Δευτέρα, Απριλίου 19

Απόπειρα στο Άγιο Όρος

"Τίποτε μαραμένο κι όλα ευωδιαστά στον Άθω.
Μακάριες υγρασίες στους τοίχους
εξογκωμένο το σκοτάδι ως το ξημέρωμα
τραχιά κρεβάτια κι αγουροξυπνήματα ως αρμόζει.
Και βλοσυρή τροφή της αγιοσύνης.
Ήδη ανάερα σουρσίματα διαδρόμων
μυστήρια συνοφρύωσης και κρυφομιλήματα
από αβαρείς καλόγερους μας οδηγούν
στον απόλυτο θόλο :
εκεί προϊστορικά κεριά με τη σοφία τους άσβεστη
εκεί κι οι συνεχείς προσευχές
σαν χτύπος της καρδιάς.
Κανένας πια μες στην κατάνυξη δεν αμφιβάλλει
πως με ασφάλεια πλησιάζει η σωτηρία.

Κίνδυνος μέγας
κι απ τον οποίο με τη φυγή μας
πρέπει να σωθούμε
"

Αφιέρωμα στους φίλους της απόπειρας

Και στην αναγεννημένη φίλη που στειλε τη βροχή για ν αλλάξω το νερό στις φωτογραφίες.
Μπαρ "το ναυάγιο " , 2η πρωινή, στο πέρασμα από τη πόλη των φαντασμάτων.

30 σχόλια:

mitos είπε...

Στον γέροντα Ανέσπερο

" Θωμά, άγιε Θωμά, θα χες αγιάσει
μόνο και μόνο γιατί επέμεινες στη δυσπιστία.
Να όμως που δέχτηκες να παίξεις
το παιγνίδι της απόδειξης
να που ίσως νόμισες, ταράχτηκες ή κι εφοβήθης
κι έπνιξες τον αντίλογό σου
που αιώνες έκτοτε σε τυραννάει.
Γιατί, Θωμά, το ξέρω
ήταν στη φύση σου ποτέ να μην πιστέψεις
κι αγιάζεις έτσι τώρα μες στις τύψεις σου
για τις στρατιές όλων εκείνων
που σε πίστεψαν και χάσαν
το ανεκτίμητο προνόμιο του διλήμματος
κι οριστικά το πνεύμα κι η ψυχή τους
έχουνε νυστάξει
μακάρια μες στην πίστη τους."

Ανώνυμος είπε...

"από τα πέρατα μιας νοσταλγίας
παίρνω ειδήσεις σου:
κατάντησες θαμών
κάποιας παλιάς φωτογραφίας σου
διαπρέποντας στην χάρτινη έντασή της"

Γέροντας Θαλλελαίος είπε...

"Τώρα στο μακρινό νησί κανένα σπίτι δεν υπήρχε πια μόνο αν
φυσούσε από νοτιά στη θέση του έβλεπες ένα μοναστήρι που ψη-
λά το συνέχιζαν τα σύννεφα και από κάτω στα ύφαλα γλουπακών-
τας τα πρασινωπά νερά του 'γλειφαν τα τοιχία με τις βαριές μεγά-
λες σιδερόπορτες

Έφερνα γύρους κι έβγαζα φως κοκκινωπό από το να 'χω παιδευτεί
και από το να 'μαι μόνος

Άσκοποι εντελώς καλόγεροι έψελναν και μελετούσαν κι ούτε που
μου άνοιγε κανείς να ξαναδώ σε τι μεριές μεγάλωσα σε τι μεριές με
μάλωνε η μητέρα μου που πρωτοφύτρωσε και για ποιανού τη χάρη
το φωτόδεντρο εάν υπάρχει ακόμη

Από κάπου ο καπνός περνούσε από το βλέμμα του αγίου Ισίδωρου
ίσως πέμπονταν το μήνυμα ότι

Τα δεινά μας καλώς έχουν και η τάξη δεν πρόκειται ν' ανατραπεί

Αχ που 'σαι τώρα καημένο μου φωτόδεντρο που 'σαι φωτόδεντρο
παραμιλούσα κι έτρεχα τώρα σε θέλω τώρα που έχασα ως και
τ' όνομά μου

Που πια κανένας δεν πενθεί τ' αηδόνια κι όλοι γράφουν ποιήματα."

Γέροντας Ανέσπερος είπε...

