Δευτέρα, Δεκεμβρίου 3


Το δημόσιο σχολείο σε κρίση
Ημ/νία καταχώρησης : 30/11/2007 13:20:03
του Γιαννη Αντωνιου
Το σημείωμα αυτό γράφτηκε στον απόηχο των φθινοπωρινών μαθητικών καταλήψεων. Προσπαθώντας να διατυπώσω τον τίτλο του, πάσχισα αρκετά για να βρω μια διατύπωση έξω από την πεπατημένη της κοινοτοπίας. Ωστόσο καμιά από τις εναλλακτικές που δοκίμασα δεν απέδιδε με μεγαλύτερη σαφήνεια και ευστοχία την παρούσα κατάσταση της δημόσιας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όσο η έννοια της κρίσης. Το δημόσιο σχολείο, Γυμνάσιο και Λύκειο, βρίσκεται σε κρίση. Είναι μία κρίση δομική, η οποία από χρόνο σε χρόνο βαθαίνει και επιτείνεται, συμπεριλαμβάνοντας όλους τους δρώντες παράγοντες που το συναποτελούν και το επικαθορίζουν~ τις κυβερνήσεις, το πολιτικό σύστημα, την κοινωνία, τους εκπαιδευτικούς, τους μαθητές, οδηγώντας στην προϊούσα απαξίωση του ή καμιά φορά και στη γελοιοποίησή του ως δημόσιου θεσμού. Η κρίση αυτή αποτυπώνεται στην ολοένα μεγαλύτερη δυσκολία του δημόσιου σχολείου να εξασφαλίσει πρώτα απ' όλα το στοιχειώδες, τη σταθερή και ακώλυτη λειτουργία του, και δεύτερον βεβαίως να προωθήσει τις ιδρυτικές αρχές του~ τη διάδοση της εγγραμματοσύνης, την απόκτηση των αναγκαίων εγκυκλίων γνώσεων, την καλλιέργεια των δεξιοτήτων, την ανάπτυξη της κοινωνικής ευαισθησίας και των ενδιαφερόντων των μαθητών, την αξίωση ενός σύγχρονου μοντέλου αγωγής και κοινωνικής συνείδησης. Πάνω απ' όλα βεβαίως το σχολείο απέχει πολύ πια από το να μπορεί να πείθει τους μαθητές και την κοινωνία ότι αποτελεί το αναγκαίο στάδιο για την εξασφάλιση μιας ευδόκιμης κοινωνικής προοπτικής, κάτι που αποδεικνύεται ιστορικά ότι το πετύχαινε με σχετικά σημαντική επιτυχία στη μακρά διάρκεια από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, μέχρι και τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Η θεωρία που διατείνεται ότι οι σημερινές γενιές των νέων ανθρώπων, είτε σπουδάσουν είτε δεν σπουδάσουν θα ζήσουν, ή εν πάση περιπτώσει φοβούνται ότι θα ζήσουν, σε συνθήκες χειρότερες απ' αυτές των γονιών τους, εμφανίζεται εξαιρετικά ισχυρή στο συλλογικό φαντασιακό. Έχει επανειλημμένα επισημανθεί ο ρόλος του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του στην παραγωγή και τη διαμόρφωση των όρων της κρίσης στην εκπαίδευση. Τα κόμματα της εξουσίας, ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση δεν φείδονται μεταρρυθμιστικής ρητορείας, ρηξικέλευθων διακηρύξεων και αντιπολιτευτικής αδιαλλαξίας, όταν όμως έρχονται στην κυβέρνηση μεταμορφώνονται σε ιδιοτελείς διαχειριστές της παθογένειας. Ενδεικτικά αναφέρομαι στις χρόνιες ασθένειες της υποχρηματοδότησης, των ελλιπών υποδομών, τις πάγιες