίων και καθολικών συνόδων, και παρά πάντων των εν Ορθοδοξία λαμψάντων πατέρων αναθέματι καθυποβληθέντας, ως αλλότριοι της καθολικής εκκλησίας δια την εν λόγοις αυτών κίβδηλον και ρυπαράν περιουσίαν κρείττονες εισι κατά πολύ, και ενταύθα και εν τη μελλούση κρίσει, και των ευσεβών μεν και ορθοδόξων ανδρών, άλλως δε κατά πάθος ανθρώπινον ή αγνόημα πλημμελησάντων ανάθεμα τρίς».
Με ιδιαίτερη λαμπρότητα και με σύσσωμη κατ’ έθιμο τη συμμετοχή της πολιτικής, στρατιωτικής και πνευματικής ηγεσίας του Ελληνικού Κράτους, θα εορτασθεί όπως κάθε χρόνο από της ιδρύσεώς του έως σήμερα την Α΄ Κυριακή της Σαρακοστής, η Κυριακή της Ορθοδοξίας.
Κάθε χρόνο την ημέρα αυτή, από το 787 μ.Χ. αφ’ ότου η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος της Νικαίας υπό την προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχη Ταρασίου διατύπωσε τα κείμενα του Συνοδικού και τα καθιέρωσε ως μέρος της επίσημης ακολουθίας ψάλλονται σ΄ όλες τις ορθόδοξες εκκλησίες επτά αφορισμοί κατά των Ελλήνων και του Ελληνικού πολιτισμού καθώς κι ένα υβριστικό τροπάριο κι ένας υβριστικός μακαρισμός.
Τα κείμενα έχουν ως εξής :
1 «Έτι, τοις φρονούσι και λέγουσι κτιστήν είναι πάσαν φυσικήν δύναμιν και ενέργειαν της τρισυπόστατου θεότητος, ως κτιστήν εκ τούτου πάντως και αυτήν την θείαν ονσίαν αναγκαξομένοις δοξάζειν. Κτιστή γαρ κατά τους Αγίους ενέργεια, κτιστήν δηλώσει και φύσιν άκτιστον δέ, άκτιστον χαρακτηρίζει ουσίαν. Καντεύθεν ήδη κινδυνεύουσι εις θείαν παντελή περιπίπτειν, και την ελληνικήν μυθολογίαν και την των κτισμάτων λατρείαν, τη καθαρά και αμώμω των χριστιανών πίστει προστριβομένοις, μη ομολογοϋσι δε κατά τας αγίας θεοπνεύστους θεολογίας, και το της Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα, άκτιστον είναι πάσαν φυσικήν δύναμιν και ενέργειαν της τρισυπόστατου θεότητος ανάθεμα τρις».
Δηλαδή ανάθεμα τρεις φορές στους Ορφέα, Θαλή, Αναξίμανδρο, Αναξιμένη, Πυθαγόρα, Ξενοφάνη, Παρμενίδη, Ζήνωνα, Εμπεδοκλή, Ήράκλειτο, Αναξαγόρα, Δημόκριτο, Σωκράτη, Πλάτωνα κ.α..
2 «Τοις τα ελληνικά διεξιούσι μαθήματα, και μη δια παίδευσιν μόνον ταύτα παιδευομένοις, αλλά και ταις δόξαις αυτών ταις ματαίαις επομένοις, και ως αληθέσι πιστεύουσι και ούτως αυταίς ως το βέβαιον εχούσαις εγκειμένοις, ώστε έτερους ποτέ μεν λάθρα, ποτέ δε φανερώς ενάγειν αυταϊς και διδάσκειν ανενδοιάστως ανάθεμα τρίς».
3 «Τοις μετά των άλλων μυθικών πλασμάτων, αφ' εαυτών και την καθ' ημάς κλίσιν μεταπλάττουσι, και τάς πλατωνικάς ιδέας ως αληθείς δεχομένοις και ως αυθυπόστατο την ύλην παρά των ιδίων μορφούσθαι λέγουσι, και προφανώς διαβάλλουσι το αυτεξούσιον τον Δημιουργού, τον από του μη όντος εις το είναι παραγαγόντος τα πάντα, και ως ποιητού πάσιν αρχήν και τέλος επιτιθέντος εξουσιαστικώς και δεσποτικώς ανάθεμα τρίς».