"Αυτό το κερί που άναψα
περαστικός από τον οίκο Σου
δεν είναι η προσευχή μου
για να Σε φτάσει εκεί ψηλά
δεν είναι οι παρακλήσεις μου
ούτε βεβαίως καμιά ελπίδα
που εναπέθεσα σε Σένα.
Η καθαρότητα της ύλης του
δε συμβολίζει το ακηλίδωτο
της πρόθεσής μου
και η μαλακή του υφή
καθόλου δεν υπόσχεται
την εύπλαστη μεταστροφή μου
στη μετάνοια
όπως οι αλληγορίες εγγράμματων πιστών Σου
ξέρουν να τυλίγουν.

Μπορεί να μοιάζει μ’ όλα τα’ άλλα
όμως αυτό
ανάφτηκε για να Σου πει
πως ευτυχώς
στέκομαι εδώ αβοήθητος
και πως ακόμα
όσο μπορώ
θα λάμπω."

-στον Γέροντα Μίτο απο τα Φοβερά Καρούλια

mitos είπε...

Ηλεκτρικός Θησέας σε πηγάδι
κι η Αριάδνη έχει μουγκαθεί

Αρέθουσα της Ορτυγίας είπε...

"Στην τσέπη του παλτού σου
παλιό σουσάμι
φλούδα φυστικιών
και το τσαλακωμένο γράμμα μου.
Ξύπνησαν λέξεις
φράσεις ανακλαδίστηκαν
έτριξα μήνες εκεί μέσα
μέρες του κρύου
νύχτες απ' την κρεμάστρα μέσα στη σιωπή
μήπως ακούσεις
άλλαξα στίξη αμβλύνοντας υπαινιγμούς
κόπηκα ράφτηκα εν αγνοία σου
κατά τις πιθανές σου επιθυμίες.
Μα τώρα πιά που μπαίνει το Καλοκαιράκι
κι είναι σαφείς οι προοπτικές του μέλλοντος μας
αντί να γκρεμοτσακιστώ πηδώντας
ή αντί να με ξεγράψεις
στέλνοντας το παλτό σου στο καθαριστήριο
θα σφίξω θα μαζέψω
σε σουσάμι ή φλούδι
κι απ' τις ραφές θα γραπωθώ για πάντα.
Κάποτε θα μ' αγγίξουνε τα δάχτυλά σου."

-στους γέροντες Ανέσπερο και Μίτο!

Ανώνυμος είπε...

Κανείς δεν σκέφτηκε την έπαρση
που κρύβει ένα μαρτύριο
και τι σκληρή απαιτεί
ταπείνωση κι αυτοθυσία
από αδύναμους ανθρώπους σαν κι εμάς.
Όλοι κατανοούμε βέβαια το άδικο
της χλεύης και του διασυρμού
της προδοσίας.
Όμως αντί για σταύρωση θεαματική
κι ιδίως αντί γι’ ανάσταση
εν αμφιβολία
γιατί να μη διαλέξεις ένα τέλος
όπως έζησες, μοναχικό
γενναίο κι ευσύνοπτο
και υψηλό και δωρικό
κι αδιαμφισβήτητο;
Μια τέτοια αυτόχειρ λύση
θα’ ταν για λίγους από μας μια προτροπή
κι ευεργεσία για τους υπολοίπους
καθώς θα τους στερούσε πάσα ελπίδα
μα και τον τρόμο κρίσης
για μια μέλλουσα ζωή.

Βαρβέρης

στους γέρους της σελίδας από τις Μπαρίτσες

Ανώνυμος είπε...

Κανείς δεν σκέφτηκε την έπαρση
που κρύβει ένα μαρτύριο
και τι σκληρή απαιτεί
ταπείνωση κι αυτοθυσία
από αδύναμους ανθρώπους σαν κι εμάς.
Όλοι κατανοούμε βέβαια το άδικο
της χλεύης και του διασυρμού
της προδοσίας.
Όμως αντί για σταύρωση θεαματική
κι ιδίως αντί γι’ ανάσταση
εν αμφιβολία
γιατί να μη διαλέξεις ένα τέλος
όπως έζησες, μοναχικό
γενναίο κι ευσύνοπτο
και υψηλό και δωρικό
κι αδιαμφισβήτητο;
Μια τέτοια αυτόχειρ λύση
θα’ ταν για λίγους από μας μια προτροπή
κι ευεργεσία για τους υπολοίπους
καθώς θα τους στερούσε πάσα ελπίδα
μα και τον τρόμο κρίσης
για μια μέλλουσα ζωή.