ελλείψεις σε εκπαιδευτικό προσωπικό και βιβλία ιδιαίτερα τους πρώτους μήνες του σχολικού έτους, αποτέλεσμα του συνδυασμού ανεπαρκών κονδυλίων και μνημειώδους διοικητικής ανεπάρκειας, στην ουσιαστική απουσία μηχανισμών επιμόρφωσης και αξιόπιστης αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, στους χαμηλούς μισθούς, στις παλινωδίες και την υπαγωγή της εκάστοτε εκπαιδευτικής πολιτικής στη μέγγενη του πολιτικού κόστους, στον απροσχημάτιστο κομματισμό που χαρακτηρίζει τη στελέχωση των θέσεων ευθύνης, στην απουσία αξιόπιστων μηχανισμών αξιολόγησης και την καταρράκωση του πνεύματος της αξιοκρατίας. Πάνω απ' όλα όμως πρέπει να σημειωθεί η απουσία σχεδίου μακράς πνοής που θα διεκδικούσε την προσαρμογή του δημόσιου σχολείου στις απαιτήσεις της συγκυρίας. Οι εκάστοτε κυβερνήσεις συνήθως σχεδίαζαν και σχεδιάζουν με ορίζοντα τετραετίας, αν όχι διετίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Το κράτος στην εκπαίδευση, όπως και σε άλλους τομείς άλλωστε, μοιάζει να μην μπορεί να αποκαταστήσει μία συνέχεια, εκτός βέβαια απ' αυτήν της χρόνιας αβελτερίας. Από την άλλη τα κόμματα της αριστεράς, παρά τις μεταξύ τους διαφορές, από υπερασπιστές των πιο ριζοσπαστικών μεταρρυθμιστικών καινοτομιών, ρόλος που διεκδίκησαν και εξέφρασαν ιστορικά με αυθεντικό τρόπο, έχουν μετατραπεί σε φοβικούς ηρακλείς των κεκτημένων, στους κατ' εξοχήν υπερασπιστές του υπάρχοντος. Η προγραμματική στόχευση της λαϊκής παιδείας και της εμπέδωσης της δημοκρατίας στο σχολείο υποβαθμίστηκαν σε συνώνυμα της υπεράσπισης του εξισωτισμού προς τα κάτω και της υποστήριξης των πιο τυφλών συντεχνιακών διεκδικήσεων. Μεταφράστηκαν σε ισοδύναμα μιας "αριστερής" πλειοδοσίας (παλιά τη λέγαμε απλώς δημαγωγία και λαϊκισμό) που δεν διστάζει να ψαρεύει ακόμα και στα θολά νερά της οργής, της ανασφάλειας, της σύγχυσης και της απάθειας δεκαεπτάχρονων ή ακόμα χειρότερα δεκαπεντάχρονων και δεκατετράχρονων εφήβων. Τα τελευταία 20 χρόνια, οι εκάστοτε συνδικαλιστικές ηγεσίες των καθηγητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αναπαράγοντας ουσιαστικά τη νοοτροπία και τις πρακτικές του πολιτικού συστήματος, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς πνοή, ουσιαστικά βολεύτηκαν στο πλαίσιο ενός άρρητου συμβολαίου με το κράτος, που είχε ως κύριο περιεχόμενο λιγότερα χρήματα για λιγότερη εργασία. Ο βαρύς συντεχνιασμός, ο αδιέξοδος καταγγελτισμός, οι ασκήσεις επαναστατικής γυμναστικής, η προγραμματική άρνηση της όποιας αξιολόγησης, η στηλίτευση της όποιας ιδέας για εγκαθίδρυση μιας επαγγελματικής ιεραρχίας, η ανοχή στην ανάπτυξη συμπεριφορών δημοσιοϋπαλληλικής αφασίας συνέβαλαν αποφασιστικά στην κοινωνική απαξίωση του επαγγέλματος του εκπαιδευτικού και στη συνακόλουθη μισθολογική του απαξίωση. Αυτή η εξαιρετικά δυσάρεστη εικόνα είναι εν πολλοίς το απότοκο μιας ιδιότυπης όσμωσης ιδεών και ανθρώπων που βρέθηκαν στην ηγεσία των οργάνων συλλογικής εκπροσώπησης των εκπαιδευτικών όλη αυτήν την περίοδο. Πρόκειται για ένα ευρύτατο πολιτικό μωσαϊκό που περιλαμβάνει από ακραία ιδεόληπτους αριστεριστές, οπαδούς του Εμβέρ Χότζα, του Μάο Τσε Τουνγκ και του Στάλιν, μικρούς προφήτες της κοινωνικής ανατροπής, εκπροσώπους των κομμάτων της αριστεράς, μέχρι τυπικούς εκπροσώπους των κομμάτων εξουσίας, που ανάλογα με την πολιτική συγκυρία είτε υπερθεματίζουν σε κινηματική αδιαλλαξία είτε μεταμορφώνονται σε αξιόπιστους συνομιλητές της διοίκησης. Οι εκπρόσωποι της αριστεράς συνήθως συμμαχούν με τους ευρισκόμενους στην αντιπολίτευση και απ' αυτή τη συμμαχία, εκτός από τις επιφανείς θέσεις στο διοικητικό συμβούλιο της ΟΛΜΕ, τους παραχωρείται και μια μορφή ιδεολογικής ηγεμονίας στο χώρο. Έτσι κι αλλιώς κανείς απ' τους άλλους δεν ασχολείται με τέτοια ζητήματα. Οι συνθέσεις στις οποίες συνήθως καταλήγει αυτό το ετερογενές σύνολο χαρακτηρίζονται από την υιοθέτηση μιας ασυμβίβαστης αριστερής ρητορείας, η οποία τείνει να αποτελεί τον επίσημο λόγο της ομοσπονδίας. Απ' την άλλη βεβαίως η ρητορεία αυτή, εκτός από τον αναχρονισμό και τη γραφικότητά της, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να επικαλύπτει μια πρακτική συνήθως προσαρμοσμένη στις τρέχουσες ανάγκες της εκάστοτε αντιπολίτευσης. Έτσι λοιπόν δεν είναι παράξενο που αν και τα επίσημα κείμενα της ΟΛΜΕ πολλές φορές θυμίζουν το κομμουνιστικό jargon του Μεσοπολέμου, προσυπογράφονται και από τους εκπροσώπους των κομμάτων εξουσίας. Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες ώριμα αιτήματα του εκπαιδευτικού κινήματος όπως η αύξηση των δαπανών για την εκπαίδευση στο 5% του ΑΕΠ, το ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο, η αυτονόμηση του Λυκείου από τη διαδικασία εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και η κατοχύρωσή του ως ανεξάρτητη εκπαιδευτική βαθμίδα κλπ., χάνουν μεγάλο μέρος από την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητά τους ως προς την προοπτική υπέρβασης της κρίσης και της κοινωνικής αναβάθμισης της δημόσιας εκπαίδευσης. Μαζί χάνονται και τα κοινωνικά ακροατήρια που θα αποτελούσαν την κρίσιμη δύναμη για τη διεκδίκηση και την κατάκτησή τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτές οι διακηρύξεις πλέον αποτελούν πάνω κάτω κοινό τόπο στα εκπαιδευτικά προγράμματα όλων των κομμάτων, όσο κι αν αυτά διατείνονται περί του αντιθέτου. Παρόλα αυτά όμως ούτε ένας ουσιαστικός κοινωνικός διάλογος για το Δημόσιο σχολείο