Κυριακή, Αυγούστου 23

"Δεν είτανε πως δεν τον γνώρισε στο φως της παραστιάς· δεν είταν

τα κουρέλια του επαίτη, η μεταμφίεση, – όχι· καθαρά σημάδια:

η ουλή στο γόνατό του, η ρώμη, η πονηριά στο μάτι. Τρομαγμένη,

ακουμπώντας τη ράχη της στον τοίχο, μια δικαιολογία ζητούσε,

μια προθεσμία ακόμη λίγου χρόνου, να μην απαντήσει,

να μην προδοθεί. Γι' αυτόν, λοιπόν, είχε ξοδέψει είκοσι χρόνια,

είκοσι χρόνια αναμονής και ονείρων, για τούτον τον άθλιο,

τον αιματόβρεχτο ασπρογένη; Ρίχτηκε άφωνη σε μια καρέκλα,

κοίταξε αργά τους σκοτωμένους μνηστήρες, στο πάτωμα, σα να κοιτούσε

νεκρές τις ίδιες της επιθυμίες. Και: «καλωσόρισες», του είπε,

ακούγοντας ξένη, μακρινή, τη φωνή της. Στη γωνιά, ο αργαλειός της

γέμιζε το ταβάνι με καγκελωτές σκιές· κι όσα πουλιά είχε υφάνει

με κόκκινες λαμπρές κλωστές σε πράσινα φυλλώματα, αίφνης,

τούτη τη νύχτα της επιστροφής, γυρίσαν στο σταχτί και μαύρο

χαμοπετώντας στον επίπεδο ουρανό της τελευταίας της καρτερίας"

1 σχόλιο:

ανέσπερος είπε...

"Σαν ένα πουλί με σπασμένη φτερούγα
που θα 'χε χρόνια μέσα στον αγέρα ταξιδέψει
σαν ένα πουλί που δεν μπόρεσε να βαστάξει
τον αγέρα και τη φουρτούνα
πέφτει το βράδυ.
Πάνω στο πράσινο χορτάρι
είχαν χορέψει όλη τη μέρα τρεις χιλιάδες αγγέλοι
γυμνοί σαν ατσάλι,
πέφτει το βράδι χλωμό·
οι τρεις χιλιάδες αγγέλοι
μαζέψαν τα φτερά τους και γενήκαν
ένα σκυλί
ξεχασμένο
που γαβγίζει
μοναχό
και γυρεύει τον αφέντη του
ή τη δευτέρα παρουσία
ή ένα κόκαλο.
Τώρα γυρεύω λίγη ησυχία
θα μου 'φτανε μια καλύβα σ' ένα λόφο
ή σε μια ακρογιαλιά
θα μου 'φτανε μπροστά στο παράθυρό μου
ένα σεντόνι βουτημένο στο λουλάκι
απλωμένο σαν τη θάλασσα
θα μου 'φτανε στη γλάστρα μου
έστω κι ένα ψεύτικο γαρούφαλο
ένα κόκκινο χαρτί σ' ένα τέλι
έτσι που να μπορεί ο αγέρας
ο αγέρας να το κυβερνά χωρίς προσπάθεια
όσο θέλει.
Θα 'πεφτε το βράδυ
τα κοπάδια θ' αντιλαλούσαν κατεβαίνοντας στο μαντρί τους
σα μια πολύ απλή κι ευτυχισμένη σκέψη
και θα 'πεφτα να κοιμηθώ
γιατί δε θα 'χα
ούτε ένα κερί ν' ανάψω,
φως,
να διαβάσω."

to mitos,

επιστρέφοντας απο το φιλόξενο Ιόνιο,
στη γη του πυρός!