Δευτέρα, Ιουλίου 25



Apparition


Το φεγγάρι θλιβόταν. Σεραφείμ εν μέσω λυγμών

Ονειρευόμενα, το τόξο στα δάχτυλα, στην ησυχία των λουλουδιών

Των αιθέριων, εκτόξευαν ετοιμοθάνατες βιόλες

Λευκά δάκρυα που γλιστρούσαν στο μπλε της στεφάνης.

-Ήταν η ευλογημένη μέρα του πρώτου σου φιλιού.

Η ονειροπόλησή μου αγαπώντας να με βασανίζει

μεθούσε επιδέξια με το άρωμα της θλίψης

Που χωρίς λύπη και χωρίς προσπάθεια αφήνει

Τον θερισμό ενός Ονείρου στην καρδιά που το έχει συλλέξει.

Περιπλανιόμουν λοιπόν, το μάτι καρφωμένο στο γερασμένο πεζοδρόμιο

Όταν με τον ήλιο στα μαλλιά, μέσα στο δρόμο

Και μες στο απόβραδο, μου φανερώθηκες γελώντας

Και νόμισα ότι είδα τη νεράιδα με το διάφανο καπέλο

Που κάποτε απ' τους ωραίους ύπνους μου των χαΪδεμένων μικράτων

Περνούσε, πάντα αφήνοντας από τα μισάνοιχτά της χέρια

να πέφτουν λευκές συστάδες από ευωδιαστά αστέρια
 
Stéphane Mallarmé



Δευτέρα, Ιουλίου 11

ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ

Δεν ήξερε πού να πάει, τί να κάνει. Τον κύκλωνε το άδειο.

Η αμηχανία του σκόνταφτε στους τέσσερις τοίχους.

Μιά μύγα ήταν πιασμένη στο δίχτυ του βόμβου της.

Μια αράχνη κατέβαινε επίσημα πιασμένη απ’ τον σπάγκο

  του σάλιου της.

Πιάστηκε τότε κι αυτός από ’να στίχο και κατέβαινε

  αμίλητος,

χαρούμενος απ’ την κάθετη αυτή ισορροπία

  της καταβύθισης,

σίγουρος πως, όποια στιγμή, θα μπορούσε ν’ ανέβει

και μάλιστα ακόμη πιο ψηλά από κει που ξεκίνησε.

Όμως το ζήτημα δεν ήταν αυτό. Το ζήτημα ήταν

Αν το σκοινί του στίχου του άντεχε για ν’ ανεβάσει

  κι έναν άλλο.

Βουκουρέστι, 18.XII.1959

Από τη συλλογή ποιημάτων: «Ένας πίνακας με μικρές πινελιές» (1959).

Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα», τ. Θ΄, Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 74

Δευτέρα, Ιουλίου 4

Φωνή μου ράτσα ὑψικάμινου


Πρώτον: σὲ θέλουνε ἀκίνδυνη καὶ νὰ ξεχνᾶς·

κι ὕστερα καλὴ μ’ αὐτοὺς φιλεναδίτσα

τρυφερὴ

ὑποσχετικὴ

οἱ ἀχρεῖοι.

Φωνή μου ράτσα ὑψικάμινου ἀπὸ πλευρὸ

ἀνοιχτό τοῦ αἴλουρου, τῆς ἀνηφόρας

ἀπ’ τὰ ἐννιὰ σκοινιὰ τοῦ βούρδουλα

κι ὁ ἥλιος φίδι μὲς στὸ σύρμα.

Μὴν ξεχάσεις· φτύσ’ τους.

Ἂς περιμένουν νὰ σὲ σβήσω μὲ νερὸ

ἢ κατὰ τὲς συνταγὲς ἀρχαίων Ἑλληνοσύρων

ἂς περιμένουν οἱ ἀχρεῖοι.


 Έκτωρ Κακναβάτος