4 «Τοις δεχομένοις, και παραδίδουσι τα μάταια και ελληνικά ρήματα, ότι τε προύπαρξις εστί των ψυχών, και ουκ εκ τον μη όντος τα πάντα εγένετο, και παρήχθησαν, οτι τέλος εστί της κολάσεως η αποκατάστασις αύθις της κτίσεως, και των ανθρωπίνων πραγμάτων, και διά των τοιούτων λόγων την βασιλείαν των ουρανών λυομένην πάντως, και παράγουσαν εισάγουσιν, ην αιωνίαν και ακατάλυτον αυτός τε ό Χριστός και Θεός ημών εδίδαξε, και παρέδοτο και διά πάσης της Παλαιάς και Νέας Γραφής ημείς παρελάβομεν οτι και η κόλασις ατελεύτητος και ή βασιλεία αΐδιος, διά δε των τοιούτων λό¬γων εαυτούς τε απολλύουσι, και ετέροις αιωνίας καταδίκης προξένοις γινομένοις ανάθεμα τρίς».
5 «Τοις ευσεβείς μεν επαγγελλομένοις τα των Ελλήνων δε δυσσεβή δόγματα τη ορθοδόξω και καθολική εκκλησία περί τε ψυχών ανθρωπίνων, και ουρανού και γης, και των άλλων κτισμάτων αναιδώς ή μάλλον ασεβώς επεισάγουσιν ανάθεμα τρίς».
6 «Tοις την μωράν των έξωθεν (= Ελλήνων) φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν προτιμώσι, και τοις καθηγηταίς αυτών επομένοις, και τας τε με¬τεμψυχώσεις των ανθρωπίνων ψυχών, η και ομοίως τοις αλόγοις ζώοις ταύ¬τας απόλλυσθαι, και εις το μηδέν χωρείν δεχομένοις και δια τούτο ανάστασιν, και κρίσιν, και την τελευταίαν των βεβιωμένων ανταπόδοσιν αθετούσιν ανάθεμα τρίς».
7 «Τοις λέγουσιν ότι οι των Ελλήνων σοφοί και πρώτοι των αιρεσιαρχών, οι παρά των επτά αγίων και καθολικών συνόδων, και παρά πάντων των εν Ορθοδοξία λαμψάντων πατέρων αναθέματι καθυποβληθέντας, ως αλλότριοι της καθολικής εκκλησίας δια την εν λόγοις αυτών κίβδηλον και ρυπαράν περιουσίαν κρείττονες εισι κατά πολύ, και ενταύθα και εν τη μελλούση κρίσει, και των ευσεβών μεν και ορθοδόξων ανδρών, άλλως δε κατά πάθος ανθρώπινον ή αγνόημα πλημμελησάντων ανάθεμα τρίς».
Τρίτη, Φεβρουαρίου 15
Καρδιοπονόθλιβος
"Κι έφτιαξε λέξη όμορφη, και δύσκολη, και πλήρη,
μέσα να κλείσει τον καημό και να τον φυλακίσει,
μέσα κι ο ίδιος να κλειστεί για να ’χει να γκρεμίσει,
για να ξανάβγει όπυο φως, όπου καημός κι αγάπη,
πάλι να λάβει, να δοθεί, να ξοδευτεί, ν’ ανοίξει,
πάλι το φόβο να γευτεί, το σπαραγμό να ζήσει.
πάλι η χαρά να του δοθεί θάλασσα αγριεμένη,
δίχως λιμάνι πουθενά, δίχως σκαριά σωσίβια.
Λέξη σαν λήμμα ουδέτερο στο λεξικό χαμένο,
σάμπως δεν είναι μάχαιρα η κάθε συλλαβή της,
σάμπως δεν είναι πυρκαγιά το κάθε της το γράμμα,
φωτιά που καίει και καταλεί, φωτιά που αποτεφρώνει.
Εφτά καρφιά οι συλλαβές, εφτά γλυκά φαρμάκια.
Καρδιοπονόθλιβος – αυτό. Ποιον τάχα; Ποιον ορίζουν
τα γράμματα κι οι συλλαβές, ηχώντας και σιωπώντας;"
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ, Ρήματα, 2009
"Κι έφτιαξε λέξη όμορφη, και δύσκολη, και πλήρη,
μέσα να κλείσει τον καημό και να τον φυλακίσει,
μέσα κι ο ίδιος να κλειστεί για να ’χει να γκρεμίσει,
για να ξανάβγει όπυο φως, όπου καημός κι αγάπη,
πάλι να λάβει, να δοθεί, να ξοδευτεί, ν’ ανοίξει,
πάλι το φόβο να γευτεί, το σπαραγμό να ζήσει.
πάλι η χαρά να του δοθεί θάλασσα αγριεμένη,
δίχως λιμάνι πουθενά, δίχως σκαριά σωσίβια.
