Τρίτη, Ιουνίου 24

Η πόλη των φαντασμάτων
«Ακόμη και σήμερα, ιδιοκτήτες σπιτιών ονειρεύονται καμιά φορά πως κάτω από το υπόγειό τους κείτονται Τούρκοι, γενίτσαροι και βυζαντινές νεκροπόλεις. Γράφονται ιστορίες για κρυμμένες ρωμαϊκές κατακόμβες, για τραγικές ιστορίες αγάπης και για ανήσυχες ψυχές που στοιχειώνουν τις ξεχαρβαλωμένες βίλες κοντά στη θάλασσα. Ακούγονται φήμες για κρυμμένους εβραϊκούς θησαυρούς, που τους φυλούν πνεύματα που ξεγελούν τους εξορκιστές και νικούν τους πράκτορες της Μοσάντ, τους πρώην ναζί και οποιονδήποτε άλλο έχει προσπαθήσει να εντοπίσει τα κρυμμένα κοσμήματα και το χρυσάφι που προστατεύουν. Αλλά τα φαντάσματα της Θεσσαλονίκης σηκώνονται από τον τάφο τους και με άλλους τρόπους, μέσα από τα τεκμήρια και τα αρχεία, από τις επιστολές των Βυζαντινών αρχιεπισκόπων, από τα δικαστικά πρακτικά των Οθωμανών καδήδων και από τους βίους και τους θανάτους των Χριστιανών μαρτύρων».

