Δευτέρα, Απριλίου 27




"...κάθε φορά απορώ και εξίσταμαι από το μέτρον σιωπής και απείθειας που έχουν οι άνθρωποι όταν αναιρούν τις συμβάσεις και συντηρούν στα χείλη τους την άκρη του γκρεμού, την αρμονία του χάους, το απύθμενο του όρκου μπροστά στον έρωτα και το απροσμέτρητο που βάζει ρούχα Κυριακής σε μια καινούργια -ανώνυμη ακόμη- απελπισία.

Τέτοιους ανθρώπους κάποτε τους στέλνανε στην εξορία και στην ακίδα του βασανιστή. Σήμερα έχουνε μπερδευτεί οι εξορίες, έχουνε μπερδευτεί τα βάσανα, έχουνε μπερδευτεί και οι εξιστορήσεις τους. Έχουνε μπερδευτεί και οι βασανιστές. Ακόμη και οι βασανισμένοι έχουνε μπερδευτεί. Και φυσικά ο λύκος στην αντάρα χαίρεται. Ό,τι είναι με το κάθε μορφής, υφής, συνταγής, υποταγής, σύστημα, χαίρεται. Χαίρεται ακόμη και το σύστημα της ιερής μνήμης των σφαγμένων. Όταν τα πράγματα ειδωλοποιούνται τα συστήματα χαίρονται. Διότι υπάρχουν. Άλλωστε η νεκρότητα είναι είδος ζωής. Είδωλο ζωής. Θρησκεία.

Και οι άνθρωποι που ΕΙΝΑΙ το χείλος του γκρεμού μένουνε πάλι μόνοι. Με μόνη συντροφιά το όρνεο να τους τρώει τα σπλάχνα. Με μόνη συντροφιά, πάει να πει, την αμφιβολία: Πράττω σωστά; Σκέπτομαι σωστά; Στο ενεστώτα. Διαρκώς στον ενεστώτα. Με τη συνείδηση πως αν καταφύγεις στον παρατατικό θα γίνεις σύστημα και τη βαθιά πεποίθηση πως αν καταφύγεις στον μέλλοντα (και μάλιστα στον τετελεσμένο) θα γίνεις θρήσκευμα. Δηλαδή χυδαίος τρόπος του πολιτεύεσθαι.

Για φαντάσου. Είναι να απορείς και να εξίστασαι."

Του Κ. Καναβούρη, ΑΥΓΗ 26/4/09

Παρασκευή, Απριλίου 24

Με αφορμή την έκδοση
ΗΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ / ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 2009, ΙΚΑΡΟΣ

"...O Απρίλης δεν κατέχει από αμυγδαλιές, κυοφορώντας
πασχαλιές μέσα από τη βουρδουλιασμένη Γη, αναδεύοντας
γνώση και θέληση, αρδεύοντας
προσκυνημένες ρίζες, με εαρινή βροχή.

Το χειμώνα παρηγοριόμαστε, σκεπάζοντας
τη μουσκεμένη ενοχή με λήθη, θρέφοντας
μια ταγκισμένη ζωή με οικοδομές και υπόσχεση ελέους.
Το θέρος μας αιφνιδίασε , καθώς ξεχύθηκε από τη μάντρα της Καισαριανής,αντάμα με τον ήλιο.
Πυργώσαμε συννεφιασμένες ακροπόλεις
και η μπόρα σύρθηκε ως τη γωνία Πατησίων και Στουρνάρα,
εκεί που γιόρταζαν τη λευτεριά και τους χτυπήσαμε..."

Ηλίας Λάγιος 1996

Ηταν, σας λέω, τα βυζιά της κύπελλα μ’ υδρόμελο,
/ κι ήταν τα μάτια της κι η μοναξιά της μεγαλύτερ’ απ’ το φως-
/ και μόνο Ελένης όνομα/ είχε για μένα ανθίσει και καρπίσει
/ ντροπή και λύσσα του θανάτου να κερδίση.