Λέξη σαν λήμμα ουδέτερο στο λεξικό χαμένο,
σάμπως δεν είναι μάχαιρα η κάθε συλλαβή της,
σάμπως δεν είναι πυρκαγιά το κάθε της το γράμμα,
φωτιά που καίει και καταλεί, φωτιά που αποτεφρώνει.
Εφτά καρφιά οι συλλαβές, εφτά γλυκά φαρμάκια.
Καρδιοπονόθλιβος – αυτό. Ποιον τάχα; Ποιον ορίζουν
τα γράμματα κι οι συλλαβές, ηχώντας και σιωπώντας;"
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ, Ρήματα, 2009
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 9
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 7
Και το πλοίο φεύγει
Θυμάστε εκείνη τη σκηνή από την ταινία «Και το πλοίο φεύγει»; Ένα καράβι ταξιδεύει μέσα στη χρυσωμένη μεγαλοπρέπεια αστών και ευγενών, που με λεπτεπίλεπτη μελαγχολία διασχίζουν την Αδριατική για να σκορπίσουν τελετουργικά τις στάχτες της νεκρής τραγουδίστριας της όπερας στο ορισμένο σημείο. Μέρες και νύχτες, μέρες και νύχτες, μέρες και νύχτες: μονότονη επανάληψη, τίποτα δεν ραγίζει τη γιγάντια σύμβαση ενός από αιώνες καλά εμπεδωμένου κοινωνικού φέρεσθαι: είναι η κορυφή της πυραμίδας. Ξάφνου, σε μια στιγμή, εκεί που η φιλότεχνη αφρόκρεμα της κοινωνίας παίρνει το πρωινό της, εκεί στο βάθος, ο φακός πιάνει κάτι άγνωστες μορφές· έξω, στο κατάστρωμα. Πώς; Ποιοι είναι αυτοί; Κανείς μας δεν το ξέρει: ούτε εμείς ούτε οι πρωταγωνιστές. Όμως γρήγορα μαθαίνουμε ότι τη νύχτα –δίχως να το αντιληφθούμε ούτε εμείς ούτε οι πρωταγωνιστές!– ανέβηκαν στο καράβι ένα τσούρμο διωγμένοι άνθρωποι… Τίνος πολέμου είναι θύματα; Μα είχαν πόλεμο εκείνοι οι φιλότεχνοι φιλάνθρωποι χρυσοκάνθαροι; Μα είχαν πόλεμο; Και με ποιους; Αυτοί οι διωγμένοι ξεβράκωτοι ήταν εχθροί τους; Πώς άραγε, αφού αυτοί αγνοούσαν ακόμα και την ύπαρξή τους; Σε λίγο, ένα τερατώδες κατασκεύασμα, ένα πολεμικό της Αυστροουγγαρίας, απαιτεί να κατέβει το τσούρμο από το καράβι, οι άνθρωποι μπαίνουν στις βάρκες, μία βάρκα πλησιάζει στο τερατώδες πολεμικό, ένας νεαρός πετάει μία χειροβομβίδα που πέφτει στο εσωτερικό του τέρατος, εκρήγνυται ο εφιάλτης: είναι ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος… Ακούστε τη φωνή του αφηγητή-Φελλίνι: «Είναι σχεδόν αδύνατο να αναπαραστήσουμε την ακριβή σειρά των γεγονότων. Φαίνεται ότι όλα ξεκίνησαν από την αστόχαστη κίνηση του σέρβου τρομοκράτη που πέταξε μια χειροβομβίδα στο πολεμικό καράβι. Αλλά είναι δυνατόν μία τόσο απλοϊκή, μία τόσο πρόχειρη χειροβομβίδα να προκαλέσει μία ιστορική καταστροφή; Αλλά είμαστε απολύτως σίγουροι ότι ήτανε ο νεαρός που την έριξε;…».
Εσείς που ρωτάτε ανήσυχα για το τι δημοκρατία «έχουμε», σκεφτείτε καλύτερα: εκείνο που έχουμε δεν είναι ποτέ αυτό που υπάρχει· έτσι λέει ο ανθρώπινος νόμος. Εκείνο που έχουμε είναι πάντα εκείνο που έρχεται, είναι πάντα εκείνο που γεννιέται· εκείνο που έχουμε είναι πάντα εκείνο που φυτρώνει από κείνο που σπέρνουμε. Μια δημοκρατία που σπέρνει τον τρόμο δεν θα αργήσει να καταλάβει ότι απέναντί της έχει ανθρώπους τρομαγμένους και τρομοκρατημένους, δηλαδή ανθρώπους ανεξέλεγκτους. Τρως, τρως Μινώταυρε· είναι σάρκες αυτές, δεν είναι αέρας… Ο τρόμος έχει πολλά παιδιά. Κι αν ένα από αυτά είναι η οργή; Κι αν η οργή αυτή είναι τυφλή;
Του Δημήτρη Αρβανιτάκη
Δευτέρα, Ιανουαρίου 24
"Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ'αλλού φερμένο
Δέν τ'αντέχουν οί άνθρωποι..."
