Δευτέρα, Δεκεμβρίου 29
Τρίτη, Δεκεμβρίου 23
Αυτός εκεί και με τη σκέψη του σκοπεύει
ρίχνει κάτι απλωτές ματιές σαν δίχτυα
κι η άκρη τού κανθού του αγκίστρι
Η σκέψη πίσω απ' τα σμιγμένα φρύδια
σαν βολίδα
κι η τρύπα της καρδιάς που στόχευσε κρατήρας
το αίμα να χύνεται σαν λάβα στις λεωφόρους
με αναρτημένα τα πανώ της ανταρσίας
-μπροστά φρουροί και πίσω μασκοφόροι-
Δίχως ινστρούκτορες... Κι οι όψιμοι προστάτες
σαν φαρισαίοι πίσω απ' τα στασίδια
Έτσι κι ο Ανδρόνικος ο Β' σ' ένα απ' τα χρυσόβουλλα
μιλά για οχλοποιούς, που «εις παραλύπησιν
αυτών μέλλει είναι
των ορθώς κρατουμένων και εκζητούντων,
συντηρείσθαι εις την πρέπουσαν κατάστασιν
της βασιλείας» του. Ο Ανδρόνικος ο Β'!
Και επί πρωθυπουργίας του ο Β', όπως
ο Πιλάτος
νίβει τα χέρια και μιλά ο αναμάρτητος
για οχλοποιούς και για δημοταράκτες
Γιάννης Δάλλας
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 18
Ένα μικρό σχόλιο του Άγγελου Καλογερόπουλου στην Αυγή 10/12:
Γιατί ανάβουνε τόσα φώτα μπροστά στα έρημα εφηβικά τους μάτια; Γιατί στολίζουνε τα δέντρα μ’ αυτές τις ουδέτερες μπάλες; Η γιορτή έχει φύγει κάτω από κρότους και πυροβολισμούς. Το γαϊδουράκι πρόγκηξε… Τα παιδιά φεύγουνε σημαδεμένα από ορατές και αόρατες κάννες.
Ένας άδικος θάνατος ενός δεκαπεντάχρονου Αλέξη κάνει τα μάτια μιας δεκαπεντάχρονης Μαίρης να κλαίνε.
Δημοσιογράφοι, πολιτικοί, συνδικαλιστές μιλούν με κασέτα.
Ένα άγριο και ανεξέλεγκτο πάθος σαρώνει τον καταναλωτικό παράδεισο, ασκώντας τη δική του ιδιόμορφη εξουσία. Ο μπάτσος που κρύβουμε μέσα μας βρίσκεται σε ταιριαστή αρμονία με τον απέναντί μας μπάτσο. Οι κοινωνικές εκρήξεις αφήνουν πάντοτε αποκαϊδια, αδιαφορώντας για την ονομαστική του ενός, αφήνοντας αλώβητη τη γενική της εξουσίας.
Ο θάνατος του Αλέξη πρέπει να μας κάνει να σταθούμε στην απουσία της φωνής του ενός.
Τα δάκρυα της Μαίρης δεν πρέπει να γίνουν μίσος και οργή, να εκτονωθούν μέσα στα γενικά συνθήματα του – ειρηνικού ή αγριεμένου- πλήθους. Πρέπει να γίνουν νεράκι που ξαναφέρνει τη ζωή.
Η μόνη εφικτή επανάσταση είναι να καταλύσουμε το κράτος της βίας που κυριαρχεί μέσα μας. Να σπάσουμε τη βιτρίνα που προστατεύει μέσα μας τα κρυφά καταναλωτικά όνειρά μας.
Να βάλουμε τη μόνη πυρκαγιά που ξαναφέρνει τη ζωή.
Να γίνουμε μικρές μολότωφ της αγάπης.
