Τετάρτη, Νοεμβρίου 18

"Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ'αλλού φερμένο, δέν τ'αντέχουν οί άνθρωποι.."






Subscribe Free
Add to my Page
Αφιερωμένο στους ομώνυμους κι ετερώνυμους επισκέπτες του blog,

Αντίδωρο στην areti,

Στον nikitas http://nikitas-myblog.blogspot.com/ που χάθηκε απ την γειτονιά.

12 σχόλια:

Κύνθια είπε...

"Ο έρωτας

Το τραγούδι του

Κι οι ορίζοντες του ταξιδιού του

Κι η ηχώ της νοσταλγίας του

Στον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένει

Ένα καράβι



Ο έρωτας

Το καράβι του

Κι η αμεριμνησία των μελτεμιών του
Κι ο φλόκος της ελπίδας του

Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζειΤον ερχομό. "

ενάρετος είπε...

"Δεν είχε όνομα το κορμάκι στο μώλο
Μόλις το γλίστραγα στην αγκαλιά της θάλασσας.
Έτσι δειλό σαν σύννεφο της αγωνίας και της προσμονής
Κρεμάστηκε στο χέρι μου ζητώντας τη σκιά του.
Κι όσο το μάλωνα με τα χάδια μου
Τόσο ξεγράφονταν μες στο σκοτάδι
Τόσο σβηνόταν στην απέραντη ανωνυμία της πλατείας.

Μείναμε όσο κρατάει ένα φιλί
Να ξεκλειδώνουμε στο θερινόν αφρό
Σειρά-σειρά τους ξεχασμένους θρύλους."

Αδωνις είπε...

"Περδικόστηθη Tσιγγάνα,
ω μαγεύτρα, που μιλείς
τα μεσάνυχτα προς τ’ άστρα
γλώσσα προσταγής,
που μιλώντας γιγαντεύεις
και τους κόσμους ξεπερνάς
και τ’ αστέρια σου φορούνε
μια κορώνα ξωτικιάς!
Σφίξε γύρω μου τη ζώνη
των αντρίκειω σου χεριών·
είμαι ο μάγος της αγάπης,
μάγισσα των αστεριών."

Μαρίνα είπε...

"Δε γνωρίζω από θρησκείες,
μήτε σκύβω σε θεούς,
γνωριμιά μου εσύ και πίστη!
Πήρα αράδα τους ναούς,
γύμνωσα το εικονοστάσι
βέβηλα και το βωμό,
λείψαν’ άγια, τίμια ξύλα,
κάθε πρόσφορο ιερό,
δισκοπότηρα, λαμπάδες,
όλα τ’ άγια της καρδιάς,
όλα στα ’ριξα σαν άνθια,
για να τα πατάς!"

Ελπήνωρ είπε...

"Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα που γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χί-
μαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Που είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυο-
σμαρίνια.

Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μέσ' στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα που γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα
βότσαλα
Ηταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομα του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Οπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.

Ακουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Εχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη."

Λίτσα είπε...

.."Βέβαια,αν δεν υπήρχε η απόσταση
δεν θα'τανε σαν άστρο μακρινό εκείνος ο πλησίον
θα'ρχοταν στην πρωτεύουσα προσέγγιση
μόνο δυο βήματα θ'απέχανε τα όνειρα
από τη σκιαγράφησή του.
Όπως κοντά μας θα παρέμενε
η ύστατη φευγάλα της ψυχής.
Προς τί η τόση περιπλάνηση.Χώρος
κενός υπάρχει.Εμείς θα κατεβαίναμε
να ζήσουμε στο υπόγειο κορμί μας
κι εκείνη με τον μύθο της και τα συμπράγκαλά του
θα μετεμψυχωνότανε σε σώμα"...

mitos είπε...

"Ασυγχώρητη η απροσεξία
να μου στείλεις επι χάρτου εφημερίδας
ολοσέλιδη τη φωτογραφία σου
με αναμμένο το τσιγάρο της.

Αν έπιανε φωτιά η παραλαβή;
Ποια πυροσβεστική
ψυχραιμία εις μάτην θα καλούσα
σε ποιο διανυκτερεύον έγκαυμα
θα έτρεχα ανήμπορο εγώ χαρτί καμένο
σε ποιαν εξαντλημένη θεραπεία

σε ποια αποζημίωση μετά.
Ασφάλεια αναθρώσκοντος καπνού
δεν έχω κάνει"

ανέσπερος είπε...

"...τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ'αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ'άλλα να'ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ..."

Κύνθια είπε...

"Όπως τα καρφιά
Σκουριάζουν κάποτε και τα όνειρα
Με τον καιρό."


στο mitos!

εκ του πλησίον είπε...

Σε έβλεπα από μακριά, η αμμουδιά είχε πάρει να υγραίνει. Τα διάσημα μπλε του σώματός σου μετρούσαν τη θάλασσα και την έβρισκαν λιγότερη. Στη θέα τους η ζωή μου αιμορράγησε. Τα χέρια σου πια, δύο εξημερωμένα ζώα. Δεν είχαν αυτή την παλιά, γνωστή αίγλη στα ακροδάχτυλα. Τίποτε απ' αυτά δεν ήταν αληθινό.
Θέλω σήμερα να γυρίσουμε απ' την άλλη πλευρά· να πάμε ανάποδα. Θα βάλεις τα δυνατά σου; Φύσαγε Νάξο, στις παρυφές του Αλικού. Ηταν περασμένες οκτώ. Το φόρεμά σου σηκώθηκε ώς το εσώρουχο, που ήταν εκεί, φρουρός αυτής της ακοίμητης λευκότητας. Το ύφασμα έκανε μια χορευτική φιγούρα και υπέστειλε την άκρη του. Ο αέρας σε έγδυνε απαλά. Τα μάτια μου κάηκαν. Η θάλασσα πήρε φως. Καιγόταν. Ποιος έκλεψε το ξύλινο αλογάκι μου από την παραλία;

Προσπαθώ να σε περιγράψω, να διατρέξω το σώμα σου· μοιάζεις με γκρεμισμένο ναό. Κάποτε σε κρατούσα στη χούφτα μου και χωρούσες. Κάποτε, που κάθε βράδυ ήταν βράδυ επιστροφής. Νομίζεις πως μπορείς να αφηγηθείς τα συναισθήματά σου, αλλά δεν μπορείς να τα μεταδώσεις. Τη στιγμή που αρχίζει η διαδικασία κατανόησης από τον άλλον, παύουν να υπάρχουν ως συναισθήματα. Ο έρωτας είναι ένα καλό παράδειγμα γι' αυτό. Παραμένει ανεξήγητος, όπως και τα περισσότερα πράγματα στη ζωή· για να διατηρήσει το απροσπέλαστο της γοητείας του. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να απαντηθεί. Τίποτα. Το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο είναι συγχρόνως και το πιο άσχημο. Αυτό που δεν θα προλάβει ποτέ να ολοκληρωθεί.

Με κοίταξες μέσα απ' τα δίχτυα των ποδιών σου, το ρεύμα τους με παρέσυρε. Η στρογγυλάδα των γλουτών μετέφερε στην κλεψύδρα την ποσότητα της άμμου που χρειαζόταν για να ξαναξεκινήσει. Η πανοπλία μου πνίγηκε. Για ποιο λόγο χαμογελάμε χώρια, βρεχόμαστε χώρια, αναπνέουμε χώρια; Το φεγγάρι βάφηκε κόκκινο, γλίστρησε πάνω σου και έγινε σκόνη. Στα νερά η βαρκάδα φωτίστηκε από τα κεριά του χρόνου. Απέναντι, το βουνό χοροπήδησε.

Με φίλησες. Μάσησα ό,τι αληθινό υπήρξε κάποτε από σένα, πίνοντας σιγά σιγά, με μικρές γουλιές, τα χείλη σου. Πήρα στα δόντια μου όσα εκατοστά παρέμεναν ακόμα ελεύθερα. Κι αμέσως βράδιασε. Γνώριμα, ουσιαστικά, αναπόφευκτα.

Βράδιασε σαν Ελλάδα.

(Σταύρος Σταυρόπουλος -απο την ελευθεροτυπια)

mitos είπε...

"Όταν παλιώνουν οι πατάτες,φυτρώνουν.
Όταν παλιώνουν τα όνειρα,λυτρώνουν."
Θ.Γκόρπας

@ Κυνθια

nikitas είπε...

αφ΄ ενός (και η ουσία) καταστάσεις έξω από προγραμματισμούς και θέληση θα με κρατήσουνε - ελπίζω για λίγο χρόνο ακόμα- χαλαρά στη "γειτονιά"...
τι να κάνουμε, οι "αναποδιές" της ζωής....

αφ΄ ετέρου με τόσους επισκέπτες... εξεπλάγην..
["...εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά..."με όλο το σεβασμό στη Κατερίνα γώγου]