Κυριακή, Σεπτεμβρίου 28


«Ει μοναχοί, τι τοσοίδε; Τοσοίδε δε, πώς πάλι μόνοι; / Ω πληθύς μοναχών ψευσαμένη μονάδα»).


Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 24

Βγαίνω στο δρόμο και σκουπίζω τα αίματά σου
Κι όσα σου είπα δεν μπορώ να τα πιστέψω
"Να μην ξεχάσεις να πιαστείς απ' τα όνειρά σου"
"Να μην φοβάσαι η ζωή είναι μπροστά σου"
Πόσες βλακείες είπα για να ξεμπερδέψω
Δεν ξέρω ποιόν παλεύω να νικήσω
(στίχοι: Οδυσσέας Ιωάννου, μουσική:Μίλτος Πασχαλίδης)

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 23


Στο φάσμα του ορατού


"Μη με διαβάζετε
..όταν δεν ξέρετε κανέναν υπερσυντέλικο
αν δεν αγαπάτε τα ζώα
και μάλιστα τις νυφίτσες.
Αν δεν ακούτε τούς κεραυνούς ευχάριστα
οπουδήποτε.
Οταν δεν ξέρετε πως ο ωραίος Modigliani
τρείς η ώρα τη νύχτα μεθυσμένος
χτυπούσε βίαια την πόρτα ενός φίλου του
γυρεύοντας τα ποιήματα τού Βιγιόν
κι άρχισε να διαβάζει ώρες δυνατά
ενοχλώντας το σύμπαν.
Οταν λέτε τη φύση μητέρα μας και όχι θεία μας.
Οταν δεν πίνετε χαρούμενα το αθώο νεράκι.
Αν δεν καταλάβατε πως η Ανθούσα είναι μάλλον η εποχή μας.
ΠΡΟΣΟΧΗ
ΧΡΩΜΑΤΑ.
Μη με διαβάζετε
όταν
έχετε
δίκιο.
Μη με διαβάζετ όταν
δεν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα.
Ωρα να πηγαίνω
δεν έχω άλλο στήθος."
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 15

...
Η πονεμένη γδύθηκε στο σκοτάδι

αναρριχήθη στ’ άθλιο σπίτι και
σταμάτησε τη μάταιη μουσική
γέλασε στον καθρέφτη σήκωσε τα χέρια
έβαψε το πρόσωπό της με το χρώμα
μιας προσμονής είδε τον ήλιο
μέσα στο ρολόγι της τότε θυμήθηκε:
- Δες το ποίημα αλήθεψε
και το νόθο αγόρι και το χρώμα
χαρίζουν τη χαρά
και τον τόπο αυτό πώς να φωτογραφήσουν
είναι ο τόπος της υποκρισίας
είναι η χώρα που παραμονεύουν
παιδιά που χάσαν την αγνότητά τους
κι απλώνουνε τα χέρια στ’ ανοιχτά παράθυρα
να πέσουν τ’ άρρωστα φιλιά
να πέσουν κλαίγοντας απ’ τα παράθυρα
τα νέα λιγόζωα ορφανά
σφίγγοντας μεσ’ στο πληγωμένο χέρι τους
μια τούφα άσπρα μαλλιά

Απ’ το πανάρχαιο τ’ όνειρο
Μ. Σαχτούρη , Τ όνειρο

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 11




"Του Τηλεμάχου την στοργήν,
την πίστιν της Πηνελόπης,
του πατρός το γήρας,
τους παλαιούς του φίλους,
του λαού του αφοσιωμένου την αγάπην,
και την ειρήνην και ανάπαυσιν του οίκου εβαρύνθη.
Κ’ έφυγεν.
Ότε δε της Ιθάκης αι ακταί ελιποθύμουν βαθμηδόν εμπρός του
κι έπλεε προς δυσμάς πλησίστιος,
προς Ίβηρας,
προς Ηρακλείους στήλας,
—μακράν παντός Aχαϊκού πελάγους,
—ησθάνθη ότι έζη πάλιν,
ότι απέβαλλε τα επαχθή δεσμά γνωστών πραγμάτων και οικιακών.
Και η τυχοδιώκτις του καρδιά ηυφραίνετο ψυχρώς, κενή αγάπης."