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 11
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 4
Τρίτη, Δεκεμβρίου 2
Η συνοικία τού Έξαρχου
Από νωρίς τα Εξάρχεια δέχθηκαν το νέο αίµα. Η Νεάπολη ήταν η πρώτη αγαπηµένη περιοχή των φοιτητών, και στην προέκτασή της χτίστηκαν τα Εξάρχεια, µε ακούσιο νονό τον µπακάλη τής γειτονιάς που είχε καταστεί οικονοµικό κέντρο τής συνοικίας. Όλα αυτά χρονολογούνται από τις αρχές τού 20ού αιώνα• ποιος θα περίµενε ότι λήγοντος του 20ού οι ξενοµερίτες θα ρωτούν: «πού πέφτουν τα Εξάρχεια;» και οι πιτσιρικάδες θα απαντούν σκωπτικά: «στον γκρεµό!». Έπεσαν, αλλά πιάστηκαν από γερό κλαδί.Το µεταχουντκό τσουνάµι τής ντρόγκας έστησε µαύρο χορό στην πλατεία, η συνοικία –κέντρο αναρχόβιων και διαµαρτυρηµένων συνειδήσεων, όσο και σχολείο αυτοπεποίθησης– θέλησε να αυτονοµηθεί από τη λοιπή πόλη. Να έχει δικά της σύνορα, να µπορεί να κλείνει τους δρόµους, να προβάλλει τις διαφορές της και να χαίρεται όπως οι φοιτητές στις καταλήψεις. Είναι µήπως τυχαίο ότι ακόµη και σήµερα η αστυνοµική κλούβα δεν τολµάει να περάσει από την πλατεία; Η περιοχή είναι περιώνυµη γιατί έχει µόνιµο πένθος για τη «χαµένη» νεολαία της, αλλά και αξόδευτη δύναµη που είναι αισθητή στα πάντα. Συνήθως τις χαµένες µάχες τις γιατρεύει ο ειρηνικός πληθυσµός. Ο κοσµάκης είναι συµφιλιωµένος µε την κατάσταση, κι όταν λέει «Εξάρχεια» προτιµά να σκέπτεται τις καλές και όχι τις κακές ώρες. Από το κουρείο τού Μάκη, ένα γύρω τα καφενεία και τις ταβέρνες, µέχρι την υπεροπτική Καλλιδροµίου µε τη λαϊκή της και το ανέκδοτο του Μπιθικώτση ότι «ο Ξαρχάκος στεγνώνει γρήγορα µετά το µπάνιο επειδή είναι κοντός», όλα βαίνουν καλώς.Για µας τους παλαιότερους, είναι δύσκολο να διαβούµε τους δρόµους τής συνοικίας χωρίς να αναλογιστούµε τις αλησµόνητες σκιές που πηγαινοέρχονταν σαν σαΐτες πλέκοντας το παραµύθι τού χώρου. Τον Γιώργο Ιωάννου (οδός Κανέλλου Δεληγιάννη), τον Γιώργο Νταλιάνη (που κατέληξε στο Δροµοκαΐτειο Θεραπευτήριο), τον Νικόλα Άσιµο (που αυτοχειριάστηκε, κι όπως µας είπε ο πατέρας του, µικρό τον έδενε σε δέντρο), τον Χρήστο Βακαλόπουλο (που αγαπούσε την µπλε πολυκατοικία και έµενε στην οδό Ασηµάκη Φωτίλα) και, φυσικά, τον Νίκο Μπαλή.Ο Μπαλής ήταν εµβληµατική εξαρχειώτικη φιγούρα. Αλλόκοτο κράµα ευφυΐας, βιβλιογνωσίας, οξύνοιας και οξυθυµίας, εργατικός, δηµιουργικός, προσβλητικός, όταν το ζητούσε η στιγµή, και ανένδοτος, µε τον θάνατό του έλειψε σε όλους. Στον εαυτό του πριν απ’ όλα, διότι έφυγε νεότατος, στην οικογένειά του, στους φίλους και συνεργάτες, στο «Παρασκήνιο», όπου είχε στήσει κανονικό κέντρο διαλέξεων, και στον Δηµήτρη Αρβανίτη, αλλά και στον ίδιο τον τόπο ένα γύρο που τον ήθελε. Ακόµη µοσχοβολούν στην Καλλιδροµίου τα πούρα του και τα λόγια του.Μεγαλώνοντας, χωρίς να θέλουµε, ψυχανεµιζόµαστε ότι η ζωή επινοεί ψεύδη για να στήσει την αλήθειά της, µε αποτέλεσµα να γράφει ιστορία εκεί που εµείς νοµίζουµε ότι απλώς παραφέρεται. Οι δρόµοι παραµένουν καρφωµένοι στη γη αλλά καθένας που αποχωρεί είναι σαν να παίρνει µαζί του ένα σπάνιο είδωλο του χώρου που δεν επιστρέφει. Πλην όµως, όπως έλεγαν οι παλιοί, η ζωή δεν είναι για χόρταση. Ήρθες, είδες, έφυγες. Το µόνο βάλσαµο είναι οι νέοι κάτοικοι, οι νέοι άνθρωποι, το νέο παραµύθι που θα ξαναντυθεί τα κυριακάτικά του για να κάνει παιχνίδι.Πράγµατι, η συνοικία διαθέτει µαγνητισµό: είναι κέντρο-απόκεντρο, βρίσκεσαι στο σύνορο του κέντρου τής Αθήνας κι όµως έχεις την ευεργετική αυταπάτη ότι κατοικείς σε προάστιο. Ο λόφος τού Στρέφη (πρώην λόφος Αγχέσµου) εντείνει την αίσθηση, καθώς είναι βουνό συµφιλιωµένο µε κατοικίες. Είναι άλλωστε εξόχως χαρακτηριστικό ότι η πρώτη πολυκατοικία τής Αθήνας χτίστηκε –πού αλλού;– στα Εξάρχεια.