/ Αφήγησες που πλέξαν άθρωποι κακόψυχοι (καλού γούστου ένεκα, δήθεν)
/ τολμούν να ισχυρίζονται ότι σε κάποιο κωλονήσι, την Λευκή,
/ η Ελένη, η δικιά μου Ελένη, ξενογαμιόταν με τον Αχιλλέα.
/ Ψέμματα, ψέμματα, ψέμματα. Εγώ είμαι ο άντρας που στ’ αλήθεια αγάπησε.
/ Και όλων των επών περίλαμπρα τα ονόματα, ηρώων και άστεων,
/ γράμματα ιωνικά και δωρικά κι αιολικά (και τα τρισβάρβαρα μακεδονίτικα), στιχαριθμήσεις αλεξανδρινών,
/ προσδοκίες κι ανεπίστρεπτες εντολές, μήνις θεών μπασταρδεμένη,
/ γραφτήκανε για μας τους δυο...

Τρίτη, Απριλίου 14


Το μυστικόν της Εικασίας



ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΠΟΥΛΟΥ



"Κύριε, ή εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή...".

Δεν γνωρίζω παράδοσιν, η οποία περισσότερον θα ηδύνατο να δώση αφορμήν εις δραματικόν αριστούργημα εις τον Ίψεν, ή και εις ειρωνικόν αριστούργημα εις τον Ανατόλ Φρανς, όσον η του τροπαρίου της Κασσιανής ή μάλλον της Εικασίας, το οποίον εψάλη χθες εις τας εκκλησίας.

Την παράδοσιν την γνωρίζετε όλοι, και επειδή συνδέεται με τους "Ισαύρους" και αναφέρεται εις τον τελευταίον των Εικονομάχων, είνε και επίκαιρος και ενδιαφερωτέρα.

Πρόκειται τωόντι διά τον Θεόφιλον τον υιόν Μιχαήλ του Τραυλού, τον οποίον ανελθόντα επί του θρόνου η μήτηρ Ευφροσύνη ηθέλησε να νυμφεύση. Απέστειλε λοιπόν ευνούχους εις όλας της αυτοκρατορίας τας πόλεις και συνεσώρευσεν εις το ιερόν ανάκτορον του Βυζαντίου όλας τας καλλονάς. Και έπειτα, καλών αυτάς εις την θαυμασιωτέραν των αιθουσών, εις την αίθουσαν του Τρικλινίου, την καλουμένην του Μαργαρίτου, έδωκεν εις τον αυτοκράτορα ένα χρυσόν μήλον λέγουσα να το δώση εις την μάλλον αρέσκουσαν αυτώ.

Και ο Θεόφιλος περιήλθε τας αγνώστους και τας ωραίας, όλα τα αινίγματα της καλλονής και της χάριτος, τα οποία προσεφέροντο ταρακτικά και επαφρόδιτα έμπροσθέν του. Μία ήτο η ωραιοτέρα και ωνομάζετο Εικασία, έλκουσα το γένος εξ ευγενών. Ο Θεόφιλος την επλησίασε και, καθώς ήτο σχολαστικός, μαθητεύσας εις τον Ιωάννην τον Γραμματικόν, ηθέλησε δίδων εις αυτήν το μήλον να της κάμη μίαν θεολογικήν ερώτησιν:

-Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα, της είπε∙ εννοών την Εύαν, την μητέρα πάσης αμαρτίας.

-Αλλά και εκ γυναικός πηγάζει τα κρείτονα, απήντησεν η Εικασία, αντιτάσσουσα την Θεοτόκον, την μητέρα πάσης εξαγοράς [...]και τόσον ωραία, ώστε ο Θεόφιλος εφοβήθη.

Είδε την γυναίκα ανωτέραν του, την είδε αναλαμβάνουσαν αυτήν τα ηνία του κράτους, την είδε αντιμαχομένην, ως άλλη Ειρήνη Αθηναία, εις τα σχέδιά του.

Και ανεχαιτίσθη και ανέλαβε το μήλον και το έδωκεν εις την Θεοδώραν, την οποίαν η τύχη ως ειρωνείαν αντέταξε κατόπιν εις τα σχέδιά του, την έκαμεν αντίπαλόν του και την έκαμε διάδοχον της Ειρήνης ακριβώς εις τα κατά των εικονομάχων σχέδια.

