Τετάρτη, Απριλίου 2


Θωμάς Γκόρπας 5 χρόνια από τον θάνατό του

Του Γιώργου Λίλλη
Η καλλιτεχνική πορεία του Θωμά Γκόρπα δεν επηρεάστηκε από εγχώρια λογοτεχνικά ρεύματα αλλά από το κίνημα των μπητ, την αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας του «Δρόμου» του Κέρουακ, την επαναστατικότητα του Μπάροουζ, το «Ουρλιαχτό» του Γκίνσμπεργκ, ενωμένα σ' ένα προσωπικό όραμα όπου κυριαρχεί η μυθολογία έντονων εικόνων και βιωμάτων. Η περιπλάνηση, η συνειδητοποίηση του κατακερματισμού των ιδανικών, η αγάπη του για το λαϊκό χωρίς να ολισθαίνει στον λαϊκισμό, καλλιτέχνης που με πάθος υπερασπίστηκε την ιδιαιτερότητά του να μιλά αληθινά χωρίς να φοβάται τις επιπτώσεις του κοινωνικού του εγκλεισμού.
Τα ποιήματά του αντικρούουν την καθεστηκυία τάξη. Οι στίχοι του κυοφορούν έναν επαναστατικό δυναμισμό στον πυρήνα τους, η φωνή του αντικατοπτρίζεται πιστά στα πιστεύω του, συνδράμει στην κοσμογονία τους, στην πιστή αναπαράσταση ενός φθίνοντος κόσμου. Στυλίτης της ανορθόδοξης γραφής, μοναδική περίπτωση στα εγχώρια λογοτεχνικά μας είδη, δεν κατατάχθηκε σε γενιές, η γλώσσα του πηγάζει από τις πιο ακραίες εκφράσεις της ελληνικής, πατώντας σ' ένα λαϊκό πρότυπο, που κι αυτό κλίνει προς την αργκό και τη γλώσσα του περιθωρίου. Και πίσω απ' όλο αυτό το γυμνό τοπίο, όπου τα γεγονότα καταγράφονται με το ψυχρό μάτι ενός αμφισβητία, ο Γκόρπας δημιούργησε την εικόνα ενός τρυφερού αντισυμβατικού:

Ο Γκόρπας ανήκει στους καλλιτέχνες οραματιστές. Το έργο του είναι μια πραγματεία πάνω στην υπαρξιακή αγωνία του πνευματικού ανθρώπου ο οποίος συνειδητοποιεί τον εγκλεισμό του. Η γραφή του γίνεται ένας τρόπος υγιούς αντιδιαστολής του ψέματος και της αλήθειας. Χρήσιμος όσο ποτέ άλλοτε, ειδικά στην τελματώδη πνευματική περίοδο που διανύουμε, κοιμούμενων συνειδήσεων και ευκολίας, ο Γκόρπας προφητεύει τον εκφυλισμό των αξιών, τάσσεται υπέρμαχος της ελευθερίας και συγχρόνως αντιτάσσεται στην υποδούλωση του ανθρώπου. Το αιρετικό του κήρυγμα, κατακραυγή ενάντια στο κίβδηλο.

(...) Φυλάγοντας τη νιότη ξέρω πως φυλάγω το λαό / χίλιες φορές τους προδομένους αγαπώ / έχω τον ήλιο μα δεν παίζω το Θεό / τον ήλιο τον μοιράζω όλον στους φτωχούς / τους φίλους μου μοιράζω σε φυλάκια εφόδου / στους τόπους ταξιδεύω με τους στεναγμούς / και το εισιτήριο ποτέ ποτέ μετ' επανόδου

(...) Δεν έχει απομείνει τίποτε για να προπαγανδίσουμε / τίποτε δεν μπορούμε πια να θυμηθούμε - για το καλό μας...

Παντού πωλούνται οικόπεδα
παντού
πωλούνται φάρμακα ακριβά για τις αρρώστιες που δεν ήρθανε ακόμα.
Ηδη οι «τυχεροί» και οι «έξυπνοι» ψάχνουν πυρετωδώς
μες στις αυριανές μας σκέψεις...
Ηδη αποθηκεύονται νέες πουστιές νέες ρουφιανιές και Δυστυχώς ακόμα...
Δελφοί πού είναι λοιπόν οι γκάνγκστερς
που θα διανυκτερεύσουνε στα μπιχλιμπιδωτά οτέλς σου
πού είναι των μεγαλομπακάληδων οι κόρες
που τις κατατρυπάνε εσατζήδες και ποδοσφαιριστές
πού είναι οι σαφρακιασμένοι κινηματογραφικοί αστέρες
που πίνουνε χασίσι για όλους τους μπουζουκτσήδες της Ελλάδας>

Ο Μπάμπης ο Χαράλαμπος ο Χάρης
αστήρ δεν έγινε του σινεμά μα έγινε πορτιέρης
με μόνιμη γυναίκα και με καθαρά πουκάμισα επιτέλους
και σίγουρα τσιγάρα και τέρμα τα όνειρα
πήζοντας στα χαμόγελα των ψεύτηδων και των χέστηδων της ζωής.

Το παν σ' αυτό τον τόπο / είναι να λησμονάς / να βρίσκεις και τον τρόπο / μπριζόλες να μασάς. / Μπριζόλες «γκόμενες» και γιωταχί / ιδού οι Ελληνες σκατοαστοί.

(...) παλιές φωτογραφίες και μακρυμπάνι της μνήμης / πεταλούδα που γλιτώνει απ' τη φωτιά / φωτιά που γλιτώνει απ' τα νερά / χαρά που γλιτώνει απ' τα γεράματα / βιολέτες σ' άσπρο λαιμό / άσπρο άλογο που τρέχει σε μαύρο ουρανό / μαύρος ήλιος καλοκαιρινός / άσπρος ήλιος χειμωνιάτικος / λεμόνι κάρβουνο γλυκό του κουταλιού / νύχτα στρωμένη τσιγάρα / λέξεις...

Εγώ αγαπώ τον Κάλβο εσύ το Σολωμό / μας χωρίζει μια αλλαγή βλέμματος / ή άβυσσος;

(...) Η Ελλάς ανέκαθεν υπήρξεν / αξιέραστος κόρη της οποίας οι σπουδαίοι ερασταί / (όρα και στρατηγόν Μακρυγιάννην) / παραμένουν / ακόμα μέσα στα χαρτιά αμελέτητοι και μακρινοί / συγγενείς / δια την λεγομένην μάζαν που με κάτι / ψευτογκόμενους / που τους αλλάζει σαν πουκάμισα / καλά τα περνάει - α! ονόματα δε λέμε...

Οταν παλιώνουν οι πατάτες,φυτρώνουν.Οταν παλιώνουν τα όνειρα,λυτρώνουν.

Γκορπισμός (απόσπασμα)
Γκόρπα, Γκόρπα, (Ποιος είναι; Να πα' να τον μάθετε) μόνο εμείς ψιλιαστήκαμε, μόνο εμείς πήραμε τόσο σοβαρά αυτή την υπόθεση, γι' αυτό κι όλα τριγύρω πολτός, φρενολογικές κλινικές, από δω προκύπτουν τ' αναρχούμενα κείμενα, τα γραφτά μας χωρίς κώλο ούτε μύτη. Δεν υπάρχει για μας κοινωνικό ψεύδος είτε γιατί ήρθαμε πολύ νωρίς, είτε πολύ αργά, δεν υπάρχει συγγραφικό ψεύδος γιατί διαλυθήκαμε μαζί με τα πράγματα και πού να κάθεσαι τώρα να συνθέτεις;
Μάριος Χάκκας, "Ο μπιντές"

Μόνο οι γυναίκες
Από του Βάρναλη τις μέρες ώς τα μερόνυχτα του Γκόρπα πολλά αλλάξανε της γης οι κολασμένοι δεν βρυχώνται, η καβαλίνα κι η ροδακινιά εξοστρακίσθηκαν και το κρασί δεν είναι άρωμα και πτήσις και αφρός μόνο οι γυναίκες, α, οι γυναίκες, δύστυχε Θωμά, όσο περνούν τα χρόνια γίνονται πιο όμορφες και πιο φασίστρες και πράμα φυσικό μάς βασανίζουν περισσότερο.
Χρίστος Ρουμελιωτάκης, "Ξένος ειμί"

Περί ποιήσεως πάλι
Μνήμη Τάκη Σινόπουλου
Δημοτικό Τραγούδι
Χριστόπουλος ήχος μπουζουκιού
Κάλβος ήχος πλατάνων
Σολωμός ήχος γιασεμιών
Παλαμάς ήχος τίποτε
Μαλακάσης ήχος πόλεως σαν παίρνει να βραδιάζει
Καβάφης ήχος πόλεως προχωρημένο βράδι
Βάρναλης ήχος του μέλλοντος από παλιές καμπάνες
Φιλύρας ήχος προπολεμικής ταβέρνας
Σικελιανός ήχος ματισμένος από αρχαίες πομπές και σύγχρονα φαγοπότια
Καρυωτάκης ήχος πόλεως που κοιμάται
Σεφέρης ήχος του παλαμικού τίποτε
Εμπειρίκος ήχος που συνεχίζεται μες στα ποιήματά μας

Τα ίδια και τα ίδια (απόσπασμα)
Ο Σεφέρης επιτέλους πέθανε οριστικά "στο φέρετρό του ακούμπησε" η Ελλάδα αυτός πού ακούμπαγε κανείς δε λέει... Στην κηδεία του πήγανε και πεθαμένοι φίλοι γνωστών διευθύνσεων κ' εχθροί φυλετικών και άλλων διακρίσεων... Λαϊκό Τραγούδι
["Τα θεάματα", 1982]

Οι θρησκευτικοί ποιηταί
Το γάλα το άγριο γάλα! Τελευταία συχνά μ' επισκέπτονται παλιά αιμοστάζοντα αγριόσυκα όνειρα σεξουαλικά ρεύσις κατάρρευσις των ιδεών και των γούστων των παλιών μου φίλων... Τα μεσημέρια παίζουν τάβλι με τις ώρες παίζουν ξερή τα πενηντάρικα και τα τομάρια τρώγονται χύνουνε χολή την πίνουνε οι έρημοι. Εν συνεχεία επιστρέφουν στο καφέ-μπινέ κι αράζουν περιμένοντας εκπλήξεις. Εκπλήξεις βέβαια δεν έρχονται έρχεται το σούρουπο και μέσα του ανεβαίνουν τη Σταδίου καταλήγουνε σε κεντρικό εκκλησάκι (όλα τα 'χει τελοσπάντων αυτή η Αθήνα εξόν πράσινον και δημόσια ουρητήρια...) κ' ενταφιάζονται εντός του εσπερινού περιττόν ο ένας θάβει τον άλλο με μάτια κλειστά ανταλλάσσουν εντυπώσεις κ' έτσι βελτιώνουν τη φίρμα τους στη λαχαναγορά πού και πού παριστάνουν και τον Κόντογλου πού Κόντογλου είναι γελοίοι - αν το μάθουνε κι αυτό πάει τετέλεσται...

Αναπόληση
Θα καταργήσω τον ουρανό θα καταργήσω τη γη και θ' αφήσω μόνο ένα ουζερί για ένα πιοτό για ένα τραγούδι για ένα χορό κ' εσύ να περνάς απ' έξω.

2 σχόλια:

ariadnebelledujour είπε...

Παίρνω στα χέρια μου φυτό παίρνω πουλί παίρνω δραχμή
γίνεται το φυτό εξοχή και πάω περίπατο με σένα
γίνεται το πουλί μια μουσική καθόμαστε και την ακούμε
γίνεται η δραχμή βουνό ανεβαίνουμε στην κορυφή
πέφτεις εσύ και χάνεσαι κι εγώ πώς να γυρίσω πίσω...
Παίρνω στα χέρια μου μπουζούκι για να σε μοιρολογήσω
αλλά οι πεννιές σε βρίσκουν και σε φέρνουν πίσω..

ariadnebelledujour είπε...

Όταν παλιώνουν τα όνειρα,πεθαίνεις