Βαρβέρης

στους γέρους της σελίδας,
από τις Μπαρίτσες

Ανέσπερος είπε...

"Κι αν γύριζε ο χρόνος πισω στην αρχή
όπως γυρίζει πίσω μια βιντεοκασέτα

το ίδιο αδέξια,με την ίδια ταραχή
τα ίδια θα κάναμε,ασ'τα και γαμησέ τα."

(Τίτος Πατρίκιος)

-στην Αρέθουσα της Ορτυγίας

Ανέσπερος είπε...

-στους ανώνυμους


άλλο γέρος και άλλο Γέροντας!!!

Ανώνυμος είπε...

στο σοφό ανέσπερο:

γνωρίζουμε τη διαφορά.

και επιμένουμε.

ένας γέροντας στην ακροποταμιά είπε...

"Μα τι συμβαίνει με αυτόν το γέροντα;
Κορίτσια τον θέλουν άγρια,
στα κρυφά τον αποζητούν.

Άγουρα κορμιά τον χρειάζονται επειγόντως.
Όταν μιλάνε στις κοπέλες για την ηλικία του, μερικές χαμογελούν.
Αυτές γνωρίζουν άλλα.
Κανένας νέος δεν τις τάνυσε τόσο καλά.

Δεν βλέπουν ρυτίδες, ούτε χαλαρή σάρκα
αλλά αυτή την υπερκόσμια υπομονή και προσήλωση
που τις οδηγεί στον κρυφό τους εαυτό."

γιασεμί στο λιόσπορο είπε...

πωπώ!!!!πολλοί ερωτιάρηδες γέροντες βρίσκονται εδώ μέσα!!

mitos είπε...

πού ακριβώς τονίζεστε
στο γέρνω ή στο γερνώ;

mitos είπε...

"Έχοντας πια κλείσει το μαντείο
δε θα έπρεπε, Θεοδόσιε
ν ανησυχείς και να φοβάσαι
λίγα γενναία ερείπια
ένα ηνίοχο μόλις βουρκωμένο
δίχως το άρμα του
μια Κασταλία που ρέει μονάχα
τ όνομά της
και κάτι ξερά βράχια
σαν σκαλισμένα με μορφές
ιερέων αρχαίων του Φοίβου.
Έχεις ακόμα τις εγγυήσεις
των χριστιανών περιηγητών
των κοσμικών ξενοδοχείων
των τόσων αιώνων που σκεπάσανε
τις δάφνες της Πυθίας
Όμως ανησυχείς, Θεοδόσιε
κι ίσως κάνεις καλά
ουδείς ουδέν προλέγει πιά
απόλυτη η σιγή
- τέλειος χρησμός -
όχι, ουκ απέσβετο και λάλον ύδωρ"

Γιάννης Βαρβέρης, Απόπειρα στους Δελφούς

Γέροντας Ευσέβιος είπε...

"Κάποιος εξημέρωσε, κάποτε, μια μοναξιά
απο θηρίο της ερήμου ζώο
την έκανε, οικόσιτο
κι ήτανε τρυφερη και διακριτική
και στην αφή τόσο απαλή
πιο απαλή ακόμα κι απο γάτα.

Τώρα, πώς έγινε και, έτσι ξαφνικά
αυτή η τόσο εξημερωμένη μοναξιά
τον κατασπάραξε,
κανείς δεν ξέρει."

Μέγας Αρχοντάρης είπε...

"Τι εγκαυχά εν κακία ο δυνατός; Ανομίαν όλην την ημέραν, αδικίαν ελογίσατο η γλώσσα σου, ωσεί ξυρόν ηκονημένον εποίησας δόλον. Ηγάπησας κακίαν υπέρ αγαθωσύνην, αδικίαν υπέρ του λαλήσαι δικαιοσύνην. Ηγάπησας πάντα τα ρήματα καταποντισμού, γλώσσαν δολίαν. Δια τούτο ο Θεός καθέλοι σε εις τέλος· εκτίλαι σε και μεταναστεύσαι σε από σκηνώματος σου και το ρίζωμα σου εκ γης ζώντων. ΄Οψονται δίκαιοι και φοβηθήσονται και επ΄αυτόν γελάσονται και ερούσιν. Ιδού άνθρωπος, ός ούκ έθετο τον Θεόν βοηθόν αυτού, αλλ΄ επήλπισεν επί τω πλήθει του πλούτου αυτού και ενεδυναμώθη επί τη ματαιότητι αυτού. Εγώ δε, ωσεί ελαία κατάκαρπος εν τω οίκω του Θεού· ήλπισα επί το έλεος του Θεού εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος. Εξομολογήσομαι σοι εις τον αιώνα, ότι εποίησας και υπομενώ το όνομά σου, ότι χρηστόν εναντίον των οσίων σου."

-στα απολωλότα πρόβατα

Ανώνυμος είπε...

"Δεν έχω τίποτα
Τίποτα δεν μπορώ να έχω
παρά το ξένο σώμα
πού ήταν το σώμα μου
Τα φλογερά φιλιά
πού έγιναν παρηγοριά εωθινών ονείρων
Είμαι ή Ήλεκτρα
—στάχτες γεμίζουν τα μαλλιά μου—
Είμαι ο Ορέστης
—τα μάτια μου προσηλώνονται στον φόνο-
Δεν είμαι τίποτα
Τίποτα δεν μπορώ να είμαι
Ακατάστατα τα υπάρχοντα μου
Ικέτης
Ιμάτια διαμερισμένα εδώ κι εκεί
Τα πρόσωπα είμαι όλα του εαυτού μου
Εγκατεστημένος εφεξής στην άκρη
ενός BIC
όσο μου το επιτρέπει ή μπίλια
κυλιέμαι σε μια κόλλα χαρτί
εξευτελίζομαι συρρικνωμένος
στα είκοσι επί δέκα εκατοστά
σμίκρυνση υπό κλίμακα του δέματος μου

Δεν έχω άλλη επιλογή
όπως δεν έχει κι ή καρδιά μου
Αντλεί σε κλειστό κύκλωμα
το ίδιο αίμα
Αλλά δεν είμαι ή καρδιά αύτη
Είμαι το αίμα."

Ανώνυμος είπε...

"Διότι είσαι το πρώτο εφετινό χελιδόνι που μπήκε απ' το
φεγγίτη έκαμε τρεις γύρους στο ταβάνι και ήσουν κα-
τόπιν όλα μαζί τα χελιδόνια
Διότι είσαι μια μεριά ήρεμη της θάλασσας όπου το κύμα
Kόβει κομμάτια το φεγγάρι και το ρίχνει στην ψιλή άμμο
Διότι τα χέρια μου είναι άδεια σαν καρύδια που η ψίχα
τους φαγώθηκε από παράσιτα
Kι εσύ τα γέμισες με τα μαλλιά σου και το μέτωπό σου
Διότι στα μαλλιά σου περνώ τα δαχτυλά μου όπως περνάει
ο αγέρας από φύλλα κυπαρισσιού
Διότι είμαι ένα σπίτι εξοχικό κι έρχεσαι μόνη το καλοκαίρι
και κοιμάσαι
Kαι ξυπνάς πότε-πότε τα μεσάνυχτα ανάβεις τη λάμπα και
θυμάσαι
Διότι θυμάσαι
Γι' αυτό σ' αγαπώ κι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά είμα-
στε μαζί
Kι απέναντί μας η θάλασσα φθείρεται ν' ανεβοκατεβαίνει
τα δέντρα
...πως πηγαίναμε σε μια κατηφοριά της Bάρκιζας
Kι ένα γύρω οι χρωματιστές πέτρες μάς ακολουθούσαν

Γιατί όταν σκύβω πάνω από πηγάδια βλέπω την επιφάνεια
του νερού και λέω: νά το ριζικό κι η ματιά της
Γιατί βλέπαμε μαζί τρεις τσιγγάνες κίτρινες τυλιγμένες
απ' το κόκκινο - σαν τα μάτια τού μπεκρή - λυκόφως
Kαι είπαμε νά το ριζικό νά οι αγάπες βγήκαν στους δρό-
μους για τον επιούσιο

Γιατί βλέπαμε μαζί τις τρεις τσιγγάνες
Nά 'ρχονται και να χάνονται
Γι' αυτό σ' αγαπώ
Kι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά
Eίσαι κείνο που γλύτωσε απ' τα σκάγια

Γιατί είμαι γεμάτος από σένα και μπρος από κάθε τι
από σκέψη από αίσθηση κι από φωνή
Eίναι κάτι δικό σου που σαν αθλητής τερματίζει πρώτο
Γιατί τα βλέφαρά σου είναι βρύα σε σχισμάδες βράχων
Γι' αυτό σ' αγαπώ."
(Δ.Παπαδίτσας)

@στο γέροντα Ανέσπερο για να ξεκολήσει λίγο απο τον Ελύτη!

mitos είπε...

"με τι βιασύνη προχωρεί ο Ιησούς
εφέτος
προς την Ανάσταση...
Παραμερίζει πανέρια τεράστια
γιομάτα βιολέτες
σπρώχνει τους αέναους
παπάδες
τινάζει νευρικά προς τα πίσω
τη μαλλούρα του
το γεγονός είν ολοφάνερο
βαρέθηκε"

Λίτσα είπε...

"– Μια φάρσα – θέλεις να την ξαναπαίξουμε; Έναν γάμο
– σαν κολικό, σαν να έχεις στα νεφρά σου άμμο…
– Θέλεις να παίξουμε την τελετή, τα δώρα,
– παρόν το σόι σου ( που κούφια να ’ν’ η ώρα ! )
– να παίξουμε – αυτό προπάντων ! μια νεότητα
– που κράτησε ένα χρόνο, στην πραγματικότητα ;
– Να παίξουμε πως ήμουν τριανταεννιά –
– κι έπινες κι έγραφες κι ο μήνας είχε εννιά
– κι ήταν η κάθε μέρα μου παραμονή –
– κι οι φίλοι σου μου λέγαν “κάνε υπομονή”
– γιατί ήταν, λέει, μια γιορτή να ξημερώσει –
– περίμενα, δεν είχα ακόμη μετανιώσει
– που δεν ξημέρωνε ποτέ κι εγώ φοβόμουν,
– κι όλο σε πρόσεχα και σε περιποιόμουν.
– Κάτι ελλόχευε στον άδειον ουρανό :
– Κάτι ερχόταν – όλο και πιο σκοτεινό
– Κι όλα τα τύλιξε ο φόβος. . . τη ζωή σου
– και τα παιδιά που εν τέλει έκανα μαζί σου,
– τη φωτεινή κουζίνα, το ζεστό φαΐ
– τα πρωινά, που έβγαζες βόλτα το σκυλί,
– την πάχνη της αυγής, το διάβασμα, το χάδι
– τα βράδια που δεν σε μισούσα στο σκοτάδι. . .
– Έτσι περάσανε τα χρόνια, έπαιξα κι έχασα –
– Σιγά σιγά, δεν σ’ αγαπούσα πια, το ξέχασα.."

η αναγεννημένη φίλη είπε...

γενέθλια

"Εσπούδασε πολλά, μα δεν θυμάται
τώρα πια γιατί έγινεν ο ντόρος.
Σε άλλων τα γραπτά αποκοιμάται

και ονειρεύεται δικά του· ο σπόρος
της έμπνευσης εθλίβη, έγινε ζύθος·
ο Βάγκνερ του είν’ ένας σερβιτόρος.

Κυλήσανε τα χρόνια ως συνήθως:
τις Κυριακές ξανάκουγε τη μπάντα·
τις νύχτες, με αμιλλητήριον ήθος,

τρία βιβλία έβαλε στην πάντα
(να τα ’χει στη Δευτέρα Παρουσία)·
και έκλεινε απόψε τα τριάντα

(αργύρια για κάποια προδοσία)".

Βασίλισσα Όλγα είπε...

"Δεν είμ' εδώ που ψάχνεις.

Τι γυρεύω εγώ μες στα λουλούδια
στ' αβάσταχτο φως του φεγγαριού.

Στις αίθουσες που οι ρήτορες
εκπολιτίζουν το κοινό
με τα φαντάσματά μας.

Τι γυρεύω."

Πρίγκηπας Αλέξιος είπε...

"Συναντηθήκαμε αργά το απόγευμα κάπου προς τον παλιό
σταθμό. Φυσούσε από το πρωί κι η θάλασσα ήταν
έρημη στα καφενεία και στα τραμ της αφετηρίας

Κοιτούσα τα χέρια του που έσφιγγαν ήρεμα, με κρυφή συγ-
κατάθεση, τα δικά μου. Μες στο σακίδιο ήταν όλος
ο κόσμος του - πουλόβερ, βιβλία, γράμματα... Ε-
πρεπε να 'ρχονταν τα πράγματα αλλιώς, μα το θε-
λήσαμε τάχα

Αχρωμο φως, μια Κυριακή φθινοπωριάτικη, καμιά ελπίδα.
Μικρά ταξίδια στις ακτές, όλα χαλάσανε. Θεέ μου,
τόση ερημιά

Εβρεχε στην επιστροφή και ο αυτοκινητόδρομος γέμισε
φωτεινά σήματα, πικρά ολομόναχα φώτα."

γιασεμί στο λιόσπορο είπε...

"..Ο έρωτας σε βρίσκει, δεν τον βρίσκεις,
γι’ αυτό κι ανοίγουν οι δρόμοι σου προς τ’ άπειρο
κι ανθίζει ένα δέντρο δίπλα στη σκιά σου.

Και θάνατο που να ‘ναι ζεστός ποτέ δεν είδα,
όμως αμέτρητες φορές τον ένιωσα
να οδηγεί στον παράδεισο γυμνό το σώμα".

Βασίλισσα του Περού είπε...

"Λες κι ήτανε χθες βράδυ ακρογιάλι το σώμα μου,
τα χέρια σου δύο μικρά τρυφερά καβούρια...

Δεν θέλω ανεμώνες κόκκινες,μαβιές και άσπρες,θέλω
να χώσω τη μούρη μου μες στα μαλλιά σου,που΄ναι
σα χόρτα στην άκρη του ποταμού..."

Αναξίμανδρος είπε...

"Τότε, σκέφτηκε να την πει καλοκαίρι.
Γιατί τα καλοκαίρια ανατέλλουν χαρούμενα
κι είναι έμπιστα και δροσερά.

Σε λογαριάζουν δικό τους
και βγάζουν το καπέλο τους
μόλις σε ιδούν.

Εγώ, δεν έχω καπέλο,
έχω όμως μια μικρή πέτρα
στο δάχτυλό μου
που με συγκινεί,
όπως ένα φωτισμένο παράθυρο.

Άκουσε,
αγαπώ τα πράσινα δέντρα
αγαπώ τα νερά σου
αγαπώ την ψυχή σου.
Γι΄αυτό βγαίνω τη νύχτα
να σε συναντήσω.
Κουβαλώ τα χαρακτηριστικά σου
παντού.
Οι άνθρωποι πρέπει να σε καταλαβαίνουν
όταν σηκώνουν το βλέμμα τους
και σ’ ανασαίνουν βαθειά.


Αλλιώς,
είναι πράγματα περιττά
οι ποιήσεις
και τα αισθήματα".

mitos είπε...

"Κι όταν πεθάνουμε να μας θάψετε κοντά κοντά
για να μην τρέχουμε μέσα στη νύχτα να συναντηθούμε."

mitos είπε...

"Η Νοσταλγία Γυρίζει

Η γυναίκα γδύθηκε και ξάπλωσε στο κρεβάτι

ένα φιλί ανοιγόκλεινε πάνω στο πάτωμα

οι άγριες μορφές με τα μαχαίρια αρχίσαν

να ξεπροβάλλουν στο ταβάνι

στον τοίχο κρεμασμένο ένα πουλί πνίγηκε

κι έσβησε

ένα κερί έγειρε κι έπεσε απ’ το καντηλέρι

έξω ακούγονταν κλάματα και ποδοβολητά

‘Ανοιξαν τα παράθυρα μπήκε ένα χέρι

έπειτα μπήκε το φεγγάρι

αγκάλιασε τη γυναίκα και κοιμήθηκαν μαζί

Όλο το βράδυ ακουγόταν μιά φωνή:

Οι μέρες περνούν

το χιόνι μένει"

περσινή αρραβωνιαστικιά είπε...

"Κι εδώ θα τέλειωνε η ιστορία μου, αν στο άνοιγμα της πόρτας δεν παρουσιαζόταν η Μάρθα — η Μάρθα, εδώ και χρόνια πεθαμένη. Δεν άντεξα και το λίγο φαγητό που είχα για δείπνο κατέβηκα και το έδωσα στο σκυλί
……που δεν την είχε γαβγίσει".