ΤΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝΑ*
Ο ασκητής παρακολουθούσε την ομιλία του πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη. Έξω, στην παραλία, ένα εκατομμύριο τηλεοπτικές οθόνες μετέδιδαν απευθείας τον ανασκολοπισμό του ενός εκατομμυρίου δημοσίων υπαλλήλων. Τόσους είχε μετρήσει ο της Υγείας. Το ότι είχε κάνει λάθος στο μέτρημα, σκέφτηκε ο ασκητής, μικρό το κακό. Απλώς είχαν προστεθεί άλλοι 230.000 ανασκολοπισμοί, έστω και εικονικοί. Σημασία έχει το μήνυμα, είπε ο ασκητής, σκύβοντας να μαζέψει τα δάκρυα του πρωθυπουργού για τους χιλιάδες απολυμένους του ιδιωτικού τομέα. Απολύθηκαν από τον Θεό, σκέφτηκε ο ασκητής και αποχώρησε από την αίθουσα. Βγήκε στους δρόμους, πέρασε από τα σιδερόφρακτα τείχη που προστάτευαν τον πρωθυπουργό από την μανιασμένη αγάπη του λαού του και μπήκε ανάμεσα στους διαδηλωτές. Φορούσε ένα τρίχινο ράσο και πέδιλα από σκοινί. Στο χέρι του κρατούσε ένα παλιό ενθύμιο από τα χρόνια τα φοιτητικά. Έβλεπε ήδη το αύριο. Τους καθεστωτικούς τίτλους, τις "αναλύσεις" για τη χρεωκοπία, τα νέα μέτρα. Έβλεπε τους άστεγους να πληθαίνουν, τους ανέργους να γίνονται ποτάμι, τους φτωχούς να ρημάζουν ό,τι έβλεπαν μπροστά τους. Αυτά είναι τα έργα του, ψιθύρισε, αυτά είναι τα έργα τους και κοίταξε προς το Βελλίδειο. Ήξερε, εκεί μέσα βρισκόντουσαν όσοι άθλιοι ρήμαξαν την χώρα.
Θυμόταν παλιές φωτογραφίες και παλιές συγκινήσεις. Θυμόταν τους έρωτες των φοιτητικών χρόνων, και σήμερα πια, χρόνια πολλά μετά από τότε, έβλεπε την έρημο να απλώνεται πάνω στην πόλη. Έβλεπε τους ενόχους να πανηγυρίζουν, έβλεπε τους πλιατσικολόγους να ετοιμάζονται να ορμήσουν, διψώντας για αίμα. Το βλέμμα του στάθηκε πάνω σε μια γυναίκα. Όμορφη, μελαχρινή, με μια θαυμάσια μελαγχολία στα μεγάλα της μάτια. Ένοιωσε εντός του μια ταραχή, κάτι που είχε χρόνια πολλά να αισθανθεί. Από τότε που, συντριμμένος από έναν έρωτα χαμένο, είχε αποφασίσει πως δεν έχει γι' αυτόν άλλο πλοίο, άλλη οδό. Μα τώρα πάλι στα μάτια αυτής της γυναίκας, χαμένος μέσα στη βοή της διαδήλωσης, ένοιωθε λίγο να σπάει το πνεύμα το ασκητικό.
