Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 15

...
Η πονεμένη γδύθηκε στο σκοτάδι

αναρριχήθη στ’ άθλιο σπίτι και
σταμάτησε τη μάταιη μουσική
γέλασε στον καθρέφτη σήκωσε τα χέρια
έβαψε το πρόσωπό της με το χρώμα
μιας προσμονής είδε τον ήλιο
μέσα στο ρολόγι της τότε θυμήθηκε:
- Δες το ποίημα αλήθεψε
και το νόθο αγόρι και το χρώμα
χαρίζουν τη χαρά
και τον τόπο αυτό πώς να φωτογραφήσουν
είναι ο τόπος της υποκρισίας
είναι η χώρα που παραμονεύουν
παιδιά που χάσαν την αγνότητά τους
κι απλώνουνε τα χέρια στ’ ανοιχτά παράθυρα
να πέσουν τ’ άρρωστα φιλιά
να πέσουν κλαίγοντας απ’ τα παράθυρα
τα νέα λιγόζωα ορφανά
σφίγγοντας μεσ’ στο πληγωμένο χέρι τους
μια τούφα άσπρα μαλλιά

Απ’ το πανάρχαιο τ’ όνειρο
Μ. Σαχτούρη , Τ όνειρο

12 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Όταν η πόλη κοιμάται
Το σώμα σου διαστέλλει τους χτύπους της

Πίσω απ’ τα κλειστά παράθυρα
Πυροβολούν τα δένδρα

Εγώ στο άλλο δωμάτιο
Ετοιμάζω ταξίδια με μαύρα γάντια

Οι νεκροθάφτες παραμονεύουν
Τη φωνή σου.

Ανώνυμος είπε...

βαπόρι
Νάναι ως νάχης φύγει — με τους ανέμους — καβάλλα
στο άτι της σιγής κι' όλα να πάης
και vάv' πολλά καράβια, πολλή θάλασσα — μεγάλα
σύγνεφα πάνω — οι άνθρωποι κι' ο Μάης.

Κι' εντός μου εμένα να βρυχιέται — όλο να τρέμει —
βαρύ ένα βαπόρι και κατόπι
πάλι εσύ κι' ο Μάης κι' οι ανέμοι
κι' έπειτα πάλιν οι ανθρώποι, οι ανθρώποι.

Και νάναι όλα απ' ό,τι φεύγει —και δε μένει—
σε μια πόλη ακατοίκητη, κι' εντός μου
ακυβέρνητο, όλο να σε πηγαίνει το καράβι
έξω απ' την τρικυμία τούτου κόσμου

Σκαρίμπας

Ανώνυμος είπε...

στον ανώνυμο:οι στίχοι "μυρίζουν" "θάνατο"

(και στις δυο λέξεις τα εισαγωγικά:ξεχωριστά όμως)

nikitas είπε...

Ο ΜΑΥΡΟΣ ΚΟΚΚΟΡΑΣ
Γέλασε
ὁ μαῦρος κόκορας
ὅταν τοῦ εἶπαν
πῶς θὰ τὸν σφάξουν
ὅταν ὅμως ᾖρθε ἡ ὥρα
ἡ κακή του ὥρα
ἔκλαψε ὁ μαῦρος κόκορας
ἔκλαψε ὁ μαῦρος κόκορας

μ.σαχτουρης

Ανώνυμος είπε...

Λυπηθείτε τα χέρια τα πολύ ωχρά!
Μοιάζει να βγαίνουν απ’ τα υπόγεια της σελήνης
Είναι καταπονημένα να κλώθουν το αδράχτι των πιδάκων

nikitas είπε...

[...]Κ' έτσι έκαμε!
Μα –παράξενο πράμα– αυτή δεν πείστηκε.
Τον φασκέλωσε –όπως έκανε πάντα– και τον έφτυσε κι απέ έφυγε λιγωμένη μες στα γέλια!
Κι αυτός τότε κατάλαβε.
Γρήγορα γρήγορα πάγαινε. Και καθώς πάγαινε σκεφτόταν.
Σκεφτόταν ούλη μέρα ως που νύχτωσε κι ως που έπεσε για ύπνο. Μα πού ύπνος.
Με τα μάτια ανοιχτά στο σκοτάδι τάβλεπε ούλα ομπρός του, το σπιτάκι, την σκαλίτσα και την κόρη.
Έτσι μικροσκοπικά, ως του τα σκέδιασε, σε κείνο το χαρτάκι, ο χάμ χάμ χάμας. Τοσαδούτσικα, ούλα μικρουλάκια, κουκλίστικα. Κ' επίπεδα, σαν φωτογραφίες και σαν ψέματα. Σκεδόν σαν ένα τίποτα...

γιαννης σκαρίμπας [ούλοι μαζί κι ο έρωτας]

Ανώνυμος είπε...

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ



Υποσελήνια τοπία



Διαβήματα γρύλων, διαλόγους περιστεριών

τα σχόλια της ντάλιας καθώς την προσπερνάς αργά

την ώρα που δύει ο ήλιος μέσα στους ψιθύρους

της άνοιξης, στις ομιλίες ενός θολού θέρους



ασφαλώς τ’ ακούς όλα αυτά τώρα πιο καθαρά,

ίδια πάντα, η συντεταγμένη στην υπερβολή –

σού μένει μόνο να μάθεις, ει δυνατόν, απόψε

για την δόξα, όχι την εφήμερη ίσκιων και παθών



των ανθρώπων, αλλά για εκείνη της πανσέληνου,

ιδίως του Σεπτέμβρη στα κλαδιά της καμφοράς

μπλεγμένη κι απελεύθερη, ακίνητη, άφαντη



ξαφνικά μέσα στην κόμη του χρόνου, ένα παιχνίδι

ομορφιάς, είδωλο κι αλήθεια μαζί, καλειδοσκό

πιο δέους των πρωτόγονων φυλών, ένα βλέμμα μου.



Γιώργος Βέης

Ανώνυμος είπε...

Ο ποιητής είναι ένας υποκριτής.
Υποκρίνεται τόσο τέλεια
που καταλήγει να προσποιείται ότι είναι πόνος
ο πόνος πού αισθάνεται στ΄αλήθεια.
ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ(Πίσω από τίς Μάσκες).

στο διαχειριστή του ιστολογίου

mitos είπε...

"Ετοιμάζω ταξίδια με μαύρα γάντια"

Ανώνυμος είπε...

Άραγε παραμονεύουν οι νεκροθάφτες;

Άραγε υπάρχουν όρια στη γλώσσα της ηδονής;

nikitas είπε...

η εμφάνιση -ή επινόηση - του νεκροθάφτη καθορίζει τα όρια, αλλάζει τους όρους, των ταξιδιών..

Ανώνυμος είπε...

Αν έμενα διαρκώς πάνω σου
Δε θα πρόσεχα τις μετατροπές
Του φωτός σε ίλιγγο
Της σάρκας σε σκουπίδι
Σε κάθε αναπνοή
Θα τα μάθαινα όλα
Κι ο αστυνομικός στη γωνιά
Με το πηλίκιο παραμάσχαλα
Θα στίλβωνε ανύποπτος
Τα κουμπιά του ήλιου