Η Εικασία, πλήρης μελαγχολίας, απεσύρθη εις μοναστήριον, το οποίον έκτισε πλησίον της Κωνσταντινουπόλεως και το οποίον απεκαλείτο εξ αυτής Εικάσιον.

Γράφουσα τροπάρια είχεν ακριβώς τελειώσει εκείνο το οποίον εψάλη χθες εις τον εσπερινόν. Ευρίσκετο εις τας λέξεις "η εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν".

Αίφνης η αναγγελία τής ήλθεν, ότι ο βασιλεύς ήρχετο εις επίσκεψιν του μοναστηρίου.

Τα βήματά του ηχούν ήδη εις τον διάδρομον. Ο άνθρωπος, τον οποίον μόνον ηγάπησε εις την ζωήν της, όστις μίαν ημέραν ηθέλησε να της προσφέρη την ευτυχίαν και το στέμμα, ευρίσκετο εκεί πλησίον της.

Τότε η μοναχή εδειλίασεν. Ανελογίσθη όλην της την ζωήν, η οποία κατεστράφη, εφαντάσθη ότι η όψις του ανθρώπου εκείνου θα της κατέστρεφε όλον το οικοδόμημα της μετανοίας και της αφοσιώσεως προς τον Θεόν, το οποίον είχεν επιτελέση. Έχουσα πλέον τον Θεόν ως σύντροφον, εφαντάσθη να φύγη και εκρύβη σπαρασσομένη την καρδίαν, απαρνουμένη το παρελθόν, επιμένουσα εις την λήθην.

Και ο Θεόφιλος εισήλθε και ηννόησε ότι δεν έπρεπε να ίδη την μοναχήν, ότι η Εικασία, την οποίαν τις οίδε ποσάκις είχε νοσταλγήσει και είχεν αναλογισθή, ήτο δι' αυτόν νεκρά. Ανέγνωσε το τροπάριον και προσέθεσεν ένα στίχον εις το δοξαστικόν: "Κρότον τοις ώσιν ηχηθείσα φόβω εκρύβη".

Αυτή είνε η παράδοσις του ωραίου τροπαρίου, εις τον οποίον μία καλλονή και ένας αυτοκράτωρ συνειργάσθησαν και το οποίον εγκλείει εντός του μίαν τραγωδίαν έρωτος.

Αλλά πρόκειται τάχα διά μίαν απλήν παράδοσιν. Ο Βρουνέ δε Πρελ, ο διάσημος ιστορικός και μυθογράφος, επρότεινεν ότι καμμία ιστορική αλήθεια δεν υπήρχεν εις την διήγησιν αυτήν και ότι οι ρομαντικοί χρονογράφοι εφαντάσθησαν όλην αυτήν την πλοκήν.

Αλλά τελευταίος ο Ραμβώ υπεστήριξε την αυθεντικότητα της διηγήσεως. Όχι μόνον πολλοί χρονογράφοι αναφέρουν το πράγμα, αλλά και εις την Βυζαντινήν ιστορίαν πολλά άλλα παρόμοια γεγονότα αναφέρονται. Εις το συναξάριον του Αγίου Φιλαρέτου, προγενέστερον της Ιστορίας της Αγίας Εικασίας, άλλο όμοιον περιστατικόν συμβαίνει με την Ειρήνην, η οποία, θέλουσα να νυμφεύση τον υιόν της Κωνσταντίνον, καλεί εις το Βυζάντιον τας ωραιοτέρας κόρας της αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων έρχεται και η Μαρία, η κόρη του Φιλαρέτου. Κατά την αυτήν εποχήν, εις την Ρωσσίαν οι Τσάροι συνεσώρευαν επίσης εις το Κρεμλίνον τας ωραιοτέρας παρθένους της σλαυικής φυλής και εξ αυτών εξέλεγον την σύζυγον.

Γνωρίζομεν άλλως τε ότι εις το Βυζάντιον [...] η καλλονή [...] ανεβίβαζεν εις τον θρόνον και ότι αι πορφυρογέννητοι κατά τούτο ήσαν όμοιαι με την Θεοδώραν, την θυγατέρα του Αρκτοφύλακος, και με την Θεοφανώ, την θυγατέρα του καπήλου.