μοιάζει εφικτός, πολλώ δε μάλλον η εξασφάλιση της αναγκαίας συναίνεσης και μία ορατή προοπτική υλοποίησης ανάλογων μεταρρυθμίσεων. Η κοινωνία, γονείς και ευρύτερη κοινωνική γνώμη, συνήθως παρακολουθεί αμήχανη. Άλλοτε ανήσυχη και οργισμένη με την κατάσταση, άλλοτε απλώς προβληματισμένη αλλά και πολλές φορές αδιάφορη. Ο τρόπος αντιμετώπισης των χρονίων εξάρσεων της κρίσης από την τηλεόραση και τα ΜΜΕ, χωρίς αμφιβολία, συμβάλλει αποφασιστικά στη διαμόρφωση αυτών των στάσεων, όσο βεβαίως επηρεάζεται και απ' αυτές. Η κοινωνία με λίγο πολύ απονευρωμένα τα ανακλαστικά της αυτόνομης συλλογικής διεκδίκησης, έχοντας χάσει την εμπιστοσύνη της στους δημόσιους θεσμούς, απολύτως ευεπίφορη στην αναζήτηση ατομικών λύσεων, ψάχνει για υποκατάστατα του δημόσιου σχολείου. Γι' αυτούς που έχουν την οικονομική δυνατότητα, αλλά και φιλόδοξες προσδοκίες για την εκπαίδευση και την μελλοντική κοινωνική κατάταξη των παιδιών τους, το ιδιωτικό σχολείο αποτελεί τη λύση. Απ' την άλλη βεβαίως η τεράστια αγορά των φροντιστηρίων και των ιδιαιτέρων μαθημάτων σπεύδει να καλύψει ή και σε σημαντικό βαθμό να υποκαταστήσει (όπως στο Λύκειο) τις ανεπάρκειες της δημόσιας παιδείας. Είναι ενδεικτικό ότι στην Ελλάδα οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση είναι από τις χαμηλότερες στην Ε.Ε., 3,5%, του ΑΕΠ, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 5,2% και στις σκανδιναβικές χώρες υπερβαίνει το 7%. Αντιθέτως, οι ιδιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν ραγδαία την τελευταία εικοσαετία. Ενώ στις χώρες του ΟΟΣΑ οι ιδιωτικές δαπάνες για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση αντιστοιχούν στο 10% του συνόλου των δαπανών, στην Ελλάδα φτάνουν στο 33%. Οι καταλήψεις, παλιότερες και πρόσφατες, ουσιαστικά δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να υπογραμμίζουν και να ενισχύουν τα χαρακτηριστικά της κρίσης, επιτείνοντας στην κοινωνική συνείδηση την απαξίωση της δημόσιας εκπαίδευσης, όσο κι αν οι υποστηρικτές τους προβάλλουν το σουρεαλιστικό ισχυρισμό ότι σταματώντας την εκπαιδευτική διαδικασία υπερασπίζουν το δημόσιο παιδεία από την υποβάθμιση και την ιδιωτικοποίηση. Εάν υπάρχει κάτι ενδιαφέρον σ' αυτήν την υπόθεση είναι ότι οι καταλήψεις βγάζουν έξω απ' τα κάγκελα του σχολείου αυτό που είναι ήδη απολύτως γνωστό στους εντός παροικούντες, την βαθιά απαρέσκεια των μαθητών για τη σχολική διαδικασία, τη βίωση του σχολείου ως κενού τόπου χωρίς νόημα, χωρίς σκοπό που ούτε τη γνώση καταφέρνει να υπηρετήσει, ούτε χαρά μπορεί να προσφέρει, ούτε να διανοίξει κάποια προοπτική στην αγορά εργασίας. Και όπως επισημάνθηκε από πολλές πλευρές, αλλά και ομολογήθηκε από πολλά παιδιά