Δευτέρα, Ιουνίου 23


Εκατόν ένας κανονιοβολισμοί για τη Θεσσαλονίκη
Του Σπυρου Καραβα
Η 26η Οκτωβρίου 1912 είναι μια από τις πιο γνωστές ημερομηνίες στο πανελλήνιο~ ημερομηνία που σφραγίζει την πορεία προς την εθνική ολοκλήρωση. Το εθνικό μας εορτολόγιο, για μια ακόμη φορά, συνδυάστηκε άψογα με το αντίστοιχο ορθόδοξο. Ο πολιούχος της Θεσσαλονίκης, Άγιος Δημήτριος, την ημέρα της ονομαστικής του εορτής, οδήγησε, εκ του ασφαλούς, τα νικηφόρα στρατεύματα του αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας. Η Θεσσαλονίκη απελευθερώνεται από τον επαχθή τουρκικό ζυγό και γίνεται, επιτέλους, ελληνική. Εδώ και 95 χρόνια η Θεσσαλονίκη, η Αθήνα και ολόκληρη η Ελλάδα τιμούν την επέτειο. Και δικαίως, καθώς υπήρξε το σημαντικότερο εθνικό γεγονός, από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, τουλάχιστον μέχρι το 1912. Όλα αυτά είναι γνωστά. Λιγότερο γνωστό είναι ότι ούτε κατάκτηση ούτε απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης έλαβαν χώρα ανήμερα της γιορτής του πολιούχου της. Όσο για την προχρονολόγηση του γεγονότος, επιμελώς κατασκευασμένη, εξυπηρέτησε πρακτικότατες και κρίσιμες ανάγκες της στιγμής, προτού να γίνει αντικείμενο χρήσεων και καταχρήσεων, από την κρατούσα ελληνοχριστιανική ιδεολογία. Η επακριβής χρονολόγηση, συστατικό στοιχείο της δουλειάς του ιστορικού, αποκαθιστά συχνά τα πράγματα στις σωστές τους διαστάσεις. Το γνώριζε αυτό πολύ καλά ο Φίλιππος Ηλιού και δεν τον τρόμαζε να του προσάψουν θετικιστικές αγκυλώσεις. Γνώριζε, επίσης, ότι η λεπτομερειακή αποκατάσταση των όντως όντων αποτελεί την καλύτερη υπονόμευση των εδραιωμένων μύθων και των στρεβλώσεων που επιχωριάζουν στην εθνική μας ιστοριογραφία. Στην προκειμένη περίπτωση, κάθε άλλο παρά πρόκειται για περιθωριακή λεπτολογία. Τα συγκεκριμένα περιστατικά που συνδέονται με την παράδοση της πόλης, αν μελετηθούν απροκατάληπτα στα καθέκαστά τους, συμβάλλουν στην κατανόηση των μηχανισμών που διέπουν όλη τη διαδικασία ενσωμάτωσης των "Νέων Χωρών" στον εθνικό κορμό, η οποία έχει καλυφθεί με επάλληλα πέπλα σιωπών και παραποιήσεων. *** Θα ξεκινήσω από το ανεκδοτολογικό του πράγματος. Ο εορτασμός της άλωσης της Θεσσαλονίκης δεν περίμενε την πρώτη της επέτειο, δηλαδή την 26η Οκτωβρίου 1913. Γιορτάστηκε αυθημερόν. Πράγματι, το απόγευμα της 26ης Οκτωβρίου 1912 η είδηση "πήραμε τη Θεσσαλονίκη", με ταχύτητα αστραπής, διαδόθηκε σ' ολόκληρη την Αθήνα. [...] Ακολουθεί πανζουρλισμός, οι κωδωνοκρουσίες των εκκλησιών με τους χιλιάδες ανθρώπους που, παρά τη βροχή, ξεχύνονται στους δρόμους, κατευθυνόμενοι προς το κέντρο, ζητωκραυγάζοντας, πυροβολούντες, σταυροκοπούμενοι, παραληρούντες, ανεμίζοντες την γαλανόλευκον, συνθέτουν μια πρωτόγνωρη εικόνα. Ο δήμαρχος Μερκούρης πάραυτα φωταγωγεί και σημαιοστολίζει την πόλη, αφού επί μια βδομάδα είχαν γίνει οι ανάλογες προετοιμασίες, καθώς όλοι οι οιωνοί έδειχναν την τελική κατίσχυση των ελληνικών όπλων. [...] Εκείνος που απουσιάζει από το πανεθνικό αυτό πανηγύρι είναι ο αρχιτέκτονας του επιτεύγματος, ο μόνος ίσως που πίστεψε στη δυνατότητα κατάκτησης της Θεσσαλονίκης: ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος. Απουσιάζει πεισματικά και αρνείται να παρουσιασθεί ενώπιον του πλήθους, που ζητά να τον επευφημήσει. [...] Ο πρωθυπουργός γνώριζε, ίσως καλύτερα από κάθε άλλον, την κρισιμότητα των στιγμών. Γνώριζε ότι όποιος από τους βαλκάνιους συμμάχους έμπαινε πρώτος στη Θεσσαλονίκη, θα κατοχύρωνε de facto δικαίωμα κατοχής της πόλης, δύσκολα ανατρέψιμο στη συνέχεια. Μη υπάρχοντος μάλιστα και προσυμφώνου μεταξύ των συμμάχων, η τύχη της πόλης θα κρινόταν στο πεδίο των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Γνώριζε, επίσης, ότι η βουλγαρική μεραρχία, η επονομαζόμενη "Μακεδονική Στρατιά", προχωρούσε ταχύτατα, χωρίς ουσιαστική αντίσταση, σε φίλιο έδαφος, με στόχο την έγκαιρη άφιξη στη Σολούν. Γι' αυτό, άλλωστε, είχε χρειαστεί να χρησιμοποιήσει σκληρή γλώσσα προς τον Διάδοχο, για να τον αναγκάσει να "τρέξει" τα στρατεύματά του, μια ώρα αρχύτερα, προς την περιπόθητη πόλη. Και ναι μεν ο Διάδοχος υποχρεώθηκε να ακολουθήσει τη διαταγή του πρωθυπουργού του, αλλά έξι μέρες μετά τη μάχη στα Γιαννιτσά, της 20ής Οκτωβρίου, ο ελληνικός στρατός καθυστερούσε αδικαιολόγητα στα γεφύρια και στα βαλτοτόπια του Βαρδάρη. Και όσο ο Διάδοχος καθυστερούσε να κάνει το τελικό βήμα, τόσο ο χριστεπώνυμος λαός, υποψιαζόταν τη συμπαιγνία μεταξύ του Μυροβλήτη και του Στρατηλάτη^1^. Ωστόσο, ο Βενιζέλος, στους έμπλεους ενθουσιασμού εκπροσώπους των εμπορικών συλλόγων, που ζήτησαν ακρόαση, το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, θα πει την αλήθεια: Καμιά είσοδος του ελληνικού στρατού, καμιά παράδοση, καμιά κατάκτηση της Θεσσαλονίκης δεν είχε επίσημα αναγγελθεί. Για να υποσχεθεί, ευθύς αμέσως, ότι μόλις η κυβέρνηση λάβει γνώση του ευφρόσυνου γεγονότος, εκατόν ένας κανονιοβολισμοί από την Πνύκα θα αναγγείλουν το συμβάν στον αθηναϊκό λαό. Η απογοήτευση θα διαδεχθεί τη χαρά, αφού στις 3 το πρωί της 27ης Οκτωβρίου, το κυβερνητικό ανακοινωθέν διέψευσε την είδηση που είχε συνεπάρει την προηγουμένη το πανελλήνιο. [...] Τι έγινε όμως στις 26 Οκτωβρίου στο μέτωπο της Θεσσαλονίκης; -- Καταρχάς, ο τούρκος στρατηγός Ταχσίν πασάς δέχθηκε να συζητήσει τους όρους παράδοσης με τους αντιπροσώπους του Διαδόχου. -- Αφετέρου, ο βουλγαρικός στρατός, 20 χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, συναντήθηκε με τον ελληνικό για να λάβει τη διαβεβαίωση από τον Διάδοχο ότι εντός της ημέρας εισέρχεται τροπαιούχος στην πόλη. Παράλληλα, ο Κωνσταντίνος συμβούλεψε τον βούλγαρο στρατηγό Τοντόροφ να αλλάξει πορεία και να κατευθύνει τον στρατό του όπου θεωρούσε ότι υφίσταται πραγματική ανάγκη. Με άλλα λόγια, ο Διάδοχος απέκρυψε από τον σύμμαχό του το σημαντικότερο: ότι επί δύο μέρες --τουλάχιστον επίσημα-- βρισκόταν σε διαδικασία διαπραγμάτευσης με τον κοινό τους εχθρό, τον τούρκο στρατηγό. [...]. Απομονώνω δύο στοιχεία που έχουν ιδιαίτερη σημασία: α) Κοινή συναινέσει Τούρκων και Ελλήνων, το πρωτόκολλο παράδοσης φέρει την πλαστή ημερομηνία της 26ης Οκτωβρίου, ώστε να παραπλανηθούν οι Βούλγαροι για το τετελεσμένο του πράγματος. β) Η παράδοση από τον τούρκο στρατηγό έγινε χωρίς να δοθεί μάχη. Δηλαδή αντίθετα από τις επιταγές του Κορανίου, να μην εκχωρούνται αμαχητί όσες χώρες κατακτήθηκαν με το σπαθί. [...] Το απόγευμα της 27ης Οκτωβρίου, τη μέρα που η Ορθοδοξία τιμά τη μνήμη του μάρτυρος Νέστορος --μαθητού του Αγίου Δημητρίου--, ένα απόσπασμα ελλήνων στρατιωτών θα διασχίσει την παραλιακή λεωφόρο, για να στρατωνιστεί στον προβλεπόμενο χώρος εκτός πόλεως. Ούτε τυμπανοκρουσίες ούτε κωδωνοκρουσίες ούτε σημαιοστολισμοί ούτε αλαλαγμοί χαράς "Χριστός Ανέστη" θα ακουστούν. Αντίθετα μάλιστα, ο διάχυτος φόβος θα αποτυπωθεί στη σιωπή των άδειων δρόμων, στα κλειστά παράθυρα και στο ζαρωμένο παράστημα των ελλήνων στρατιωτών. [...] Η ελληνικωτάτη κατά τον αθηναϊκό τύπο, Θεσσαλονίκη, φαίνεται πως τρόμαζε τον στρατηλάτη Κωνσταντίνο: τα αισθήματα της πλειονότητας των κατοίκων της, σε μια ενδεχόμενη ελληνική κατοχή, δεν του ήταν άγνωστα. Όπως δεν ήταν άγνωστη, στους έλληνες