Η ιστορία είνε λοιπόν αληθής. Εις το τροπάριον της Εικασίας δυνάμεθα ασφαλώς να μαντεύσωμεν ολόκληρον τραγωδίαν έρωτος και δύναται κανείς να αναλογισθή την περικαλλή παρθένον, την πλουσίαν άλλοτε εις όνειρα εγκόσμια, την μεθυσμένην τώρα εις ουρανόν, η οποία στιχουργεί εις αίνους και εις δοξαστήρια τας περιπετείας της ζωής της.

Πόσα υπήρξαν τα όνειρα, πόσοι οι πειρασμοί, πόσαι αι απογοητεύσεις εις την ζωήν αυτήν, την οποίαν ήγγισεν επί μίαν στιγμήν το στέμμα και την οποίαν κατόπιν εδέχθη του μοναστηρίου ο τάφος.

Υπάρχει ακόμη έν δίστιχον αυτής, εις το οποίον η Εικασία εξομολογείται:

ότι νυξ μοι υπάρχει

οίστρος ακολασίας ζοφώδης τε και ασέληνος

έρως της αμαρτίας.

Η θύελλα μυκάται εις την ψυχήν της, η σαρξ διαμαρτύρεται, ο ουρανός παλαίει με την γην και τις οίδε πόσοι πόθοι και πόσα δάκρυα έβρεξαν το τεμάχιον του παπύρου, εφ' ού εγράφησαν οι ευσεβείς στίχοι τους οποίους η εκκλησία εμνημόνευε χθες.



εφ. Νέον Άστυ, 24 Μαρτίου 1904

Κυριακή, Απριλίου 12


O μύθος του μίτου της Αριάδνης
Στο πλαίσιο της Διεθνούς Συνάντησης Αρχαίου Δράματος των Δελφών, η Ισπανία συμμετέχει με την παράσταση της ομάδας ΑταλάγιαΤΝΤ «Αριάδνη». Η «Αριάδνη» κλείνει την τριλογία των ηρωίδων της τραγωδίας, μετά την «Ηλέκτρα» και τη «Μήδεια», τις οποίες η συγκεκριμένη ομάδα παρουσίασε σε 250 πόλεις σε όλον τον κόσμο, καθώς και στις 48 από τις 50 ισπανικές επαρχίες. Τη σκηνοθεσία υπογράφει οΡικάρντο Ινιέστακαι τη σκηνογραφία οΧουάν Ρουέσγα, ο οποίος το 2008 τιμήθηκε με το βραβείο της Ενωσης Σκηνοθετών. Πρόκειται για την πρώτη παρουσίαση του μύθου της Αριάδνης που γίνεται στην ισπανική γλώσσα, μολονότι ο συγκεκριμένος μύθος του... μίτου είναι ιδιαιτέρως δημοφιλής στους Ισπανούς, όπως τονίζει ο σκηνοθέτης.

Θέατρο «Φρύνιχος», Δελφοί, κρατήσεις τον Ιούνιο:

210 3312.781-5 και από 3 Ιουλίου στο 22650 82353.

Παρασκευή, Απριλίου 10






Έκδοση προεδρίας της Ελληνικής Δημοκρατίας



«Ακονισμένη ρομφαία»...
Tου Παντελη Μπουκαλα

Ο «Υμνος εις την Ελευθερίαν», το μόνο ποίημα που ο Σολωμός το τέλειωσε σε ένα μήνα, τον Μάιο του 1823, είναι από παλιά σημείο αμφιλεγόμενο, φιλολογικό και πολιτικό. Ο ίδιος έγραφε το 1851: «Κακό δεν βρίσκω το νεανικό μου αυτό πρωτόπειρο τραγούδι». Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος πάντως ισχυριζόταν πως «ο Υμνος εις την Ελευθερίαν και ο Νεκρικός έτερος εις τον θάνατον του Βυρώνος ουδέν ηυτύχησαν να εντυπώσωσιν ίχνος μόνιμον και δυσεξάλειπτον εν τη αγάπη του λαού». Το 1894 πια και ενώ οι δύο πρώτες στροφές του ποιήματος είναι ο εθνικός μας ύμνος, ορισμένοι επιμένουν να ενίστανται. Ανάμεσά τους ο Αλέξανδρος Ραγκαβής που επικρίνει στην εφημερίδα «Εβδομάς» τον Υμνο διότι περιέχει «προσβλητικάς τινας στροφάς κατά των ξένων Δυνάμεων», η δε γλώσσα του δεν αναλογεί τάχα στα αισθήματα του έθνους. Στον Ραγκαβή απαντά πάραυτα ο Παλαμάς, που γράφει ειρωνικά: «Εδώ είναι το τρυφερόν ζήτημα, προ του οποίου τόσον ζαλίζονται αι κεφαλαί των λογιωτάτων, ώστε “πατούν στα χιόνια καίγονται και στη φωτιά κρυώνουν” και όλα τα βλέπουν ανάποδα, ως εν τω φωτογραφικώ φακώ. Τι κρίμα να μην καταλάβη ο καϋμένος ο Σολωμός ότι τα ύψιστα αισθήματα του έθνους του θα τα διηρμήνευεν αν έλεγε, όχι “Σε γνωρίζω από την κόψι / του σπαθιού την τρομερή” αλλά: “Γινώσκω σ’ εκ της κόψεως / του ξίφους της δεινής. / Γινώσκω σ’ εκ της όψεως / δι’ ης την γην βία μετρείς!”»

Στην καθαρευουσιάνικη «μετάφραση» το «βία» είναι επίρρημα, με υπογεγραμμένη. Αλλά πώς είναι στο ποίημα η λέξη, «βία» (δισύλλαβη) ή «βια» (μονοσύλαβη, άρα οξύτονη στο τονικό σύστημα και άτονη στο μονοτονικό); Οσες κριτικές εκδόσεις κοίταξα, γράφουν «βία», μάλιστα ο Στυλιανός Αλεξίου σημειώνει ότι το «όψη που με βία μετράει τη γη» είναι ιταλισμός, παράγωγος του «missurar la terra con lo guardo», για να επιβεβαιωθεί έτσι και εμμέσως ότι η «όψη» δεν είναι η μορφή αλλά το βλέμμα· αυτό μετράει τη γη (άλλος εκδότης, ο Δημήτρης Δημηρούλης, δίνει σε σημείωση την ερμηνεία τού «μετράει»: «αναμετρά, υπολογίζει, διερευνά με το μάτι»). Πώς μετρά τη σκλαβωμένη γη το βλέμμα της Ελευθερίας; Με πάθος, με λαχτάρα, με στέρεη αποφασιστικότητα, σαν να θέλει να την ελευθερώσει με μια ματιά, μια φλογισμένη ματιά, βίαιη, σαρωτική· γι’ αυτό και ο Πολυλάς μιλάει για την «ακαταμάχητη ορμή του αυτόνομου ελληνικού πνεύματος, οπού παρουσιάζεται εις τη φαντασία του ποιητή βγαλμένο από τα ιερά κόκαλα των προγόνων, με την ακονισμένη ρομφαία και με το μάτι οπού με βία μετράει τη γη, ως να εθαρρούσε ότι γλήγορα θα την κάμει δική του»

Στην α΄ έκδοση του Λεξικού Μπαμπινιώτη υπάρχει ξεχωριστό λήμμα «βια» με μοναδική παραπομπή στον Σολωμό· στη β΄ έκδοση τέτοιο ξεχωριστό λήμμα και παραπομπή δεν υπάρχουν. Αλλά το πρόβλημα είναι παλαιότερο. Στο Λεξικό Δημητράκου υπάρχει λήμμα «βια» με παραπομπή πάλι στον Σολωμό. Στο ίδιο Λεξικό ωστόσο στο λήμμα «όψις» υπάρχει επίσης παραπομπή στον σολωμικό στίχο, αυτή τη φορά όμως η κρίσιμη λέξη γράφεται σωστά: «βία».