Απόδιωξε αυτές τις σκέψεις και στράφηκε πάλι προς εκεί που οι εξουσιαστές ετοίμαζαν τη νέα βαρβαρότητα. Τους έβλεπε με τα σιδερένια χαμόγελα και τις καθώς πρέπει χειραψίες. Τους έβλεπε να προσπαθούν, με κάθε τρόπο και κάθε μέσο, να αποφύγουν οποιαδήποτε επαφή με τον λαό τους. Τους ήταν άχρηστος και βάρος. Μόνο στις εκλογές τον θεωρούσαν αναγκαίο κακό. Ο ασκητής ήταν βέβαιος πως ακόμη και οι εκλογές ήταν γι' αυτούς ένα αναγκαίο κακό. Αλλά να το ένοιωθε. Ήταν η πρώτη φορά που εκτός από αλαζονεία άρχισε να βλέπει και ίχνη φόβου μέσα στα μάτια τους. Ήταν η πρώτη φορά που αυτοί ένοιωθαν πως οι εκλογές δεν θα ήταν ένα κακοπαιγμένο θέατρο σκιών, γι' αυτό ο φόβος άρχισε να τους κεντά αργά και επίμονα, άρχισε να τσιμπολογά αυτές τις θλιβερές υπάρξεις του τίποτε. Η γυναίκα τον πλησίασε και του έπιασε το χέρι. Έτσι απλά, χωρίς να πει τίποτε. Περπάτησαν μαζί για λίγα μέτρα κι αυτή άρχισε να τραγουδά ένα παλιό ασίκικο τραγούδι. Η έρημος έχει φως, έχει νερό, σκέφτηκε ο ασκητής, και αφέθηκε στο άγγιγμα και στο τραγούδι της γυναίκας. Μέσα του είχε αρχίσει να αισθάνεται θυμό, οργή, πράγματα ξένα, εδώ και χρόνια, για τον εσωτερικό του κόσμο. Όλα θα μπορούσαν να ήταν αλλιώς, όλα μπορούν να γίνουν αλλιώς. Θα το πιστέψουν άραγε ότι μπορούν γίνουν αλλιώς; Οι φτωχοί, οι άνεργοι, οι απολυμένοι, οι άστεγοι, όλοι αυτοί θα το πιστέψουν ή θα πέσουν πάλι στην ίδια μονότονη, παλιά παγίδα, να θέλει να βγάλει ο ένας το μάτι του άλλου; Η γυναίκα, λες και κατάλαβε την αγωνία του, έσκυψε και τον φίλησε. Μη φοβάσαι του είπε, όλα τώρα θα γίνουν αλλιώς. Φοβούνται, τους βλέπεις; Αγοράκια του τίποτε, τρέμουν. Αγοράκια που γνωρίζουν για πρώτη φορά τον πραγματικό φόβο. Αυτή είναι η δική μας σημερινή νίκη. Αύριο θα φοβηθούν περισσότερο. Αύριο η έρημος θα είναι δική τους, θα είναι το δικό τους κελί.
Ο ασκητής τράβηξε την γυναίκα στην Πάνω Πόλη. Εκεί στα πικραμένα κάστρα. Πίσω από τις κουρτίνες της θλιβερής και φάλτσας πρωθυπουργικής συνοδείας, πίσω από τις καρικατούρες των εξουσιαστών, ένιωθε πως ναι, κάτι καινούριο μπορεί να γεννηθεί.
Ο ασκητής παρακολουθούσε την ομιλία του πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη. Έξω, στην παραλία, ένα εκατομμύριο τηλεοπτικές οθόνες μετέδιδαν απευθείας τον ανασκολοπισμό του ενός εκατομμυρίου δημοσίων υπαλλήλων. Τόσους είχε μετρήσει ο της Υγείας. Το ότι είχε κάνει λάθος στο μέτρημα, σκέφτηκε ο ασκητής, μικρό το κακό. Απλώς είχαν προστεθεί άλλοι 230.000 ανασκολοπισμοί, έστω και εικονικοί. Σημασία έχει το μήνυμα, είπε ο ασκητής, σκύβοντας να μαζέψει τα δάκρυα του πρωθυπουργού για τους χιλιάδες απολυμένους του ιδιωτικού τομέα. Απολύθηκαν από τον Θεό, σκέφτηκε ο ασκητής και αποχώρησε από την αίθουσα. Βγήκε στους δρόμους, πέρασε από τα σιδερόφρακτα τείχη που προστάτευαν τον πρωθυπουργό από την μανιασμένη αγάπη του λαού του και μπήκε ανάμεσα στους διαδηλωτές. Φορούσε ένα τρίχινο ράσο και πέδιλα από σκοινί. Στο χέρι του κρατούσε ένα παλιό ενθύμιο από τα χρόνια τα φοιτητικά. Έβλεπε ήδη το αύριο. Τους καθεστωτικούς τίτλους, τις "αναλύσεις" για τη χρεωκοπία, τα νέα μέτρα. Έβλεπε τους άστεγους να πληθαίνουν, τους ανέργους να γίνονται ποτάμι, τους φτωχούς να ρημάζουν ό,τι έβλεπαν μπροστά τους. Αυτά είναι τα έργα του, ψιθύρισε, αυτά είναι τα έργα τους και κοίταξε προς το Βελλίδειο. Ήξερε, εκεί μέσα βρισκόντουσαν όσοι άθλιοι ρήμαξαν την χώρα.
Θυμόταν παλιές φωτογραφίες και παλιές συγκινήσεις. Θυμόταν τους έρωτες των φοιτητικών χρόνων, και σήμερα πια, χρόνια πολλά μετά από τότε, έβλεπε την έρημο να απλώνεται πάνω στην πόλη. Έβλεπε τους ενόχους να πανηγυρίζουν, έβλεπε τους πλιατσικολόγους να ετοιμάζονται να ορμήσουν, διψώντας για αίμα. Το βλέμμα του στάθηκε πάνω σε μια γυναίκα. Όμορφη, μελαχρινή, με μια θαυμάσια μελαγχολία στα μεγάλα της μάτια. Ένοιωσε εντός του μια ταραχή, κάτι που είχε χρόνια πολλά να αισθανθεί. Από τότε που, συντριμμένος από έναν έρωτα χαμένο, είχε αποφασίσει πως δεν έχει γι' αυτόν άλλο πλοίο, άλλη οδό. Μα τώρα πάλι στα μάτια αυτής της γυναίκας, χαμένος μέσα στη βοή της διαδήλωσης, ένοιωθε λίγο να σπάει το πνεύμα το ασκητικό.
Απόδιωξε αυτές τις σκέψεις και στράφηκε πάλι προς εκεί που οι εξουσιαστές ετοίμαζαν τη νέα βαρβαρότητα. Τους έβλεπε με τα σιδερένια χαμόγελα και τις καθώς πρέπει χειραψίες. Τους έβλεπε να προσπαθούν, με κάθε τρόπο και κάθε μέσο, να αποφύγουν οποιαδήποτε επαφή με τον λαό τους. Τους ήταν άχρηστος και βάρος. Μόνο στις εκλογές τον θεωρούσαν αναγκαίο κακό. Ο ασκητής ήταν βέβαιος πως ακόμη και οι εκλογές ήταν γι' αυτούς ένα αναγκαίο κακό. Αλλά να το ένοιωθε. Ήταν η πρώτη φορά που εκτός από αλαζονεία άρχισε να βλέπει και ίχνη φόβου μέσα στα μάτια τους. Ήταν η πρώτη φορά που αυτοί ένοιωθαν πως οι εκλογές δεν θα ήταν ένα κακοπαιγμένο θέατρο σκιών, γι' αυτό ο φόβος άρχισε να τους κεντά αργά και επίμονα, άρχισε να τσιμπολογά αυτές τις θλιβερές υπάρξεις του τίποτε. Η γυναίκα τον πλησίασε και του έπιασε το χέρι. Έτσι απλά, χωρίς να πει τίποτε. Περπάτησαν μαζί για λίγα μέτρα κι αυτή άρχισε να τραγουδά ένα παλιό ασίκικο τραγούδι. Η έρημος έχει φως, έχει νερό, σκέφτηκε ο ασκητής, και αφέθηκε στο άγγιγμα και στο τραγούδι της γυναίκας. Μέσα του είχε αρχίσει να αισθάνεται θυμό, οργή, πράγματα ξένα, εδώ και χρόνια, για τον εσωτερικό του κόσμο. Όλα θα μπορούσαν να ήταν αλλιώς, όλα μπορούν να γίνουν αλλιώς. Θα το πιστέψουν άραγε ότι μπορούν γίνουν αλλιώς; Οι φτωχοί, οι άνεργοι, οι απολυμένοι, οι άστεγοι, όλοι αυτοί θα το πιστέψουν ή θα πέσουν πάλι στην ίδια μονότονη, παλιά παγίδα, να θέλει να βγάλει ο ένας το μάτι του άλλου; Η γυναίκα, λες και κατάλαβε την αγωνία του, έσκυψε και τον φίλησε. Μη φοβάσαι του είπε, όλα τώρα θα γίνουν αλλιώς. Φοβούνται, τους βλέπεις; Αγοράκια του τίποτε, τρέμουν. Αγοράκια που γνωρίζουν για πρώτη φορά τον πραγματικό φόβο. Αυτή είναι η δική μας σημερινή νίκη. Αύριο θα φοβηθούν περισσότερο. Αύριο η έρημος θα είναι δική τους, θα είναι το δικό τους κελί.
Ο ασκητής τράβηξε την γυναίκα στην Πάνω Πόλη. Εκεί στα πικραμένα κάστρα. Πίσω από τις κουρτίνες της θλιβερής και φάλτσας πρωθυπουργικής συνοδείας, πίσω από τις καρικατούρες των εξουσιαστών, ένιωθε πως ναι, κάτι καινούριο μπορεί να γεννηθεί.