επιτελείς, η πληθυσμιακή σύνθεση της πόλης και η ισχνή ελληνική παρουσία. Η επιχειρησιακή και απόρρητη στατιστική που συνέταξε το ελληνικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη, λίγους μήνες πριν την κήρυξη του πολέμου, είναι αρκετά ενδεικτική. Μόνο το 13,2% του πληθυσμού της κατατάσσεται στην κατηγορία "Έλληνες"^2^. [...] Ποιώντας την ανάγκη φιλοτιμία, ο Κωνσταντίνος θα εισέλθει στην πόλη αξημέρωτα της Αγίας Σκέπης, την Κυριακή 28 Οκτωβρίου. Όχι όμως έφιππος, όχι επικεφαλής του νικηφόρου στρατού του, αλλά μυστικά θα μεταφερθεί με τραίνο στον σιδηροδρομικό σταθμό και από κει πάλι μυστικά, σ' ένα αγοραίο αμάξι, θα μεταβεί στο Διοικητήριο. Έτσι, και πάντα σε συνεργασία με τις τουρκικές αρχές, θα αποτρέψει την βουλγαρική επιβουλή. Η άδοξη αυτή είσοδος ήταν η αναγκαία λύση της ύστατης ώρας, καθώς με το ξημέρωμα, ο βουλγαρικός στρατός, υπό τους βασιλόπαιδες Μπόρις και Κύριλλο, θα έμπαινε στην πόλη, και σε περίπτωση αντίστασης από τους Τούρκους θα την βομβάρδιζε. [...] Ο Βενιζέλος από την πλευρά του, δεν ξέχασε την υπόσχεσή του. Στις 9.30 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, οι εκατόν ένας εόρτιοι κανονιοβολισμοί δόνησαν τον αέρα της πρωτεύουσας, αν και άφησαν ασυγκίνητη την ελληνική ιστοριογραφία η οποία, είτε από άγνοια συνεχίζει να παραχρονολογεί είτε ηθελημένα εμμένει να αποσιωπά όσα συνέβησαν τις κρίσιμες εκείνες μέρες. *** Κάθε λαός δικαιούται να γνωρίζει την ιστορία του, υποστήριζε ο Φίλιππος Ηλιού, ενώ συναρτούσε την ιστορική γνώση και κατανόηση με την αναγκαία και επιθυμητή ασέβεια. Δεν είναι της στιγμής να αποφανθούμε αν και κατά πόσον ο ελληνικός λαός διεκδίκησε το δικαίωμα αυτό. Πάντως, τέσσερις μέρες μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης η εφημερίδα Εστία, σε διθυραμβικό τόνο για τα καθέκαστα εκεί, υπογράμμιζε τον κυρίαρχο ρόλο που πρέπει να έχει ο θρύλος στην ιστοριογραφική διαδικασία. Έγραφε λοιπόν: "Ο θρύλος δίδει εις τα γεγονότα την τελειωτικήν των μορφήν. Αυτός επεξεργάζεται το σκίτσο που ονομάζομεν πραγματικότητα. Ο θρύλος είναι [αυτός που] θα προσθέσει κάτι εδώ, θ’ αφαιρέσει κάτι από αλλού, θα συμπληρώσει, θα συνθέσει και θα δώσει την έκφρασιν του ιστορικού γεγονότος". Αν μη τι άλλο, ο αρθρογράφος προέβλεψε τα μελλούμενα, καθώς συνεχίζουμε να "καλλιεργούμε με ηδονή την ιστορική ανακρίβεια", στην οποία έχουμε απονείμει τον ευφημισμό του "μύθου", για να το πούμε με τα λόγια του Κωνσταντίνου Δημαρά, όπως τα παραθέτει ο Φίλιππος Ηλιού. 1. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι οι "επαληθεύσεις των προρρήσων του Αγαθαγγέλου" για το τέλος της Τουρκίας, που δημοσιεύονται καθημερινά στην εφ. Σκριπ από τις 25 Οκτωβρίου και εξής. Στις 26 Οκτωβρίου το Σκριπ επισημαίνει την σύμπτωση της εορτής του μεγαλομάρτυρος Αγίου Δημητρίου "κατά θείαν βούλησιν με την ένδοξον υπό του στρατού μας και θριαμβευτικήν είσοδον εις την πρωτεύουσαν της Μακεδονίας". 2. Η συγκεκριμένη στατιστική είναι χειρόγραφη και φέρει τον τίτλο: "Στατιστική πληθυσμού Θεσ/νίκης 1911-1912 (γενομένη εν τω Ελλην. Προξενείω)" (Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας. Αρχείο Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας, φάκ. 45). Σε συνολικό πληθυσμό 205.061 (!) κατοίκων οι "Έλληνες" ανέρχονται σε 27.100, εκ των οποίων οι 22.200 είναι ορθόδοξοι υπήκοοι Οθωμανοί, οι 3.593 ορθόδοξοι υπήκοοι Έλληνες, οι 1.160 Δυτικοί υπήκοοι Οθωμανοί και οι 147 Δυτικοί υπήκοοι Έλληνες. [...] Ο Σπύρος Καράβας διδάσκει Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Σάββατο, Ιουνίου 21