που συμμετείχαν στην τελευταία αναταραχή και δεν μπόρεσαν να μάθουν ή δεν θέλησαν να παπαγαλίσουν τη ξύλινη συνθηματολογία του ΚΚΕ, που υπήρξε ο διαπρύσιος πολιτικός υπερασπιστής των καταλήψεων, μόνο όταν καταληφθεί το σχολείο καταφέρνει τελικά να προσφέρει κάτι: το χαβαλέ, ένα καινούργιο μέγεθος μία καινούργια σταθερά του δημόσιου βίου στην Ελλάδα. Και τότε μαζί με την απαξίωση έρχεται και η γελοιοποίηση ενός υπέρτατου δημόσιου αγαθού που η πτώση του συμπαρασύρει και την ιδέα του δημόσιου εν γένει. Βέβαια κάποιοι σ' όλη αυτή τη γκρίζα εικόνα θα αντιτείνουν, και πολύ σωστά μάλιστα, ότι υπάρχουν ακόμη εκπαιδευτικοί, πάρα πολλοί εκπαιδευτικοί, ίσως να είναι και η πλειοψηφία του κλάδου, που το παλεύουν όπως και ξέρουν και μπορούν. Εκπαιδευτικοί πιστοί στη μεγάλη μορφωτική δύναμη και τις αξίες που εξέπεμψε το σχολείο ως ιδρυτικός θεσμός της νεωτερικής εποχής. Εκπαιδευτικοί που αισθάνονται δάσκαλοι, με το βαρύ αξιακό φορτίο αυτής της ιδιότητας, που αρνούνται να ακυρώνονται και ως δάσκαλοι και ως εργαζόμενοι. Εκτός απ' τους δασκάλους βέβαια υπάρχουν και τα παιδιά με τα μεγάλα ερωτήματα για τον κόσμο, τον εαυτό τους, τους διπλανούς. Τα στοιχήματα χωρίς αμφιβολία μπαίνουν σε καθημερινή βάση και κατά περίπτωση κερδίζονται ή χάνονται. Όμως ας μην κοροϊδευόμαστε, αυτή η αντίσταση στη φθορά του δημόσιου σχολείου δεν φτάνει να αναστρέψει την κρίση. Στην πιο αισιόδοξη εκδοχή της παράγει θύλακες αντίστασης στον εκπεσμό που δεν αλλάζουν όμως τη ροπή των πραγμάτων. Χρειάζονται τομές, αλλαγή της πολιτικής κουλτούρας και των συσχετισμών σε πολιτικό και συνδικαλιστικό επίπεδο, συνθήκες που δεν μοιάζουν να είναι ορατές προς το παρόν. Μέχρι τότε αξίζει να μιλάμε και να φανερώνουμε τους όρους και την έκταση του δράματος, περιμένοντας για την έλευση της κάθαρσης. Βέβαια κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι η κρίση θα περιμένει την αλλαγή των συσχετισμών, στην πολιτική, το συνδικαλισμό την αριστερά ή δεν ξέρω που αλλού. Υπάρχει και ένα άλλο σενάριο που φαντάζει πολύ πιο ρεαλιστικό, όσο και ζοφερό. Τα προβλήματα της εκπαίδευσης θα λυθούν από μόνα τους, όπως και το κυκλοφοριακό της Αθήνας, με την ενεργοποίηση αμείλικτων κοινωνικών αυτοματισμών. Όσο δεν απέχουμε πολύ από τον απόλυτο κυκλοφοριακό εφιάλτη, την ακινησία του παντός, από την Αγία Παρασκευή στο Φάληρο και από την Πετρούπολη στη Γλυφάδα, άλλο τόσο η διαμόρφωση μιας εκπαίδευσης δύο ταχυτήτων με τα ιδιωτικά σχολεία ενισχυμένα, πολυπληθέστερα και πολύ πιο μαζικά στην πρώτη ταχύτητα και τα δημόσια στη δεύτερη της υποβάθμισης και της γκετοποίησης δεν απέχει επίσης πολύ. Ο Γιάννης Αντωνίου είναι καθηγητής μέσης εκπαίδευσης

Δεν υπάρχουν σχόλια: