Τρίτη, Μαρτίου 31


Μπορεί ένας από μας ν' αγαπήσει μια γυναίκα;
Ας βγει έξω
Ας περπατήσει προς τη θάλασσα
Ας τραγουδήσει
Από τα κύματα θ' ανθίσουν γυναίκες
'Οχι μοναχά για κείνον που τραγουδά
Αλλά για όλους μας
'Ολοι θα μάθουμε ξανά τον έρωτα
Σαν να μην τον ξέραμε ποτέ
Σαν να τον είχαμε λησμονήσει
Γιατί τον είχαμε λησμονήσει

Γιώργος Σαραντάρης (19.6.1938)
Με αφορμή την κυκλοφορία των Ημερολογίων του από το " Ροδακιό"

Δευτέρα, Μαρτίου 30


FERNANDO PESSOA


Διαιρώ αυτό που ξέρω.

Προκύπτει αυτό που είμαι

κι αυτό που ξέχασα. Ανάμεσα στα δυο πηγαίνω.


Δεν είμαι αυτός που σκέφτομαι

ούτε αυτός που είμαι τώρα.

Αν θα σκεφτώ, κομμάτια γίνομαι

Αν θα πιστέψω, για μένα δεν υπάρχει τέλος.


Γι' αυτό, είναι καλύτερα

ν' ακούς μόνο το θρόισμα

της απαλής, βέβαιης αύρας

που μέσ' από τις φυλλωσιές περνάει.


Ποίημα δημοσιευμένο στο (.poema..), από την έκδοση Κ.Π. Καβάφης / Φερνάντο Πεσσόα. Τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου, εισαγ.-μτφρ.-ανθολ.: Γιάννης Σουλιώτης, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2009.
Η φωτογραφία είναι από την καινούργια ταινία του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου Τη νύχτα που ο Φερνάντο Πεσσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη.
Αναρτήθηκε από panagiotisandriopoulos στις 10:43 μμ
Ετικέτες Μαθητεία στην Ομορφιά

Ευχαριστώ την φίλη από το βορρά για την κοινοποίηση

...ο Βούδας είχε βιβλιοθήκη?
-Ούτε ο Ιησούς
Αναπαύσου στο σκοτάδι πυγολαμπίδα μου
η κατασίγαση μυχός της αγιοσύνης
επικοινωνούσαμε τηλεφωνικώς από τάφο
σε τάφο
αντλούσαμε δισυπόστατο. Τι εκχύμωση
να ορνιθοσκαλίζουμε καρτεσιανά φρούτα...

ΜΑΖΙΚΟΊ ΨΙΘΥΡΟΙ , Ν. Καρούζος, ΦΑΡΕΤΡΙΟΝ, 1981

Σάββατο, Μαρτίου 14


Ένα αδειανό πουκάμισο




Ένα αδειανό πουκάμισο. Σε μια καρέκλα, σε ένα σπίτι δίχως πόρτα. Οι σοβάδες ξεφτίζουν. Φύγαν και το ξεχάσαν; Δεν μπήκε ποτέ εξώπορτα; Μένουν έτσι εκεί; Ή όλα αυτά δεν είναι παρά μια ενδιαφέρουσα αφαιρετική σκηνοθεσία;



Οι απαντήσεις, όπως και οι ερωτήσεις, ίσως δεν έχουν καμία σημασία. Για ένα αδειανό πουκάμισο, για μια Ελένη. «Για ένα αδειανό πουκάμισο», ο πιο ποιητικός τίτλος εφημερίδας. Πρωτοσέλιδο στην «Αυγή» την εποχή των «Μακεδονικών», στις αρχές της δεκαετίας του ‘90.

Η μειοψηφία απαντούσε και τότε με ποίηση. Ένας πολιτικός «πρώτης γραμμής» εκείνη την εποχή, που όχι τυχαία είχε διατελέσει και δήμαρχος Θεσσαλονίκης, έλεγε σε συνέντευξή του ότι οι πολιτικοί δεν μπορεί να είναι ποιητές, «λαπάδες».

Η μειοψηφία έγινε πλειοψηφία, η ψυχή μας δεν ήταν ένα όνομα, αν και το πουκάμισο παρέμεινε αδειανό ακόμη και μετά από δέκα χρόνια. Ατύχησε και σε εκείνη την πρόβλεψή του ο πρωθυπουργός της εποχής.

Πλειοψηφίες, μειοψηφίες, ποσοστά. Καλά είναι τα διψήφια, αλλά τις μεγαλύτερες αλήθειες πολλές φορές τις λένε τα ανύπαρκτα. Εκείνοι που γυρίζουν την πλάτη τους στα γκάλοπ, δεν διαβάζουν τις κυλιόμενες, αλλά πίσω από τις λέξεις. Ανάμεσα στις γραμμές, που θα έλεγαν οι αγγλομαθείς, κρατώντας μόνο «εκείνον τον τρελό» που έγραφε ο δικός μας, ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Εκείνον που μπαίνει στις αντίπαλες παρατάξεις και διαλύει τις γραμμές των αντιπάλων. Μοναχικός. Μειοψηφικός. Αληθινός. Έχοντας δώσει όλα. Και τ’ άλογά του ακόμη.

Κρατώντας κάτι απ’ την ποίηση του Μπελιάφσκι, που δεν έγινε ποτέ παγκόσμιος πρωταθλητής. Την πινελιά σε έναν κρυμμένο τοίχο, που δεν έδειξε σε καμία γκαλερί. Την φλόγα μιας ιδέας που δεν διεκδίκησε. Την αντίσταση που δεν εξαγόρασε. Τα γραπτά που έγιναν πολλές φορές παρανάλωμα.

Όμως η πολιτικολογία αλλού πήγε την σκέψη. Η πρώτη εντύπωση απ’ την εικόνα δεν με οδηγούσε στα «Μακεδονικά», το σκάκι, την ποίηση, την ζωγραφική και τις άλλες πολιτικές κουβέντες…

Ένα αδειανό πουκάμισο που θα μπορούσε να ήταν στην «Καμπούλ» της Πάτρας, σε ένα ισόγειο της Κυψέλης, σε ένα αδιέξοδο του Ρέντη, σε ένα χωριό έξω απ’ τη Λάρισα.

Ένα αδειανό πουκάμισο, λευκό σιδερωμένο, που θα μπορούσε να φορέσει μια ηλιόλουστη μέρα βγαίνοντας στον «παράδεισο στη Δύση» ο ασιάτης πρόσφυγας. Μια Κυριακή πρωί στην πλατεία ο πενηντάρης άνεργος. Μια Παρασκευή στην αίθουσα που βαφτίζεται τζαμί ο μουσουλμάνος της διπλανής πόρτας. Και ακόμη η Ρωξάνη, αν καταφέρει να ξυπνήσει ή αν επιτέλους μπορέσει το προηγούμενο βράδυ, έστω για μια νύχτα, να μην δουλέψει στο κωλάδικο. Αλλά και ο Ραβέλ, που δεν θα μπορέσω ποτέ να θυμηθώ από ποιο Κονγκό είναι - Κινσάσα ή Μπραζαβίλ; - τη μέρα που θα πάρει επιτέλους άδεια παραμονής.

Ένα αδειανό πουκάμισο που θα μπορούσε να φορέσει ο καθένας. Ένα αδειανό πουκάμισο που μας χωράει όλους.
Απ την Αυγή 14/3/2009
"Α, όταν χτυπούσα στις πέτρες τα καινούργια μου
παπούτσια για να φαίνονται παλιά...
Δεν ήθελα να διαφέρω απ τα πολύ φτωχαδάκια
συμμαθητούδια.
Και με πάθος τσαλάκωνα τα καινούργια μου
ρούχα.
Έκτοτε στην παιδική μου όραση έλαμπε υπεράνω
η κομμουνιστική μου συνείδηση.
Μα όμως ο κόσμος δεν τα ¨χει καλά με την ύλη
και λαιμαργεί σε βάρος της.
( ακρυλική μυστηριώδης αστραπή και μανιφέστα)."

ΜΙΣΟΣ ΑΙΩΝΑΣ ΑΠΟ ΜΝΗΜΗΣ , Ν. Καρούζος

Πέμπτη, Μαρτίου 5








"Δάκρυα ή φυσίγγια?
η απόκριση: δουλιά
του καθενός μα οπωσδήποτε
με κατάμαυρη σημαία
στα χέρια"
Ν. ΚΑΡΟΥΖΟΣ, ΟΛΙΓΟΛΕΚΤΑ, 54

Τρίτη, Μαρτίου 3


ΔΊΠΛΑ ΣΤΟ ΚΑΡΝΑΒΆΛΙ μιά αποθήκη ψυχών

Πατρινό και λοιπά Καρναβάλια



Να μην ξεχάσω: σήμερα είναι η τελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Να μην ξεχάσω το μίσος μου για την υποχρεωτική χαρά, το μίσος που μου έχει μείνει κατάλοιπο από την υποχρεωτική για χρόνια (ευτυχώς περάσανε) κάθοδο στην Πάτρα, προκειμένου να γλεντήσουμε γελοιωδώς με το Πατρινό Καρναβάλι. Αυτή την τερατώδη μπαλαφάρα. Εσύ να βαριέσαι και να σε σέρνουν. Εσύ να μισείς τον κάθε μινάρα που σηκώνοντας άγαρμπα (δήθεν) τα κανιά του, θεωρεί ότι κλοουνίζεται ως αστεϊζόμενος γλεντοκόπος και να σε σέρνουν για να τους φας στη μούρη. Εσύ να δαιμονίζεσαι, με τα νήπια που τα κανιβαλίζουν μέσα στο κρύο με κάτι τσίτια για στολές και να τα σέρνουν οι μικροαστοί γονείς για να επιδείξουν την πάνδημη χαρά που περνάει από γενιά σε γενιά (καταγεγραμμένη στο DNA των Πατρινών, όπως και η νίκη στο DNA του Έλληνα, μεταμφιεσμένη κι αυτή από την χαπακωμένη που το είπε) και να σε υποχρεώνουν να χαμογελάς (γιατί αν δεν χαμογελάς είσαι εξοβελιστέος, not to grin is a sin, όπως λένε και οι Αμερικανοί) και να κάθεσαι ήσυχος στ' αυγά σου στα πρόθυρα κατάθλιψης. Ακόμη βουίζει το κεφάλι μου από τις ιαχές εκείνου του καιρού. Πάτρα και Καρναβάλι. Ιαχές του πλήθους άνευ όχι αποχρόντος λόγου, αλλά γενικώς... άνευ. Ιαχές της μουσικής που πιο γελοία δεν έγινε ποτέ. Ιαχές ποταμών γέλωτος άνευ αξίας. Ιαχές γελοίων άνευ ουδεμίας αιτίας, κυρίως ουδεμίας αιτίας για γέλιο και για γελοιότητα. Ιαχές εμπόρων αυτές ναι. Ιαχές εναντίον της ιαχής. Ιαχές υπέρ της ιαχής. Και χοροί. Απίστευτα πολλοί χοροί. Και πάρτι. Όπου αν δεν πας μεταμφιεσμένος, στην καλύτερη περίπτωση είσαι το UFO της βραδιάς. Στη χειρότερη; Δεν το συζητώ. Και γύρω να χοροπηδάει ο συρφετός των φίλων που υποχρεωτικά τους φιλοξενείς αφού ήρθαν "για να δουν το καρναβάλι". Μια φρίκη. Κι από πάνω (τότε) η φωνή του Άλκη Στέα να σελαγίζει τα πλήθη κι αργότερα να πράττει το ίδιο αλλά με κουλτούρα πατινάζ στον ήχο της φωνής... η φωνή του γλυκύτατου κατά τα άλλα Αλέξη Κωστάλα. (Αργότερα δραπέτευσα, δεν ξέρω τι συμβαίνει πια και εύχομαι ποτέ να μην χρειαστεί να μάθω). Κι εκείνο το ντουπ - ντουπ - ντουπ όπου σταθείς κι όπου βρεθείς. Αυτό το θλιβερό εκτόπλασμα των νεοελληνικών ηθών (που δεν έχουν κανένα ήθος), το επονομαζόμενο Καρναβάλι της Πάτρας ως επιτομή της επιβολής του ολοένα και πιο αχειραγώγητου εμπορίου πάνω σε πραγματικές ανάγκες τις οποίες τιθασεύει, πειθαναγκάζει και μαζοποιεί.

Τι να τους κάνεις τους χορευτές χωρίς έκσταση που σταματούν και ξεκινούν ανάλογα με το παράγγελμα. Τι να τους κάνεις τους μεταμφιεσμένους που απλώς αλλάζουν τη μεταμφίεση της καθημερινότητάς τους; Τι να τους κάνεις τους μεθυσμένους που απλώς κατάπιαν το πιοτό τους χωρίς να πούνε μια κουβέντα με τον διπλανό τους; Τι να τους κάνεις τους γλεντοκόπους που δεν κουράζονται από καμία μέσα τους κούραση; Και εντέλει τι να την κάνεις αυτή την γελοιωδία που ούτε καν ξορκίζει την πραγματικότητα, αλλά είναι η ίδια η πραγματικότητα. Όχι μεταμφιεσμένη. Όχι γλεντοκώλα (όπως θα έλεγε και ο Καρούζος στη "Νεολιθική νυχτωδία στην Κρουστάνδη"). Αλλά είναι μια πραγματικότητα που παριστάνει χαρούμενα τη μεταμφιεσμένη? κάτι σαν τον γυμνό βασιλιά. Μόνο που εδώ εκπαιδεύουν και τα παιδιά να σιωπήσουν. Φέτος είναι ντυμένα σφυρίχτρες και αύριο (του χρόνου) θα είναι ντυμένα κώλοι. Χωρίς μεταμφίεση. Χωρίς κανένα κατάλοιπο γλεντιού, ύστερα από τόσα και τόσα καρναβάλια. Α, ναι: Ύστερα και από τόσα και τόσα σοκολατένια αυγά που πετάνε ο ένας στον άλλο. Έθιμο (περίεργο το πώς αναμιγνύονται τα έθιμα που είναι, προϊόν υπαίθρου με τα ήθη που είναι προϊόν άστεως) των παλαιών Πατρινών. Όπου παλαιοί Πατρινοί είναι κάτι γουρούνηδες που περάσανε καλά σε εποχές όπου ο κόσμος πέθαινε σαν τις μύγες από τη φυματίωση, αλλά τώρα το Καρναβάλι εκδημοκρατίσθηκε: Έγινε πάνδημη η γουρουνιά. Δηλαδή η απουσία της προσωπικής χρέωσης μέσα στο καθ' όλον της μνήμης. Και συνακολούθως της υποχρέωσης. Της υποχρέωσης να είμαστε σοβαροί. Πράγμα που δεν σημαίνει περιορισμό της χαράς, αλλά σημαίνει την απέραντη πειρατική εκτίναξη της χαράς (με όλες τις συνέπειες) σε όλες τις αρνήσεις ώστε να τις αρπάξει από τα χέρια του ιερού θεού και να τις κάνει βέβηλη θεότητα. Δηλαδή, άγρια χαρά της έκπληξης που την κατέκτησες με την ακατάληπτη μέθοδο της υπερούσιας μέθης. Τέτοια δεν υπάρχει στο Πατρινό Καρναβάλι. Μονάχα οι εταιρείες υπάρχουν. Και οι συλλογικοί μύθοι στην εκτρωματική τους διάσταση.

Πίσω από το τελευταίο άρμα, σήμερα το βράδυ θ' ακολουθήσουνε τα απορριμματοφόρα του δήμου. Και θα μαζέψουν (άκου τον θόρυβο της σκουπιδιάρας) όλα τα υπολείμματα της γιορτής που δεν έγινε. Γιατί αν πράγματι είχε γίνει αύριο το πρωί η Πάτρα δεν θα φορούσε ρούχα της εγκατάλειψης. Αύριο το πρωί η Πάτρα θα είναι η πιο πεθαμένη πόλη της Ελλάδας. Σαν να μην έγινε τίποτα σήμερα. Σαν να έζησε μια ανάσταση σε διατεταγμένη υπηρεσία. Παράδειγμα προς μίμηση. Παράδειγμα θανάτου μιας καθαρότατης ευδίας που την είπανε Καθαρά Δευτέρα.

Κώστας ΚΑΝΑΒΟΥΡΗΣ /AYGH 1-3-2009