FERNANDO PESSOA
QUANDO ESTOU SÓ RECONHECO
Quando estou só reconheçoSe por momentos me esqueçoQue existo entre outros que sãoComo eu sós, salvo que estãoAlheados desde o começo.E se sinto quanto estouVerdadeiramente só,Sinto-me livre mas triste.Vou livre para onde vou,Mas onde vou nada existe.Creio contudo que a vidaDevidamente entendidaÉ toda assim, toda assim.Por isso passo por mimComo por cousa esquecida.

Κυριακή, Ιουνίου 8

Salonica
Η Θεσσαλονίκη με τα μάτια ενός Ιταλού Tο «Salonica» που προβλήθηκε στην Ελβετία, από ντοκιμαντέρ για την εβραϊκή κοινότητά της, κατέληξε σε πορτρέτο της πόλης
Της Νελλης Αμπραβανελ
Πριν από μερικές εβδομάδες, ένα ντοκιμαντέρ για τη Θεσσαλονίκη, άγνωστο στους περισσότερους Ελληνες, έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους τριών πόλεων της Ελβετίας: στη Βέρνη, τη Βασιλεία και τη Ζυρίχη. Πριν από δύο χρόνια, και για δώδεκα μήνες, ο Ιταλός σκηνοθέτης Πάολο Πολόνι, που τα τελευταία είκοσι χρόνια ζει και εργάζεται στη Ζυρίχη, εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη με σκοπό να γυρίσει μια ταινία για την εβραϊκή κοινότητά της. Η αρχική ιδέα όμως εξελίχθηκε σε κάτι τελείως διαφορετικό: η ταινία, που φέρει τον τίτλο «Salonica» πρόκειται για μια σειρά πορτρέτων που καταφέρνουν να συνθέσουν ένα εκφραστικό πανόραμα της ελληνικής πόλης, με ιδιαίτερη έμφαση στην ταυτότητα, το αίσθημα του εθνικισμού και την πολυπολιτισμικότητα.
Η «Κ» ταξίδεψε στη Ζυρίχη, επιστρέφοντας με μια πρώτη εικόνα μιας ταινίας, που αν και δεν έχει έρθει ακόμα στη χώρα μας, είναι αφιερωμένη σε αυτήν.
Φτάνοντας στη Θεσσαλονίκη
Πώς ένας Ιταλός σκηνοθέτης, που δεν είναι Εβραίος, που ζει στην Ελβετία, και που δεν έχει «προηγούμενα» με την Ελλάδα, αποφασίζει να γυρίσει το πορτρέτο μιας ελληνικής πόλης; «Σε ένα ποίημα του Μπόρχες πρωτοσυνάντησα το όνομα της Θεσσαλονίκης. Ο Αργεντίνος συγγραφέας αναφερόταν στους Ισπανούς Εβραίους της Θεσσαλονίκης που κρατούσαν ακόμα το κλειδί των σπιτιών τους στο Τολέδο... Επειτα ήρθε ο Πρίμο Λέβι με τις αναφορές του στο Αουσβιτς και τους πολυμήχανους και έμπιστους Θεσσαλονικιούς Εβραίους συγκρατούμενούς του. Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που την ακούς περιστασιακά, αλλά δεν έχεις καθαρή εικόνα για το πού βρίσκεται. Δεν είναι η Αθήνα ούτε τα νησιά, και για εμάς τους Δυτικούς Ευρωπαίους, συγκαταλέγεται στην μπερδεμένη περιοχή των Βαλκανίων. Πήγα λοιπόν ως τουρίστας, διαβασμένος και διψασμένος, και ίσως με μια υπερβολικά ρομαντική διάθεση».
Ο Πολόνι όμως απογοητεύτηκε. Η εβραϊκή κοινότητα που περίμενε να βρει δεν αντιστοιχούσε στις ιστορίες που είχε διαβάσει. «Φτάνοντας στην πόλη κατάλαβα ότι το έργο δεν θα μπορούσε να γίνει για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης. Θα ήταν ένα έργο νοσταλγικό, μελαγχολικό, ένα έργο στραμμένο μόνο προς το παρελθόν. Και μια τέτοια ταινία δεν θα ταίριαζε σε μια πόλη με τόση ενέργεια, θόρυβο και ζωή».
Από τον Πρίμο Λέβι στην τσιγγάνα Ολιβέρα
Οι πρώτοι χαρακτήρες που εμφανίζονται στην οθόνη ανήκουν στην εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, είναι πολύ μεγάλοι σε ηλικία, δίνουν τις συνεντεύξεις τους μιλώντας Λαδίνο και εξιστορούν τις εμπειρίες τους από το Ολοκαύτωμα. Μπορεί κανείς να καταλάβει ποια μελαγχολία φοβάται ο Πολόνι, άσχετο αν τελικά αποφάσισε να την εντάξει στην τελική εκδοχή του έργου.
Ομως το επόμενο πλάνο δείχνει όμορφες έφηβες να παρελαύνουν στους κεντρικούς δρόμους της Θεσσαλονίκης σε κάποια εθνική εορτή, με τα γελάκια τους και το ρυθμό των τυμπάνων να σε επαναφέρουν στη σύγχρονη εποχή.
Επιστροφή στην εβραϊκή πλευρά, αλλά πρωταγωνιστής αυτή τη φορά, ο δεκατετράχρονος Ντάνι που ετοιμάζεται για τη θρησκευτική του ενηλικίωση, μιλάει πονηρά για κορίτσια και παίζει ηλεκτρονικά παιχνίδια. Η κάμερα αφήνει τον Ντάνι και καταπιάνεται με την Ολιβέρα, μια τσιγγάνα που μιλάει για την οικονομική της κατάσταση και την ανάγκη της να ανεξαρτητοποιηθεί από την οικογένειά της. Και ύστερα έρχονται ο περιπτεράς, ο υπερήφανος Ελληνο-πόντιος φωτογράφος και ο σπασμωδικός Αμερικάνος φοιτητής που προσπαθεί να βρει τις ρίζες του.
Η κάμερα του Πολόνι αρχίζει από εκεί που άρχισε και αυτός, διαβάζοντας τον Μπόρχες και τον Λεβί. Ομως οι περιστάσεις τον παρασύρουν σε ένα πιο σύγχρονο πανόραμα της Θεσσαλονίκης, κάτι που ο ίδιος δεν περίμενε ποτέ να ανακαλύψει. «Δεν αγνοώ τους λίγους Εβραίους της πόλης, και ούτε ξεφεύγω απόλυτα από το νοσταλγικό και μελαγχολικό στοιχείο των πορτρέτων τους – είναι αδύνατον άλλωστε. Εναλλακτικά, προσπαθώ να τοποθετήσω αυτές τις προσωπικότητες μέσα σε ένα περίπλοκο και ανομοιογενές αστικό περιβάλλον», κάτι αρκετά ριψοκίνδυνο, δεδομένου τις πιθανές αντιδράσεις από την πλευρά της εβραϊκής κοινότητας – άλλωστε έχουμε όλοι συνηθίσει έναν πιο «σεβάσμιο» τρόπο παρουσίασης των επιζησάντων του Ολοκαυτώματος.
Ελληνικότητα και εθνικισμός
Αυτό που φαίνεται να κέντρισε πιο πολύ το ενδιαφέρον του Πολόνι είναι το αίσθημα του «Ελληνάρα», αν και ποτέ δεν χρησιμοποιεί τη συγκεκριμένη έκφραση. Αλλωστε, η αγαπημένη του φιγούρα, που κυριολεκτικά, κλέβει την παράσταση, είναι ο Πόντιος φωτογράφος Γιάννης Κυριακίδης, που ξεσπάει για το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων, ανοίγοντας ένα απρόσμενο κεφάλαιο για τον Πολόνι. «Κατάλαβα ότι υπάρχει ένα σύγχρονο πάθος για το θέμα της ταυτότητας. Υπάρχει μια εύθραυστη πλευρά της Ελλάδας, που είναι πολύ πιο έντονη στο Βορρά, ειδικά αν λάβουμε υπ’ όψιν μας το πότε εντάχθηκαν γεωγραφικά στο ελληνικό κράτος οι σημερινές βόρειες περιοχές της Ελλάδας».
Ποιες όμως θα είναι οι αντιδράσεις του εγχώριου κοινού; Ο Πολόνι έχει τις επιφυλάξεις του. «Πιστεύω πως το ελληνικό κοινό θα διαψεύσει αυτόν τον υπερβολικό εθνικισμό. Θα θεωρηθεί ίσως επίσης ότι το έργο δεν έχει την κοινωνιολογική ισορροπία που θα περίμενε κανείς από τον τίτλο του.
Θα αναρωτηθούν για παράδειγμα: πού είναι η φιλελεύθερη, κοσμοπολίτικη γενιά που έχει ταξιδέψει και έχει διαβάσει και μπορεί να συνεννοηθεί τέλεια στα αγγλικά; Η αλήθεια είναι ότι γνώρισα τέτοιους ανθρώπους, αλλά ήταν πολύ “καθαροί” για την ταινία που τελικά αποφάσισα να κάνω. Το έργο μου δεν είναι κοινωνιολογική έρευνα, ούτε ρεπορτάζ. Μοιάζει τελικά περισσότερο με ιμπρεσιονιστικό πίνακα, που αν τον δεις από κοντά, δεν θα καταλάβεις πολλά, ενώ αν κάνεις λίγο πίσω, αντιλαμβάνεσαι μια μεγαλύτερη εικόνα, την ατμόσφαιρα και την αίσθηση μιας πόλης – τουλάχιστον αυτή ήταν και είναι η φιλοδοξία μου».
Η ματιά δεν είναι ελληνική, και αυτό ίσως να επιτρέπει μια πιο ρομαντική προσέγγιση, που το ελληνικό κοινό μπορεί εύκολα να απορρίψει. Ομως αυτή η εξωτερική ματιά έχει σίγουρα ένα ενδιαφέρον: μας υπενθυμίζει ότι πολλές φορές, η ιδέα που έχουμε για τον τόπο μας διαφέρει πολύ από αυτήν που έχουν οι άλλοι για μας, είτε αυτό έχει μια βάση είτε όχι.
Info http://
www.salonica.ch

Πέμπτη, Ιουνίου 5

Οι νέοι που τους έλεγαν αλήτες


Και τι περίμενες δηλαδή; Μια κοινωνία που αποθεώνει τη γελοία πλήξη της "Βουλής των Εφήβων" να σταθεί με ενδιαφέρον στα τεκταινόμενα των ημερών μέσα στα Πανεπιστήμια; Δηλαδή περιμένεις από την ξεχασμένη μικροαστή μαμά που τηλεφωνεί στις φίλες και στις άλλες ξεχασμένες (αυτή ή της "επαρχίας της Αθήνας κοιμωμένη"), ότι ο κανακάρης μιλάει από του βήματος της Βουλής, περιμένεις από την εν αγνοία της φοβερή λοβοτομούσα μάνα, να βγει από τα όριά της και να αντιληφθεί το τι εστί παρέκκλιση; Περιμένεις από έναν ολόκληρο κόσμο που σέρνει μέσα του αταβιστικά τον τρόμο της φτώχειας και την ίδια στιγμή παγώνει από έναν καινούργιο τρόμο μιας νέας φτώχειας να απεμπλακεί από την ιδεοληψία της κοινωνικής ανέλιξης (λεφτά και καταξίωση) μέσω των σπουδών;
Λάθος περιμένεις.
Δεν πρόκειται ποτέ αυτοί οι άνθρωποι να καταλάβουν. Ποτέ τους δεν κατάλαβαν οι περιώνυμες πλειοψηφίες, η πολυπλοκότητα των πλειοψηφιών που αλληλοσυντιθέμενες, αλληλοαναιρούμενες, και απείρως συγκρουόμενες συνθέτουν τον κοινωνικό ιστό, ποτέ τους δεν κατάλαβαν την ιοβόλο εξαίρεση που οδηγεί στις νέες καταστάσεις.
Όλες αυτές οι κάθε λογής πλειοψηφίες είναι το ντεκόρ, η βασική ύλη για να αναπτύσσεται κάθε φορά η βιοτεχνολογία της εξουσίας.
Και τα μυριάδες εγκλήματα τα οποία διαπράττει η εξουσία, τα ατιμώρητα εγκλήματα, είτε επειδή τα καλύπτει νόμος, είτε επειδή διά νόμου απαγορεύεται η αναφορά στα εγκλήματα της εξουσίας, είτε επειδή ο νόμος της σιωπής είναι πάντοτε ισχυρότερος από τον συντεταγμένο νόμο, είτε επειδή μια από τις ισχυρότερες συνδέσεις του κοινωνικού συνόλου είναι μιθριδατισμός, θεωρούνται φυσιολογικά. Θεωρούνται δηλαδή ότι βρίσκονται μέσα στη λογική της φύσης του ανθρώπου.
Το να θεωρείς φυσικό νόμο την ολοένα και αγριότερη ταξική υπόσταση της πολιτείας είναι φυσιολογικό.
Το να θεωρείς φυσική εξέλιξη την απαξίωση της δημόσιας παιδείας και αφύσικη την παραβατικότητα από τον "νόμο της μαμάς και του μπαμπά που πληρώνουν" είναι φυσιολογικό. Οι παραβάτες τιμωρούνται. Δεν υπάρχει ιστορική φάση στην πολύπλοκη διαδικασία εξέλιξης του ανθρώπου όντος και της κοινωνίας των ανθρώπων που να μην έχει τιμωρηθεί η παραβατικότητα στην οποιαδήποτε μορφή της. Και δεν υπάρχει επίσης ιστορική φάση όπου η οποιασδήποτε μορφής παραβατικότητα αφ' ης στιγμής έγινε εξουσία, να μην τιμώρησε αγριότατα τους παραβατικούς που την αμφισβήτησαν. Ωστόσο ο κόσμος προχώρησε. Και τώρα το ίδιο συμβαίνει (όχι "θα" συμβεί, συμβαίνει~ η διαδικασία είναι αδιάκοπη, δεν υπάρχει κάπου στο μέλλον ένας χωροταξικά διευθετημένος κοινωνικός παράδεισος, το μέλλον δημιουργείται, αναιρείται καθορίζεται και επαναπροσδιορίζεται διαρκώς και αδιαλείπτως μένοντας ανοιχτό 24 ώρες το 24ωρο) και δεν πρόκειται να γίνει αλλιώς. Είτε το θέλουμε (ή το θέλουν) είτε όχι, το μέλλον υπάρχει.
Αυτός είναι ο μέγας τρόμος της εξουσίας: ότι το μέλλον θα υπάρχει.

Το μέλλον είναι πάντα εδώ με όλη του την παραβατικότητα και με όλη του την οπισθέλκουσα δύναμη. Θέλω να πω, ότι το μέλλον είναι ήδη εδώ με όλη του την αντίφαση. Μην περιμένεις όμως να ζήσουνε γι' αυτό το μέλλον οι τρομαγμένες πλειοψηφίες. Υπάρχει η προϋπόθεση του παρόντος. Όπου είναι νόμιμη η παραπαιδεία, στραβή η πολιτεία για τα μαύρα λεφτά που κινούνται περί την παιδεία και παράνομη η παραβατικότητα. "Κάθε Πέμπτη είχαμε ραντεβού με τους ταραξίες" είχε πει στο προεκλογικό ντιμπέιτ ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής που ως νόμιμος νέος με τα απολύτως νόμιμα πλούτη της οικογένειας που εσπούδασε επιστήμων και πάνω απ' όλα άνθρωπος. Αν και πρωθυπουργός. Έτσι είναι. Γιατί σ' αυτή την κοινωνία την ταξική, οι αξίες επιβραβεύονται. "Ταραξίες" χαρακτηρίστηκαν από έναν άνθρωπο που μάλλον δεν ταράχτηκε ποτέ, οι νέοι που διεκδίκησαν. Αυτό λέγεται φοβική χυδαιότητα και αποκαλυμένη διαστροφή της πραγματικότητας από έναν άνθρωπο που υποτίθεται ότι μέλημά του είναι το μέλλον. Αλλά σε ποιον να το πεις; Στον γονιό που δεν ξέρει να ξεχωρίσει τη διαφορά ανάμεσα στο "χαρτί" (στο πτυχίο) και στη γνώση; Στον φοβισμένο που δεν θέλει να μάθει ότι "οι καλοί βαθμοί" δεν είναι συνώνυμο της ευτυχισμένης ζωής;

Στο γουρούνι που νομίζει ότι η τηλεόραση είναι η αποθέωση της πραγματικότητας;

Σε ποιον;

Σ' αυτόν λέω να το πεις. Και ας μη σ' ακούσει.

Έτσι κι αλλιώς, να του πεις, το μέλλον υπάρχει. Όσο κι αν φοβάται να τους πεις, όσο κι αν πείθεται από τις άσχημες φάτσες της ευπείθειας και της καλοπληρωμένης τάχα μου εμβρίθειας που είναι μια βλακεία και μισή, όσο κι αν λυγίζει από την έλλειψη χρημάτων, να του πεις ότι εχθρός δεν είναι τα παιδιά.

Να του πεις να χαίρεται αν το παιδί του έχει εχθρότητα.

Να του πεις ότι κανένα παιδί, πουθενά και ποτέ στον κόσμο δεν καθυστερούν έως θανάτου από την πείνα και τη δίψα. Όχι μόνο από των δυνατών την επιβολή, αλλά και από των φοβισμένων την παρανοϊκή συναίνεση εκείνων που θεωρούν "φυσιολογική" την καταδίκη.

Να πεις σ' αυτόν που δεν καταλαβαίνει, ότι είναι ψεύδος η τρέχουσα πλειοψηφία. Πουθενά δεν μετέχει ο εαυτός του να του πεις. Κι είναι πολύ λεπτό σημείο αυτό. Απίστευτου πόνου σημείο για την ανθρωπότητα. Προκάλεσε να του πεις -μην το αφήσεις απ' έξω- τις απόλυτες στρεβλώσεις των καθολικών αφηγήσεων.

Είναι παιχνίδι με την ύπαρξη, πες του, το λεπίδι της κάθε γνώσεως.

Σοβαρότατο πράγμα. Θέλει δουλειά.

Πιο πέρα από το συντεταγμένο

γιατί κανένας δεν κατάφερε ακόμη να συντάξει το επέκεινα.

Κανένας δεν κατάφερε να προλάβει την εντροπία του μέλλοντος.