O.Ελύτης, ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ
O.Ελύτης, ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ
Τρίτη, Ιανουαρίου 18
"Όλο και περισσότερο κλεισμένη στον εαυτό σου
Όλο και λιγότερο ελευθερωμένη
από τους μαύρους ίσκιους του ύπνου
Σ’ άλλους μιλάς για αισθήματα που δεν τ’ αναγνωρίζουν
Εμένα, που ξέρω, δε με ρωτάς
Ερημωμένη
πέτρινος περιστεριώνας το πρωί που λείπουν τα μικρά
περιμένεις το κακό μου χέρι
να σου ξεριζώσει τα στήθια
Μην το αφήσεις να τραβήξει και τ’ απομεινάρια μιας
σπουδαίας καρδιάς
Πέταξε
πριν η αδυναμία της χτυπημένης σου φτερούγας
κουράσει τον ρυθμό που κρατάς στις αποστάσεις των ηπείρων
όταν πετάγεσαι στον ύπνο σου με την ψυχή στο στόμα
και επιδίδεσαι στην κίνηση της αναγνώρισής μου
ψάχνοντας στο άδειο μαξιλάρι
Πετάω κι εγώ, αλλά πιο χαμηλά
Και το μικρό κτίσμα που μας στεγάζει
-οστεοφυλάκιο από ίνες ερώτων και θυμώματα καλοήθη-
κι αυτό, στη μεταφυσική σου έγκειται
και στη φουντωτή ουρά του παγωνιού
που μας παρακολουθεί σκαρφαλωμένο στο δέντρο
Τίποτα δε βρήκες διασκεδαστικό
Κανείς άνθρωπος που χώνει τα χέρια του
δε σε πτοεί πλέον
Ούτε οι επιγενόμενες σιωπές σου
ούτε οι αντισταθμιστικές μου φλυαρίες
Και το πρόσωπό σου
-μάσκα βενετσιάνικη με το μεγάλο λευκό μέτωπο-
δεν είναι άραγε το μοναδικό σου κατάλυμα;
(Αν βέβαια εξακολουθήσεις να μεταμφιέζεσαι στον
PIERROT ASSASSIN DE SA FEMME
της παντομίμας)"
Γ. Βέλτσος
Όλο και λιγότερο ελευθερωμένη
από τους μαύρους ίσκιους του ύπνου
Σ’ άλλους μιλάς για αισθήματα που δεν τ’ αναγνωρίζουν
Εμένα, που ξέρω, δε με ρωτάς
Ερημωμένη
πέτρινος περιστεριώνας το πρωί που λείπουν τα μικρά
περιμένεις το κακό μου χέρι
να σου ξεριζώσει τα στήθια
Μην το αφήσεις να τραβήξει και τ’ απομεινάρια μιας
σπουδαίας καρδιάς
Πέταξε
πριν η αδυναμία της χτυπημένης σου φτερούγας
κουράσει τον ρυθμό που κρατάς στις αποστάσεις των ηπείρων
όταν πετάγεσαι στον ύπνο σου με την ψυχή στο στόμα
και επιδίδεσαι στην κίνηση της αναγνώρισής μου
ψάχνοντας στο άδειο μαξιλάρι
Πετάω κι εγώ, αλλά πιο χαμηλά
Και το μικρό κτίσμα που μας στεγάζει
-οστεοφυλάκιο από ίνες ερώτων και θυμώματα καλοήθη-
κι αυτό, στη μεταφυσική σου έγκειται
και στη φουντωτή ουρά του παγωνιού
που μας παρακολουθεί σκαρφαλωμένο στο δέντρο
Τίποτα δε βρήκες διασκεδαστικό
Κανείς άνθρωπος που χώνει τα χέρια του
δε σε πτοεί πλέον
Ούτε οι επιγενόμενες σιωπές σου
ούτε οι αντισταθμιστικές μου φλυαρίες
Και το πρόσωπό σου
-μάσκα βενετσιάνικη με το μεγάλο λευκό μέτωπο-
δεν είναι άραγε το μοναδικό σου κατάλυμα;
(Αν βέβαια εξακολουθήσεις να μεταμφιέζεσαι στον
PIERROT ASSASSIN DE SA FEMME
της παντομίμας)"
Γ. Βέλτσος
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)