Κώστας ΚΑΝΑΒΟΥΡΗΣ /αυγη

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΑΣΥΛΟ
Το δημόσιο πανεπιστήμιο έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση. Η συνταγματική αναθεώρηση ναυάγησε αλλά επιχειρείται η εφαρμογή του νόμου πλαισίου, υπό τη μορφή "φροντίδας" που θα έρθει, υποτίθεται να απαλλάξει την ανώτατη εκπαίδευση από κάθε μορφή δυσλειτουργίας. Το πανεπιστήμιο αντιστέκεται στη φροντίδα, αναπτύσσει την άμυνά του μέσα σε έναν ιδιάζοντα χώρο, εκείνον του πανεπιστημιακού ασύλου. Αυτόν ακριβώς τον χώρο προσβάλλει η φροντίδα των κυβερνητικών μεταρρυθμίσεων γι' αυτό ο πανεπιστημιακός κόσμος αντιστέκεται σε όλα τα σημεία της εφαρμογής τους. Τα παρακάτω σχόλια τοποθετούνται στα πλαίσια μιας τέτοιας προβληματικής της αντίστασης και βασίζονται σε δύο κείμενα* που θα ήταν κρίμα να λείπουν από αυτή. Το κείμενο του Ζ. Ντερριντά εστιάζει στον απροϋπόθετο και δημόσιο χαρακτήρα του πανεπιστημιακού λόγου. Στο πανεπιστήμιο, μας λέει, πρέπει όλα να μπορούν να ειπωθούν δημόσια. Ταυτόχρονα περιγράφει το απροϋπόθετο του πανεπιστημιακού χώρου, μιλώντας για έναν τόπο που μπορεί να εγκυμονεί συμβάντα. Το συμβάν εδώ εμφανίζεται σαν κάτι το οποίο καθώς συμβαίνει δεν ενεργοποιεί απλώς αυτό που έχει ήδη καταστεί δυνατόν από τις υπάρχουσες δομές: "Το συμβάν υπάγεται σε ένα ίσως το οποίο συνάδει όχι με το δυνατόν αλλά με το αδύνατον"^1^. Έτσι μας βοηθά να διακρίνουμε στην καρδιά του δημόσιου χώρου, ένα προνομιούχο υποσύνολό του, που μπορεί να εγκυμονεί το αδύνατο και "πρέπει συμβολικά να προστατευθεί μέσω ενός είδους ασυλίας-ανοσίας, ως εάν το ένδον του ήταν απαραβίαστο"^1^. Συνεπώς το πανεπιστήμιο δεν μπορεί καν να υπάρξει χωρίς να διασφαλίζει αυτό το ως εάν, όχι σαν ένα πραγματικό επώνυμο προϊόν ή έργο, αλλά σαν τον χώρο του αδύνατου, που ανήκει στο μέλλον και δεν μπορούμε να προετοιμάσουμε την άφιξή του. Δυστυχώς, μιλώντας για μια ειδική, υπό ασυλία χωρικότητα στην καρδιά του δημόσιου χώρου, διατρέχουμε έναν σοβαρό κίνδυνο: να φανταστούμε αυτή τη χωρικότητα περισσότερο σαν ένα εντός. Εδώ καθόλου δε μας αφορά η προστασία ενός ευαίσθητου και καλοφροντισμένου μέσα. Μας ενδιαφέρει η ασυλία που καθιστά δυνατό ένα έξω. Αυτό το έξω έρχεται να προσδιορίσει την παράδοξη φύση του πανεπιστημιακού δημόσιου χώρου. Το "εντός του ένδον" που αναφέρει περιστασιακά ο Ντερριντά, βρίσκεται παραδόξως σ' αυτό το έξω. Η τάση να αντιλαμβανόμαστε τον πανεπιστημιακό χώρο σαν ένα μέσα, που πρέπει να φυλαχτεί, να διαμορφωθεί προσεκτικά, να διασφαλίσει τους χρήστες του και το υλικό του, αφήνει το περιθώριο στις εξουσίες να διεισδύσουν σαν εγγυητές αυτού του "καθαρού" μέσα. Μια τέτοια εσωτερικότητα είναι εντελώς ευάλωτη σε κυρίαρχες δομές που επιδιώκουν να την ελέγξουν και να την διαμορφώσουν. Στον αντίποδα της, συναντούμε το έξω του Μ. Φουκώ σαν το χώρο που δεν ανήκει ούτε στην εξουσία, ούτε στη γνώση. Βρίσκεται γύρω τους αλλά και ανάμεσά τους μοναδικός εγγυητής της μη-σχέσης τους. Μεταφέροντας συνεχώς τα όριά του, δεν μπορεί να γίνει προσιτός εκεί όπου ασκείται κάποια μορφή συστηματικής φροντίδας. Μόνο η αμέλεια έλκει προς το έξω, ενώ "μια τέτοια αμέλεια δεν είναι στ' αλήθεια παρά η άλλη όψη ενός ζήλου"^2^. Μια πολύ εργατική αμέλεια, λοιπόν, διαφυλάσσει τον πανεπιστημιακό χώρο από τη διείσδυση των εξουσιών, η αμέλεια της πανεπιστημιακής ασυλίας. Εξασφαλίζει έναν τόπο που μπορεί να επικοινωνεί με το έξω. Που μπορεί να παράγει επινοήσεις, αναδύσεις, επιθυμίες. Που μπορεί να παράγει πραγματικά συμβάντα.
Στεργία Σαραντοπούλου/ΑΥΓΗ ౧/౬/2008
1. Ζακ Ντερριντά, Το Πανεπιστήμιο άνευ όρων, μετάφραση - σημειώσεις Βαγγέλης Μπιτσώρης, εκδ. Εκκρεμές, 2004
2. Μισέλ Φουκώ, Ο στοχασμός του έξω, μετάφραση-σημειώσεις Γιώργος Σπανός, εκδ. Πλέθρον, 1998